50ο ΦΚΘ: Συνέντευξη τύπου ΠΕΚΚ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΠΕΚΚ

Σε ανοικτή συζήτηση για το παρόν και το μέλλον του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και του ελληνικού σινεμά γενικότερα εξελίχθηκε η συνέντευξη τύπου της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στην αποχή των «κινηματογραφιστών στην ομίχλη», το νέο νομοσχέδιο και το ρόλο των κριτικών κινηματογράφου. Η συνέντευξη τύπου έλαβε χώρα την Πέμπτη 19 Νοεμβρίου στην αίθουσα Παύλος Ζάννας στο πλαίσιο του 50ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Κατά την έναρξη της εκδήλωσης, ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Χωραφάς απένειμε τιμητική διάκριση στον πρόεδρο της ΠΕΚΚ Ανδρέα Τύρο, επισημαίνοντας: «Φέτος είναι μια σημαντική χρονιά για το Φεστιβάλ. Σε αυτή την κοινή πορεία των 50 χρόνων, η σχέση μεταξύ κριτικών και Φεστιβάλ ενδυναμώθηκε. Είναι πολύτιμη η κριτική σας ματιά, η οποία διεύρυνε τους ορίζοντες της διοργάνωσης. Στηριζόμαστε σε εσάς που υπηρετείτε το σινεμά με πίστη και συνέπεια, στοιχεία χάρη στα οποία επικοινωνούμε καλύτερα με την ουσία του κινηματογράφου».

Ο πρόεδρος της ΠΕΚΚ Ανδρέας Τύρος τόνισε: «Η χρονιά είναι πράγματι κρίσιμη και η αλήθεια είναι πως δεν φανταζόμασταν ακριβώς έτσι την επέτειο των 50 χρόνων του Φεστιβάλ. Είναι αποκαρδιωτικό το γεγονός ότι η φετινή διοργάνωση πραγματοποιείται χωρίς τη συμμετοχή του συνόλου της ελληνικής παραγωγής, αλλά εν τέλει κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δημιουργικό». Και πρόσθεσε: «Στην εποχή του ψηφιακού σινεμά, την μετα-υλική εποχή του κινηματογράφου, είναι παρωχημένο να μιλάμε με όρους του παρελθόντος. Οι αγκυλώσεις και οι σκοπιμότητες έβλαψαν τον θεσμό». Στη συνέχεια, ο κ. Τύρος έκανε μια αναδρομή στις απαρχές της ζωής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δηλαδή την εποχή που ο θεσμός ξεκίνησε από τον Παύλο Ζάννα και την Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Τέχνη», με σκοπό την ανάδειξη του ελληνικού κινηματογράφου. «Ήταν η ηρωϊκή, αθώα, ασπρόμαυρη εποχή του κινηματογράφου και του Φεστιβάλ», σημείωσε ο κ. Τύρος, ενώ επίσης έκανε λόγο και για το ρόλο των κριτικών τη δεκαετία του ’60, υπογραμμίζοντας ότι «αναζητούσαν καλλιτεχνική έκφραση σε έναν ελληνικό κινηματογράφο καταδυναστευμένο από την εμπορική παραγωγή του Φίνου».

Ο κ. Τύρος αναφέρθηκε και στον «Εξώστη Β», τον οποίο χαρακτήρισε «Πολυτεχνείο πριν από το Πολυτεχνείο, ένα χώρο ελεύθερης έκφρασης, ο οποίος μετά παρήκμασε, κατέφυγε σε συνθήματα, αποδοκιμασίες και αθλιότητες». Στη συνέχεια, όπως επεσήμανε ο ίδιος, «μετά τη μεταπολίτευση, οι κριτικοί ξανάπιασαν το νήμα για την υπεράσπιση των αισθητικών αξιών που υπηρετούσαν την ποιότητα, για λιγότερη καταδυνάστευση και κατάργηση της λογοκρισίας». Το 1977 αυτή η ομάδα κριτικών συμμετέχει στο Αντιφεστιβάλ, ενώ αργότερα, βάσει νόμου, η ΠΕΚΚ συμμετέχει σε όλα τα όργανα, στην οργανωτική και κριτική επιτροπή. Οι χειρότερες στιγμές, σύμφωνα με τον κ. Τύρο, «ήταν εκείνες των συγκρούσεων, στα τέλη του ’80, με τους κριτικούς να υπερασπίζονται το στοιχείο της ελληνικής ιδιαιτερότητας του Τορνέ, του Κανελλόπουλου και αργότερα του Οικονομίδη και του Αβδελιώδη, σε πείσμα της αίσθησης των καιρών και της μόδας, ίσως και του ίδιου του σιναφιού». «Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η κρίση του Φεστιβάλ φτάνει στο απροχώρητο και η ΠΕΚΚ προτείνει τη διεθνοποίησή του, έτσι ώστε να βγει από την εσωστρέφειά του και να ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειές του. Η διεθνοποίηση εκ των πραγμάτων δικαιώθηκε» σημείωσε ο κ. Τύρος, προσθέτοντας όμως ότι αυτό δημιούργησε ένα γενικότερο αίσθημα πως το ελληνικό σινεμά παραμελήθηκε. «Εύχομαι το επόμενο ή ένα από τα επόμενα Φεστιβάλ να είναι πιο συμβατό με αυτό τον μετα-υλικό κόσμο, να είναι ‘’φτωχότερο’’ ίσως σε όγκο, αλλά πιο μοντέρνο, ευέλικτο, με ισχυρότερη φυσιογνωμία, με ταυτότητα. Σε αυτό το Φεστιβάλ ευχόμαστε το ελληνικό σινεμά να βρει τη θέση που του αξίζει», κατέληξε.

Αναφερόμενος στο επικείμενο νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, ο κ. Τύρος σχολίασε τα εξής: «Τα νομοσχέδια δεν ανατρέπουν νοοτροπίες ετών ούτε είναι μαγικά ραβδιά που μετατρέπουν τους ατάλαντους σε ταλαντούχους. Η ΠΕΚΚ είναι έξω από κάθε λογική να συνεδριάζει η μια διασωματειακή στα δεξιά και η άλλη στα αριστερά. Καλούμε τις δύο διασωματειακές, πριν διασπαστούν σε τρεις ή τέσσερις, να υπερβούν τις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες. Το νομοσχέδιο – και όχι τόσο το ίδιο το Φεστιβάλ - θα κρίνει τελικά τι κινηματογράφο θέλουμε και τι κινηματογράφο μπορούμε να κάνουμε. Συμφωνούμε με τους ‘’κινηματογραφιστές στην ομίχλη’’ ως προς την ανάγκη να ψηφιστεί ένα νέο νομοσχέδιο, και ως προς το ότι πρέπει να μπει τέλος στην αδιαφάνεια στην απονομή των κρατικών βραβείων. Ωστόσο, δεν καταλαβαίνουμε γιατί πρέπει να αλλάξει ο τόπος, γιατί τα κρατικά βραβεία πρέπει να πάνε στην Αθήνα. Αν τους ενοχλεί η υγρασία της Θεσσαλονίκης, ας γίνονται οι απονομές κάθε χρόνο σε διαφορετική πόλη, στο Βόλο, τη Βέροια, την Καβάλα, ή όπου αλλού. Με αυτό τον τρόπο, θα έρθει το σινεμά πιο κοντά στην ελληνική περιφέρεια. Αν το σινεμά γίνει ένα κάστρο, αν κλειστεί στην πρωτεύουσά του, τελικά αυτό το κάστρο θα πέσει. Η δική μας παρουσία στο Φεστιβάλ είναι υποστηρικτική του θεσμού. 

Από την πλευρά του, ο κριτικός κινηματογράφου Νίνος Φενέκ Μικελίδης έκανε μια αναδρομή στην προσπάθεια ίδρυσης της ΠΕΚΚ, η οποία ξεκίνησε το 1966 αλλά ευοδώθηκε μόλις το 1975. Επιπλέον, έκανε λόγο και για την απόφαση να πραγματοποιηθεί το Φεστιβάλ, γιατί, όπως σημείωσε, «δεν άλλαζε ο νόμος, δεν προχωρούσαν τα πράγματα, και θυμάμαι ότι τότε κάναμε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ σκηνοθετών και ηθοποιών προκειμένου να χρηματοδοτήσουμε τη διοργάνωση και τα πήγαμε καλύτερα και από το Φεστιβάλ. Από το 1979 που αναγνωρίστηκε η ΠΕΚΚ από το Υπουργείο Πολιτισμού, τα αιτήματά μας παραμένουν τα ίδια όσον αφορά στη δημιουργία αρχείου, την κινηματογραφική παιδεία και το γενικότερο κινηματογραφικό κύκλωμα. Ελπίζουμε να δοθούν λύσεις με τον νέο νόμο».

Με τη σειρά του, ο κριτικός κινηματογράφου Δημοσθένης Ξιφιλίνος αναφέρθηκε σε γεγονότα και μνήμες από τη δεκαετία του ’80, όταν σχηματίζονταν ουρές από τις 7 το πρωί για ένα εισιτήριο. Επίσης, σχολίασε ότι «το Φεστιβάλ έδωσε τρομακτική ώθηση στο ελληνικό σινεμά. Πολλές από τις ταινίες που έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς δεν θα τις είχε δει κανείς αν δεν υπήρχε το Φεστιβάλ», ενώ τέλος, κάλεσε όλες τις πλευρές να αναζητήσουν την χρυσή τομή.

Η συζήτηση συνεχίστηκε με τοποθετήσεις από την πλευρά των παρευρισκόμενων. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, σε παρέμβασή του, ο Ντίνος Γιώτης, πρόεδρος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος, ζήτησε από την ΠΕΚΚ να τοποθετηθεί για το αν πρέπει τα κρατικά βραβεία να συνοδεύονται από χρηματικό έπαθλο: «Αυτό είναι το πάπλωμα», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. «Μας ενδιαφέρει το στρώμα και όχι το πάπλωμα, και το στρώμα είναι το ίδιο το σινεμά» απάντησε ο κ. Μικελίδης. Από την πλευρά του, ο κ. Τύρος υπογράμμισε ότι η διαφωνία της ΠΕΚΚ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο απονέμονται τα βραβεία, όχι στο αν υπάρχει χρηματικό βραβείο ή όχι. «Ποτέ δεν πάψαμε να συμμετέχουμε στη διαδικασία για να μην... μειωθεί το πάπλωμα. Το αν συνοδεύεται από χρήματα το βραβείο είναι υπόθεση αυτού που το απονέμει, δηλαδή του κράτους. Αρκεί να μην υπάρχει η ομηρία του να πρέπει να συμμετέχει κανείς στο Φεστιβάλ για να διεκδικήσει το βραβείο. Το Φεστιβάλ πρέπει να πείθει ότι εδώ είναι η καλύτερη ‘’μόστρα’’ για να προβάλλονται οι ταινίες, έτσι ώστε να μην υπάρχει το στοιχείο της υποχρέωσης».

Ο κριτικός κινηματογράφου και διευθυντής του Μουσείου Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Βασίλης Κεχαγιάς αναφέρθηκε στην επίδραση που άσκησε το Φεστιβάλ στον ελληνικό κινηματογράφο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Ο σκηνοθέτης και παραγωγός Λευτέρης Χαρωνίτης τόνισε στην τοποθέτησή του τα εξής: «Είναι χρέος των κριτικών να ανοίξουν τον διάλογο για το σύγχρονο σινεμά, σήμερα που τα μέσα κοινωνικοποιούνται. Πρέπει να υπάρξει ένας παν-κινηματογραφικός διάλογος. Μέσω του αντιφεστιβάλ, των συγκρούσεων και της διαπάλης των ιδεών προέκυψε ο νόμος του 1986. Τότε χρειάστηκαν τρία χρόνια διαβουλεύσεων. Τώρα δεν χρειάζεται να βιαστούμε πάρα πολύ, χρειάζεται να τρέξουμε. Πρέπει να δούμε τι αλλαγές πρέπει να γίνουν, τι ισχύει στην Ευρώπη, ποια ευεργετικά σημεία του ισχύοντος νόμου δεν αξιοποιούνται και για ποιο λόγο, καθώς και ποια είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα. Το πρόβλημα δεν είναι το Φεστιβάλ, είναι ο κινηματογράφος. Μακάρι να γινόταν 53 Φεστιβάλ σε κάθε πόλη της Ελλάδας, γιατί η περιφέρεια έχει ανάγκη τη διάχυση του κινηματογράφου. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έχει πολύ μέλλον, καθώς η πόλη που το στήριξε για 50 χρόνια, θα συνεχίσει να το στηρίζει και να το αναπτύσσει».