50Ο ΦΚΘ: Συνέντευξη τύπου Βέρνερ Χέρτζογκ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΒΕΡΝΕΡ ΧΕΡΤZΟΓΚ


Για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της κινηματογραφικής τέχνης, για τις φιλοδοξίες του ως δημιουργός, αλλά και για τους ιδιαίτερους δεσμούς που τον συνδέουν με την Ελλάδα, μίλησε ο πρωτοπόρος γερμανός κινηματογραφιστής Βέρνερ Χέρτζογκ, στην συνέντευξη τύπου που παραχώρησε την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 50ού Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Το παρών έδωσαν ο πρόεδρος του Φεστιβάλ, Γιώργος Χωραφάς, και η διευθύντρια Δέσποινα Μουζάκη.

«Είμαστε ευτυχισμένοι που φιλοξενούμε φέτος την ρετροσπεκτίβα του έργου του Βέρνερ Χέρτζογκ. Δεν γνωρίζω αν θα έπρεπε να τον χαρακτηρίσω κυνηγό, πολεμιστή ή αθλητή του σινεμά, αλλά είναι βέβαιο ότι αντιμετωπίζει κάθε ταινία του σαν πρόκληση και βγαίνει μεγαλύτερος από τη ζωή. Ταυτόχρονα, όμως, κάνει και εμάς που βλέπουμε τις δημιουργίες του να αισθανόμαστε μεγαλύτεροι από τη ζωή»., επεσήμανε ο πρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Χωραφάς.

Προλογίζοντας την εκδήλωση, την οποία συντόνισε ο δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Κρασσακόπουλος, η κ. Μουζάκη, υπογράμμισε τα εξής: «Κανείς άλλος δεν μοιάζει να περιπλανήθηκε τόσο μακριά, κανείς δεν άγγιξε το κοινό τόσο βαθιά όσο Βέρνερ Χέρτζογκ. Οι ταινίες και ο καλλιτεχνικός βίος του είναι οδηγοί σε περιοχές που μοιάζουν ανεξερεύνητες, γι’ αυτό είναι και γοητευτικές. Για περισσότερα από 40 χρόνια, ο Χέρτζογκ αναζητά τη δική του αλήθεια, τη βαθύτερη κατανόηση της ύπαρξης και της τέχνης. Το έργο του δεν γνωρίζει άλλον περιορισμό, πέρα από την επιμονή του να δοκιμάζει το καινούργιο, να αναιρεί τα συνηθισμένα, να αφήνει πάντα μια πόρτα ανοιχτή στο αναπάντεχο. Έχοντας ήδη μια καριέρα που περιλαμβάνει 35 ταινίες, η δουλειά του -και ευτυχώς κι ο ίδιος- δεν δείχνει κανένα σημάδι κόπωσης ή εφησυχασμού. Είναι μεγάλη τιμή και χαρά να τον έχουμε φέτος μαζί μας, παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του, σε μια χρονιά που το Φεστιβάλ γιορτάζει μια λαμπρή επέτειο και ο ίδιος ο Χέρτζογκ προσθέτει δύο νέες ταινίες στην κινηματογραφία του. Ελπίζω να παραμείνει για πολλά χρόνια δραστήριος και ανήσυχος, και τον ευχαριστώ από καρδιάς που βρίσκεται μαζί μας στη Θεσσαλονίκη».

Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο γερμανός κινηματογραφιστής, ο οποίος, αφού ευχαρίστησε την Θεσσαλονίκη για την θερμή φιλοξενία, διηγήθηκε ένα περιστατικό από την πρώτη του επίσκεψη στην πόλη. «Όταν ήμουν 15 ετών, είχα ξεκινήσει να επισκεφτώ την Ελλάδα για να ακολουθήσω τα χνάρια του παππού μου, που ήταν αρχαιολόγος στην Κω. Έφτασα στη Θεσσαλονίκη έπειτα από ολονύχτιο ταξίδι με οτοστόπ, ωστόσο ενώ βρισκόμουν περίπου 100 μέτρα από την προκυμαία, ξαφνικά άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου. Μια κυρία που έμενε σε ένα κοντινό διαμέρισμα με είδε, μου έφερε μια πετσέτα για να σταματήσει η ρινορραγία, με περιέθαλψε και μου πρόσφερε καφέ. Αυτή ήταν η πρώτη μου εντύπωση από την Ελλάδα και από τη Θεσσαλονίκη», είπε ο Βέρνερ Χέρτζογκ, και πρόσθεσε: «Γύρισα την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου, το Σημάδια Ζωής, στην Κω και Κρήτη, ενώ επίσης έχω κάνει και μια ταινία μικρού μήκους στα ελληνικά».

Αναφορικά με το ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Ελλάδα για να γυρίσει κάποια ταινία, ο σπουδαίος δημιουργός τόνισε: «Αν είχα μια καλή ιστορία, θα ερχόμουν και θα ξεκινούσα τα γυρίσματα μέσα σε 5 λεπτά. Για μένα, το παν είναι η ιστορία που έχεις να διηγηθείς. Σε γεμίζει ορμή προκειμένου να την μετατρέψεις σε ταινία». Χαρακτηριστικά ως προς αυτή την άποψη, ο Βέρνερ Χέρτζογκ διηγήθηκε το πώς προέκυψε η ταινία Grizzly Man: «Βρισκόμουν στο σπίτι ενός φίλου μου, ο οποίος είναι παραγωγός, και ψάχνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου για να φύγω, συμπτωματικά έπεσε το βλέμμα μου σε κάτι σελίδες που υπήρχαν στο γραφείο του, στις οποίες αναφερόταν μια ιστορία για μια αρκούδα που κατασπάραξε ένα ζευγάρι. Αυτή η σύμπτωση ήταν αρκετή για να προσελκύσει το ενδιαφέρον μου και να θελήσω να κάνω την ταινία».

Ο Βέρνερ Χέρτζογκ επεσήμανε, επίσης, ότι πολλά από τα ντοκιμαντέρ του είναι «μεταμφιεσμένες» ταινίες μυθοπλασίας, ενώ αναφέρθηκε και στην αναζήτηση της βαθύτερης αλήθειας: «Ούτε η φιλοσοφία, αλλά ούτε τα μαθηματικά δίνουν σαφή απάντηση για το τι είναι η αλήθεια, γι’ αυτό και προσπαθώ να την προσεγγίσω με κάθε τρόπο. Πιστεύω ότι η βαθιά φωτισμένη αλήθεια εμφανίζεται μόνη της. Την αναγνωρίζεις, νιώθοντας ότι απομακρύνεσαι από τον εαυτό σου και φτάνεις την έκσταση. Εάν πετύχεις αυτό στο σινεμά, έχεις φτάσει στο ανώτατο σημείο, έχεις καταφέρει ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να καταφέρεις. Μπορεί να μην βρεις αυτή την αλήθεια, αλλά η αναζήτηση δίνει νόημα στην ύπαρξή σου, σου δίνει αξιοπρέπεια».

Μιλώντας για τις δημιουργικές φιλοδοξίες του, ο Βέρνερ Χέρτζογκ τόνισε: «Θέλω να κάνω όσο καλύτερες ταινίες μπορώ, να είμαι καλός αφηγητής ιστοριών, να είμαι καλός στρατιώτης του σινεμά. Αυτό είναι όλο». Η φήμη του, πάντως, είναι κάτι που τον ακολουθεί πιστά καθ’ όλη την κινηματογραφική του πορεία. Ο ίδιος δήλωσε σχετικά: «Μακάρι να μπορούσα να φτιάχνω ταινίες ανώνυμος, σαν τους ζωγράφους του Μεσαίωνα, που δεν είναι γνωστοί με το όνομά τους, παρά μόνο ως ο ‘’δάσκαλος από την Κολονία που δημιούργησε το τάδε τρίπτυχο’’, για παράδειγμα. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν η πιο υπέροχη εμπειρία για μένα».

Ερωτώμενος για το πώς καταφέρνει να είναι τόσο δημιουργικός στα 67 του χρόνια, υπογράφοντας φέτος δύο ταινίες μεγάλου μήκους και ενδιάμεσα μία ταινία μικρού μήκους, ο Βέρνερ Χέρτζογκ απέδωσε το γεγονός στην εμπειρία του: «Πλέον έχω μάθει να γυρίζω μόνο όσα πλάνα χρειάζομαι και αποφεύγω τις περιττές λήψεις, έτσι ώστε να επιταχύνω τη διαδικασία του μοντάζ. Με το ψηφιακό μοντάζ, άλλωστε, η διαδικασία του μονταρίσματος μπορεί να προχωρά εξίσου γρήγορα με την ίδια την σκέψη μου. Τα γυρίσματα για την ταινία Γιε μου, γιε μου τι έκανες; κράτησαν 19 μέρες και το μοντάζ τέλειωσε μερικές μέρες αργότερα, επειδή εκμεταλλευόμουν τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα στο ενδιάμεσο. Συνολικά, η διαδικασία από την αρχή των γυρισμάτων μέχρι την παράδοση της ταινίας, διήρκεσε μόνο πέντε εβδομάδες. Όταν, λοιπόν, ακούω να μιλούν με θαυμασμό για άλλους σκηνοθέτες που βρίσκονται ενάμιση χρόνο στο μοντάζ μιας ταινίας, σκέφτομαι απλά ότι στην παραγωγή κάτι τέτοιο θα στοιχίζει μια περιουσία».

Ο ιδιοφυής δημιουργός μίλησε, επίσης, για τον ρόλο που διαδραματίζουν οι νέες τεχνολογίες στον κινηματογράφο του σήμερα: «Δεν συμφωνώ ότι χρειάζεται μια αναγέννηση του ευρωπαϊκού σινεμά. Υπάρχουν πολύ καλοί σκηνοθέτες από απίθανες γωνιές της Ευρώπης, όπως π.χ. από τη Ρουμανία ή την Αυστρία... Χάρη στις νέες τεχνολογίες, όμως, μια ταινία είναι λιγότερο ακριβή υπόθεση και μπορείς να τη χρηματοδοτήσεις ευκολότερα, αφού ακόμα και 10.000 ευρώ είναι αρκετά για να γυρίσει κανείς μια ταινία με ψηφιακή κάμερα. Το Γιε μου, γιε μου τι έκανες; είναι γυρισμένο με ψηφιακά μέσα, αλλά προσωπικά οφείλω να ομολογήσω ότι προτιμώ το σελιλόιντ».

Σε ερώτηση σχετικά με την έντονη παρουσία του φυσικού στοιχείου που ενυπάρχει σε πολλές ταινίες του, ο Βέρνερ Χέρτζογκ σχολίασε: «Όντως, πολλές φορές υπάρχει στις ταινίες μου η σύγκρουση με τη φύση και η προσπάθεια του ανθρώπου να την αψηφήσει, ωστόσο σε κάποιες άλλες, απλώς υμνείται το μεγαλείο της φύσης». Απαντώντας στο κατά πόσο δελεάζεται από το ενδεχόμενο να μεταφέρει στο σινεμά μια αρχαία ελληνική τραγωδία, ο Βέρνερ Χέρτζογκ αναφέρθηκε στην ταινία Γιε μου, γιε μου τι έκανες, λέγοντας πρόκειται για «μια ταινία που διαθέτει στοιχεία από αρχαία ελληνική τραγωδία». Ο γερμανός κινηματογραφιστής, πάντως, αποκήρυξε κατηγορηματικά την επιστήμη της ψυχανάλυσης και τον Ζίγκμουντ Φρόιντ, λέγοντας τα εξής: «Η ψυχανάλυση είναι από τις μεγαλύτερες βλακείες και μεγαλύτερα λάθη του 20ού αιώνα. Πιστεύω ότι το να εξηγούμε κάθε σκοτεινή γωνία του εαυτού μας είναι νοσηρό, βλακώδες και επικίνδυνο. Αν φωτίσεις κάθε γωνιά του σπιτιού σου με εκτυφλωτικό φως, τότε το σπίτι γίνεται μη κατοικήσιμο. Έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος γίνεται ανυπόφορος για τον εαυτό του, εάν αναλύσει κάθε σημείο της ύπαρξής του. Η ψυχανάλυση είναι σαν την Ιερά Εξέταση. Για μένα, ο Φρόιντ ήταν υπαίτιος για ένα καταστροφικό γεγονός ανάλογης έκτασης με την Ιερά Εξέταση».

Στο πλαίσιο της συνέντευξης τύπου, ο Βέρνερ Χέρτζογκ μίλησε και για την σχολή κινηματογράφου που σκοπεύει να δημιουργήσει: «Θα είναι μια άγρια, αντισυμβατική σχολή, διαφορετική από κάθε ακαδημία κινηματογράφου. Πρόκειται για το προϊόν δουλειάς δεκαετιών, το οποίο θα απευθύνεται στους νέους καλλιτέχνες που με βλέπουν σαν σημείο αναφοράς. Έχω ήδη φτιάξει μια λίστα με προτεινόμενα βιβλία προς ανάγνωση, γιατί ακριβώς αυτή είναι η προτροπή μου προς όλους τους νέους: Να διαβάζετε, να διαβάζετε, να διαβάζετε! Να γράφετε ποίηση, να διαβάζετε ποίηση, να βλέπετε ιστορικές ταινίες, να μη διστάζετε ακόμη και να πλαστογραφήσετε το δικό σας έγγραφο, όπως είχα κάνει εγώ στο παρελθόν, προκειμένου να πάρω άδεια για να γυρίσω την ταινία Fitzcarraldo, βάζοντας ο ίδιος την υπογραφή του προέδρου του Περού. Όλα αυτά δεν είναι απλώς στάση κινηματογραφίας, είναι στάση ζωής. Καλύτερα πάντως να πάω να διδάξω στην έρημο, παρά σε κανονική σχολή κινηματογράφου, σαν αυτές που με προσκαλούν. Οι υποψήφιοι για την σχολή μου, μου στέλνουν το βιογραφικό τους και ένα DVD διάρκειας μέχρι 5 λεπτών και ήδη με περιμένουν εκατοντάδες τέτοιες αιτήσεις στο Λος Άντζελες».

Ο πρωτοπόρος δημιουργός δεν παρέλειψε να μιλήσει και για τη μεγάλη αγάπη του για τα σπορ που απαιτούν μεγάλες αντοχές και ανάλογα αποθέματα ενέργειας: «Για να ανέβω στο πυγμαχικό ρινγκ, πρέπει να έχω 3-4 μέρες ελεύθερες. Μου αρέσουν τα αθλήματα που έχουν σωματική επαφή. Είναι σημαντικό να έχεις σωματικό θάρρος και να αποκτάς προσανατολισμό μέσω των σπορ. Για παράδειγμα, το μπάσκετ υψηλού επιπέδου είναι καταπληκτικό. Χαρακτηρίζεται από έναν απίστευτο συγχρονισμό κινήσεων. Αυτό είναι ένα στοιχείο που οφείλει να διαθέτει ο δημιουργός, προκειμένου να κατανοεί τη ‘’χορογραφία’’ των ηθοποιών και τη ‘’χορογραφία’’ της κάμερας».