ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 14-3-2010
Το ταξίδι τόσο από την πλευρά ενός ντοκιμαντερίστα - ως μια αέναη διαδικασία δημιουργικής αναζήτησης, με απρόοπτα, δυσκολίες, αλλά και γοητευτικές στιγμές - όσο και ως κοινός θεματικός άξονας και συνδετικός κρίκος των ταινιών τεκμηρίωσης, βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης του πρώτου «Κουβεντιάζοντας», που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 14-3-2010 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείου Electra Pallas, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ναταλί Μπορζέρ / Nathalie Borgers (Άνεμοι από άμμο, γυναίκες από βράχο / Winds of sand, women of rock – αφιέρωμα Αφρικανικές Ιστορίες), Αντόνιο Χοσέ Γκουσμάν / Antonio Jose Guzman (Η μέρα που θα παραδοθούμε στον αέρα / The day we surrender to the air– Δραματοποιημένα ντοκιμαντέρ), Νάνσι Χάικιν / N.C. Heiken (Κιμγιονγκίλια / Kimjongilia – Ντοκιμαντέρ για τη Βόρεια Κορέα) και Φρίντολιν Σένβιζε / Fridolin Schonwiese (Τα πέντε σημεία του ορίζοντα / The five cardinal points –Ανθρώπινα δικαιώματα). Τον συντονισμό της κουβέντας έκανε η συνεργάτιδα του Φεστιβάλ, Τόμπι Λι.
Στο ξεκίνημα της συζήτησης, τον λόγο πήρε η αυστριακής καταγωγής σκηνοθέτιδα Ναταλί Μπορζέρ, η οποία αναφέρθηκε στις γυναίκες της αφρικανικής φυλής Τουμπού, το ηρωικό οδοιπορικό των οποίων κατέγραψε στην ταινία της Άνεμοι από άμμο, γυναίκες από βράχο. Οι γυναίκες αυτές πραγματοποιούν ένα ιδιόμορφο και γεμάτο προκλήσεις ταξίδι, διασχίζοντας μία φορά το χρόνο την έρημο Σαχάρα για να πουλήσουν χουρμάδες, γεγονός που τους εξασφαλίζει οικονομική ανεξαρτησία, αλλά και αυτοπεποίθηση μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Η σκηνοθέτιδα περιέγραψε τις δυσκολίες που ανέκυψαν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ: «Δεν είναι εύκολο να δουλεύεις με ανθρώπους που έχουν τόσο διαφορετική κουλτούρα από τη δική σου. Ωστόσο, όταν βλέπεις τι ακριβώς κάνουν, σε βοηθά να δεις επίσης και τη δύναμη που επιδεικνύουν σε αντίξοες καταστάσεις. Προσωπικά, δεν είχα πρότερη εμπειρία κάνοντας γυρίσματα με ανθρώπους με τους οποίους δεν μοιραζόμασταν καν την ίδια γλώσσα, όμως στην πορεία ανακάλυψα ότι αυτό δεν ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως ήμασταν συνεχώς αναγκασμένοι να... κυνηγάμε τον χρόνο, αφού αυτές οι γυναίκες διασχίζοντας την έρημο δεν σταματούσαν για κανένα λόγο, σε σημείο που σχεδόν ήταν και πιο γρήγορες από εμάς που είχαμε αυτοκίνητα. Έτσι, δεν είχαμε τη δυνατότητα να ξαναγυρίσουμε ορισμένες σκηνές όπως ακριβώς θα θέλαμε, ούτε μπορούσαμε να προετοιμαστούμε για τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζαμε όσον αφορά στον φωτισμό ή τις εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν. Ένα ακόμη πρόβλημα, μάλλον αναπάντεχο, ήταν και η μετάφραση των όσων έλεγαν οι πρωταγωνίστριές μας. Ενώ είχαμε στη διάθεσή μας πέντε μεταφραστές – ορισμένους στον Νίγηρα και άλλους στη Γαλλία -, η απόδοση ήταν διαφορετική, καθώς η αντίληψη των μεταφραστών που ανήκαν στη δική μας κουλτούρα διέφερε από εκείνη των συναδέλφων τους που ζούσαν στην Αφρική». Μιλώντας για την αξία του ταξιδιού, η σκηνοθέτιδα Ναταλί Μπορζέρ ξεκαθάρισε πως πιστεύει στην διδακτική δύναμη της συνεχούς μετακίνησης: «Όλοι πρέπει να κάνουμε ταξίδια, αλλιώς θα πεθάνουμε στην μικρή μας φωλιά. Και μπορεί οι συγκεκριμένες γυναίκες να μετακινούνται επειδή τους το επιβάλλει η οικονομική ανάγκη και η ψυχική τους ισορροπία, ωστόσο θεωρώ πως το να κλεινόμαστε στον εαυτό μας έχει αρνητικές επιπτώσεις όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό».
Ο σκηνοθέτης Αντόνιο Χοσέ Γκουσμάν στο ντοκιμαντέρ Η μέρα που θα παραδοθούμε στον αέρα πραγματοποιεί ένα ταξίδι ορμώμενος από προσωπικά κίνητρα. Αναζητώντας τις ρίζες και την καταγωγή του, εστίασε στις ομοιότητες που ενώνουν τους ανθρώπους και τις φυλές του πλανήτη, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάποιες φορές δυσκολεύομαι ακόμη κι εγώ ο ίδιος να εξηγήσω αυτό το σχέδιό μου, το οποίο κατέγραψα σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Σίγουρα, όμως, υπήρξαν ορισμένα πράγματα που μου μίλησαν κατευθείαν στην καρδιά... Για παράδειγμα, κάνοντας γυρίσματα στην Αφρική, απ’ όπου έλκω ένα κομμάτι της καταγωγής μου, ένιωσα ιδιαίτερη συγκίνηση, ειδικά γνωρίζοντας επιπλέον και το γεγονός ότι κατά βάση όλοι οι άνθρωποι καταγόμαστε από την Ανατολική Αφρική. Από την άλλη μεριά, το μοναχικό ταξίδι ενός πολύ ξεχωριστού καλλιτέχνη που ζούσε στο Λος Άντζελες με επηρέασε βαθύτατα. Παρεξηγημένος στην πατρίδα του, αυτός ο άνθρωπος κάποια στιγμή αποφάσισε να διασχίσει με μια μικρή βάρκα τον Ατλαντικό Ωκεανό, φτάνοντας στα νησιά Φρίσλαντ στη Γερμανία, απ’ όπου καταγόταν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξανάκουσα νέα του από τότε. Πάντως, αυτό ακριβώς το υπαρξιακό θέμα με ενδιέφερε να αγγίξω στην ταινία μου. Άλλωστε, για μένα προσωπικά η καταγωγή είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίζω σχεδόν σε καθημερινή βάση. Αλλιώς είναι να έχεις το δικό μου χρώμα δέρματος και να ζεις στη Νέα Υόρκη, και αλλιώς να βρίσκεσαι στην Ελλάδα ή την Ιταλία».
Το ντοκιμαντέρ Κιμγιονγκίλια της αμερικανίδας Νάνσι Χάικιν στηλιτεύει τον απάνθρωπο ολοκληρωτισμό του καθεστώτος της Βόρειας Κορέας, ωστόσο, όπως εξήγησε και η ίδια η σκηνοθέτιδα στο πλαίσιο του «Κουβεντιάζοντας», η ταινία της εμπεριέχει έντονα την έννοια του ταξιδιού. Η ίδια υπογράμμισε χαρακτηριστικά: «Στην ταινία μιλούν δραπέτες και μετανάστες από τη Βόρεια Κορέα, μιλούν άνθρωποι που διέφυγαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που λειτουργούν στη χώρα αυτή. Άτομα τα οποία μας δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι συμβαίνει σε αυτόν τον πολυσυζητημένο τόπο, για τον οποίο το μόνο που συνήθως γνωρίζουμε είναι οι περίεργες έως και αστείες συνήθειες και πεποιθήσεις του ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ». Η Νάνσι Χάικιν αναφέρθηκε, επίσης, στην τραγική ιστορία ενός πρώην τροφίμου σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της χώρας, η μαρτυρία του οποίου φιλοξενείται στο ντοκιμαντέρ: «Η λέξη ‘’ταξίδι’’ είναι μια ήπια λέξη. Στην περίπτωση αυτών των ανθρώπων, όμως, τίθεται ζήτημα ζωής και θανάτου, όπως αφηγούνται και οι ίδιοι στην κάμερα. Ένας από αυτούς, ο οποίος γεννήθηκε μέσα σε ένα τέτοιο στρατόπεδο συγκέντρωσης, δεν γνώριζε τίποτα άλλο εκτός από αυτό. Δεν ήξερε καν ούτε για τον ίδιο τον δικτάτορα της χώρας του, δεν γνώριζε τι σημαίνει ελευθερία, δεν είχε δοκιμάσει ποτέ άλλο φαγητό πέρα από το ρύζι, το καλαμπόκι ή μια σούπα με νερό και αλάτι που έτρωγε όσο ζούσε σε αυτό το φριχτό μέρος. Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή του όταν, αφού απέδρασε από εκεί, αντίκρισε ανθρώπους να φορούν… διαφορετικά ρούχα, αλλά και την λαχτάρα του για τις διάφορες γεύσεις που έμαθε στην πορεία, τις οποίες δεν μπορούσε ποτέ να διανοηθεί ότι υπάρχουν. Αυτός ο άνθρωπος, προσπαθεί σήμερα στην Αμερική, στα 28 του χρόνια, να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του και να ζήσει μια όσο γίνεται φυσιολογική ζωή». Η σκηνοθέτιδα κατέληξε: «Είναι πολύ συγκινητικό το γεγονός ότι η ταινία είχε θετική ανταπόκριση στη Νότια Κορέα, όπου έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Πουσάν. Εκεί ανακάλυψα ότι πολλοί δεν ήξεραν πως όλα αυτά συνέβαιναν στη Βόρεια Κορέα, ενώ άλλοι με ρωτούσαν πώς γνωρίζω ότι όλα αυτά είναι αλήθεια… Στους τελευταίους απαντούσα ότι είμαι καλλιτέχνης και όχι ιστορικός, και πως δεν κατανοώ γιατί κάποιος μπορεί να μου πει ψέματα σε μια τόσο τραγική ιστορία. Το ντοκιμαντέρ, πάντως, βρήκε ήδη διανομή και θα παιχτεί σε δέκα αίθουσες, στη Σεούλ και αλλού».
Στην ταινία Τα πέντε σημεία του ορίζοντα ο αυστριακός σκηνοθέτης Φρίντολιν Σένβιζε επικεντρώνεται στο θέμα της μετανάστευσης, προσεγγίζοντας μεξικανούς που μετακινούνται στις ΗΠΑ προς αναζήτηση εργασίας, με απώτερο στόχο να πραγματώσουν το μεξικάνικο όνειρο στην πατρίδα τους. Στο πλαίσιο της συζήτησης, ο σκηνοθέτης αναφέρθηκε στην προσπάθειά του να αποφύγει τις κοινοτοπίες όσον αφορά στο ζήτημα της μετανάστευσης: «Πρόκειται για ένα θέμα που έχει απασχολήσει χιλιάδες φορές ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν ακόμη και μεξικανικά τηλεοπτικά συνεργεία, τα οποία ακολουθούν τις παράνομες διαδρομές των μεταναστών προκειμένου να δείξουν τα ‘’περάσματα’΄ και όταν συλλαμβάνονται από τις αμερικανικές αρχές ισχυρίζονται ότι είναι από την τηλεόραση και το θέμα λήγει εκεί. Επομένως, δεν έβρισκα κανένα νόημα στο να καταγράψω το πώς διανύει κανείς την απόσταση από το σημείο Α στο σημείο Β, δεν επιθυμούσα να δείξω την ταλαιπωρία ή το οδοιπορικό αυτών των ανθρώπων. Αυτό που είχε πραγματικά νόημα ήταν να δείξω πώς αυτοί οι άνθρωποι, ζώντας αυτήν την διπλή ζωή, αποξενώνονταν από την οικογένειά τους στο Μεξικό και πώς όταν επέστρεφαν εκεί, ουσιαστικά δεν ήταν μέλη αυτής της οικογένειας. Οι μετανάστες αυτοί επιθυμούν μεν την πατρίδα τους όταν βρίσκονται μακριά, στην άλλη πλευρά των συνόρων, ωστόσο τελικά αυτό το συναίσθημα είναι περισσότερο νοσταλγία του μυαλού, αφού όταν επιστρέφουν στον τόπο τους δεν ξέρουν τι να κάνουν». Ο σκηνοθέτης παρομοίασε το τείχος των 3.000 χλμ που χωρίζει το Μεξικό από τις ΗΠΑ με αυτό του Βερολίνου, και πρόσθεσε: «Αυτό που κυνηγούν οι μεξικανοί είναι εν μέρει το αμερικάνικο όνειρο. Σίγουρα, όμως, που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι πως τόσο αυτοί όσο και πολλοί άλλοι άνθρωποι που βρίσκονται σε ανάλογες καταστάσεις, είναι μετανάστες οι οποίοι κατά βάση δεν θέλουν να βρίσκονται εκεί όπου έχουν πάει, αλλά θα ήθελαν να έχουν παραμείνει στην πατρίδα τους».