ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
T4 TROUBLE AND THE SELF ADMIRATION SOCIETY
ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ
ΟΔΥΝΗ: ΜΙΚΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
BELLS, THREADS AND MIRACLES
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το μεσημέρι της Παρασκευής 20 Μαρτίου 2009, στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μαριάννα Οικονόμου (Bells, threads and miracles), Γιώργος Ζέρβας (Οδύνη: μικρές ιστορίες ανεργίας), Σταύρος Ψυλλάκης (Άλλος δρόμος δεν υπήρχε) και Δημήτρης Αθυρίδης (T4 trouble and the self admiration society).
Για το ντοκιμαντέρ της Bells, threads and miracles, η Μαριάννα Οικονόμου εξήγησε ότι αναφέρεται στην ανάγκη των ανθρώπων να πιστέψουν σ’ ένα θαύμα σε κάποια στιγμή της ζωής τους και εστιάζει στους μουσουλμάνους που συρρέουν κάθε χρόνο στη νήσο Πρίγκηπο, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, για να κάνουν τάμα στον Άγιο Γεώργιο. «Το 90% όσων κάνουν τάματα στον Άι Γιώργη είναι μουσουλμάνοι, σε αντίθεση με παλαιότερα που η πλειοψηφία ήταν χριστιανοί. Μου έκανε απίστευτη εντύπωση η εικόνα των μουσουλμάνων μπροστά σε χριστιανικές εικόνες», σημείωσε η σκηνοθέτις και πρόσθεσε: «Κατάλαβα ότι είναι κάτι πιο βαθύ, που ενώνει όλους τους ανθρώπους. Παρότι δεν είμαι θρήσκα σέβομαι αφάνταστα όσους πιστεύουν σε κάτι. Πιστεύω στη δύναμη της συγκέντρωσης της ενέργειας του ανθρώπου σε κάτι. Τα τάματα και τα κορδονάκι, τα κεριά και τα λάδια είναι ο ανθρώπινος τρόπος για να έρθουν οι άνθρωποι πιο κοντά στο Θεό, για να ζητήσουν το ακατόρθωτο».
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζέρβας, στο ντοκιμαντέρ του Οδύνη: μικρές ιστορίες ανεργίας, προσεγγίζει τα πολλά πρόσωπα της ανεργίας, που σε πολλές περιπτώσεις μεταφράζεται ως «απώλεια του εαυτού» αλλά και ως «συμβολικός θάνατος», όπως υποστήριξε χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Οι νεότεροι και οι πιο μορφωμένοι είναι οι μόνοι που μπορούν να επιβιώσουν, γιατί νιώθουν αυτοπεποίθηση και μπορούν να εξηγήσουν το γιατί. Οι υπόλοιποι αδυνατούν να δώσουν μια εξήγηση για την ανεργία τους, νιώθουν ενοχές, άγχος, πέφτουν σε μελαγχολία, κάποιοι έχουν τάσεις αυτοκτονίας. Η απώλεια της εργασίας σημαίνει και απώλεια του εαυτού, απομόνωση από το κοινωνικό πλαίσιο της εργασίας, εσωτερικός εγκλεισμός και βαθιά μοναξιά. Είναι κατά κάποιο τρόπο ένας συμβολικός θάνατος», είπε ο δημιουργός και συμπλήρωσε: «Παραφράζοντας το ‘’σκέφτομαι άρα υπάρχω’’ του Καρτέσιου, θα έλεγα ότι σήμερα ισχύει το ‘’δουλεύω άρα υπάρχω’’. Η εργασία δεν εξασφαλίζει μόνο τα προς το ζην, συμβάλλει και στην ανάπτυξη της προσωπικότητας». Σχολιάζοντας την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση, ο Γιώργος Ζέρβας επεσήμανε ότι από εδώ και έπειτα, δεν θα υπάρχει μόνο το θέμα της ανεργίας αλλά και αυτό της «δύσκολης εργασίας»: «Βιώνουμε την απώλεια του μέχρι πρότινος δεδομένου της συνεχούς απασχόλησης. Οι σχέσεις εργασίας γίνονται πιο ελαστικές και οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή ανησυχία για το αν θα υπάρχει η εργασία τους, για πόσο καιρό και με ποια μορφή».
Ο φακός του Δημήτρη Αθυρίδη στο ντοκιμαντέρ T4 trouble and the self admiration society σκιαγραφεί το πορτρέτο του Τέρρυ Παπαντίνα, ινδάλματος της ανεξάρτητης ροκ σκηνής στην Ελλάδα του ’70. «Όταν συναντήθηκα ξανά με τον Τέρρυ Παπαντίνα ήταν σε τραγική κατάσταση- 58 χρονών και άνεργος, ένας ηττημένος άνθρωπος. Ήθελα να δείξω αυτή την αντίφαση μεταξύ του απογοητευτικού παρόντος και του παρελθόντος του ως ροκ θρύλου», ανέφερε ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος περιέγραψε τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας του ως τύπο εστέτ, γοητευτικό και πηγαίο. «Δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά. Έχει το χάρισμα του περφόρμερ, εγώ τον άφηνα να σπέρνει ατάκες», είπε ο Δημήτρης Αθυρίδης. Τα γυρίσματα κράτησαν ένα χρόνο, αλλά πρόκειται ουσιαστικά για υλικό διάρκειας 20 ωρών. Όπως εξομολογήθηκε ο σκηνοθέτης, «το πιο δύσκολο ήταν να κρατήσω τις ισορροπίες γιατί με έναν τέτοιο τύπο υπάρχει ο κίνδυνος να έρθεις πολύ κοντά. Ο Τέρρυ Παπαντίνας είναι δύσκολος στις σχέσεις του. Μπορεί υποσυνείδητα να διάλεξε το ντοκιμαντέρ ως μέσο για να επικοινωνήσει».
Άνθρωποι που βρέθηκαν στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας πρωταγωνιστούν και στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη Άλλος δρόμος δεν υπήρχε αφορμή για το οποίο στάθηκε το ομότιτλο βιβλίο του Νίκου και της Αργυρώς Κοκοβλή. Αναφέρεται σε αντάρτες της Κρήτης που μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου κρύβονταν για τέσσερα περίπου χρόνια στο νομό Χανίων, ανασυγκροτώντας τις παράνομες οργανώσεις του Δημοκρατικού Στρατού. «Είναι μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας. Οι άνθρωποι αυτοί έμειναν στο περιθώριο της κοινωνίας. Πέρασαν φοβερές δοκιμασίες, παρόλο που η ιστορία τους μπορεί να φαίνεται σαν παραμύθι. Διάλεξαν να ζήσουν μια οριακή κατάσταση, θέλησαν να ζήσουν αξιοπρεπώς», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης και πρόσθεσε: «Δεν είχα ούτε διδακτική ούτε ηθικοπλαστική διάθεση όταν επέλεξα το θέμα. Το κυρίαρχο στοιχείο της ταινίας δεν είναι το ιστορικό πλαίσιο αλλά οι επιλογές των ανθρώπων και οι συνέπειες αυτών των επιλογών που τις υπομένουν αγόγγυστα. Με το υλικό που συγκέντρωσα θα μπορούσε να γίνει άλλη μια ταινία για τον εσωτερικό εμφύλιο, μέσα στην ίδια την Αριστερά, αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ταίριαζε στην πορεία αυτών των ανθρώπων».