12ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Σημαδεμένη: η ιστορία της Γκουεντελιν Μπράντσο - Έξοδος - Το Σπίτι - Καλή τύχη)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΣΗΜΑΔΕΜΕΝΗ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΚΟΥΕΝΤΕΛΙΝ ΜΠΡΑΝΤΣΟ
– ΕΞΟΔΟΣ – ΤΟ ΣΠΙΤΙ – ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το μεσημέρι της Δευτέρας 15 Μαρτίου 2010, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα, οι σκηνοθέτες Μαίρη Ροζάν Κάτσκι (Σημαδεμένη: Η ιστορία της Γκουέντελιν Μπράντσο), Μαλγκορζάτα Μπιενκόφσκα-Μπύλμαν (Έξοδος), Τάγιο Κορτές (Το σπίτι) και Λάντον βαν Σουστ (Καλή τύχη).

Στην ταινία Σημαδεμένη: Η ιστορία της Γκουέντελιν Μπράντσο η κάμερα της Μαίρη Ροζάν Κάτσκι επιδιώκει να ανιχνεύσει τα ψυχικά τραύματα που κρύβονται πίσω από τα σημάδια του προσώπου της Γκουέντελιν Μπράντσο, μιας κοπέλας που ζει στην Αλάσκα, την οποία η ίδια η σκηνοθέτης πήρε υπό την προστασία της όταν ήταν τριών ετών. «Η σχέση μας είναι μοναδική, δεν πρόκειται απλά για τη σχέση κινηματογραφιστή και υποκειμένου, αλλά για τη σχέση μητέρας - κόρης» ανέφερε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα. Η ιστορία της πρωταγωνίστριας του ντοκιμαντέρ είναι συγκλονιστική και καθορίζεται από ένα κρίσιμο χρονικό σημείο: Όταν η Γκουέν έφυγε από το προστατευμένο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε μέχρι τότε και πήγε στο κολλέγιο, ήρθε αντιμέτωπη με τη δυσμορφία της, έπαθε κατάθλιψη και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Στο νοσοκομείο όπου παρέμεινε αμέσως μετά, ανακάλυψε πως όταν ήταν μόλις εννέα μηνών η μητέρα της, η οποία τότε έπασχε από ψυχική νόσο, την έριξε στη φωτιά. «Η παραμονή της Γκουέν στο νοσοκομείο σηματοδότησε μια αλλαγή πλεύσης για τη ζωή της. Η ίδια μου ζήτησε να την ακολουθήσω με την κάμερά μου σε ένα ταξίδι αναζήτησης της ταυτότητάς της, μια διαδικασία που διήρκεσε πέντε χρόνια», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Αρχικά, η Γκουέν ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που είχαν παρόμοια εμπειρία με εκείνη και οι οποίοι έμαθαν να ζουν με τα σημάδια των εγκαυμάτων. Ωστόσο, δεν ήταν αυτή η απάντηση που έψαχνε. Έτσι, ξεκίνησε να αναζητεί την οικογένειά της και ανακάλυψε μια αδερφή της οποίας την ύπαρξη αγνοούσε εντελώς, καθώς και την βιολογική της μητέρα. «Μπορεί η Αλάσκα να βρίσκεται μίλια μακριά από την Ελλάδα, μπορεί να έχουμε έντεκα ώρες διαφορά, αλλά η ανάγκη ενός παιδιού να βρει την καταγωγή του, το μίσος για αυτόν που του έκανε κάτι φριχτό, καθώς και η δύναμη της συγχώρεσης έχουν παγκόσμια διάσταση» σχολίασε η Μαίρη Ροζάν Κάτσκι, συνδέοντας την ιστορία του ντοκιμαντέρ της με αναφορές στην αρχαία ελληνική τραγωδία.

Το λόγο πήρε στη συνέχεια η Μαλγκορζάτα Μπιενκόφσκα-Μπύλμαν, σκηνοθέτις του ντοκιμαντέρ Έξοδος της το οποίο γυρίστηκε μεταξύ της 10ης και 16ης Οκτωβρίου του 1989 στην Πολωνία, λίγο πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ελάχιστες μέρες αφότου οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας έκλεισαν τα αυστρο-ουγγρικά σύνορα για τους πολίτες της. Όπως διηγήθηκε η σκηνοθέτιδα στη συνέντευξη Τύπου, οι ανατολικογερμανοί άρχισαν να συρρέουν ως πρόσφυγες στην πρεσβεία της Δυτικής Γερμανίας στη Βαρσοβία, και μάλιστα τους επετράπη να αποκτήσουν έγγραφα ως απάτριδες. Η ίδια βρέθηκε στο σημείο όπου εκτυλίσσονταν τα γεγονότα και κατέγραψε με την κάμερά της τους ανατολικογερμανούς να εξιστορούν τις εμπειρίες τους, καθώς και να εξηγούν τους λόγους της φυγής τους. «Το ντοκιμαντέρ αναφέρεται σε συμβάντα τα οποία δεν ήταν γνωστά, παρουσιάζοντας εικόνες που προβάλλονται για πρώτη φορά. Δεν επρόκειτο για γυρίσματα που προορίζονταν να γίνουν μια κανονική ταινία, αλλά για μια αυτοσχέδια παραγωγή. Η αλήθεια είναι ότι τότε δεν γνωρίζαμε τι θα μας επιτρεπόταν να κινηματογραφήσουμε, εάν θα μπορούσαμε να βρούμε τους πρόσφυγες και εάν θα τους πείθαμε να μιλήσουν ανοιχτά. Παντού γύρω μας υπήρχαν μυστικοί πράκτορες από την Ανατολική Γερμανία και δεν θέλαμε να θέσουμε αυτούς τους ανθρώπους σε κίνδυνο. Κανείς δεν ήξερε ότι τρεις εβδομάδες αργότερα θα γκρεμιζόταν το Τείχος» διευκρίνισε η σκηνοθέτιδα. Και πρόσθεσε: «Το ντοκιμαντέρ μιλά για ανθρώπους που ζούσαν με το φόβο και ξαφνικά βιώνουν την ελευθερία, αλλά πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την έννοια της πατρίδας. Κάποιος μπορεί να πει ότι αγγίζει ένα πρόβλημα μικρής κλίμακας, ωστόσο θεωρώ ότι τέτοιου είδους ζητήματα έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα».

Με άξονα το σπίτι της οικογένειας Μέντες, ο Τάγιο Κορτές δημιούργησε μια ταινία για τη φτώχεια, την αξιοπρέπεια, το θάρρος και το όνειρο. Το ντοκιμαντέρ Το σπίτι παρουσιάζει την ιστορία μιας οικογένειας παλιατζήδων, οι οποίοι εδώ και σαράντα χρόνια ζουν σε καταπατημένη γη και κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή με έξωση. Τα μέλη της οικογένειας συλλέγουν παλιά σιδερικά και άχρηστα αντικείμενα προκειμένου να τα πουλήσουν, καθώς και αποφάγια από τα εστιατόρια για να ταΐζουν τους χοίρους τους. «Η γνωριμία μου με αυτούς τους ανθρώπους ήταν μια πολύ σημαντική εμπειρία, διότι ζούμε μέσα σε πολύ διαφορετικές πραγματικότητες και υπό άλλες συνθήκες δεν θα τους είχα συναντήσει. Το ντοκιμαντέρ δεν μιλάει μόνο για τη φτώχεια και τη μιζέρια, αλλά μιλάει επίσης και για συναισθήματα, τα οποία μπορεί να είναι κοινά στους ανθρώπους, ανεξαρτήτως του σε ποια χώρα ζουν ή σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν» τόνισε ο κολομβιανός σκηνοθέτης. Έχοντας ζήσει από κοντά την καθημερινότητα και τα προβλήματα της οικογένειας Μέντες, ο Τάγιο Κορτές ρωτήθηκε στη συνέντευξη Τύπου για το κατά πόσο είναι εύκολο να σπάσει ο φαύλος κύκλος της φτώχειας. «Το πρόβλημα της φτώχειας είναι περίπλοκο και δεν έχει εύκολη λύση. Πιθανόν η εκπαίδευση να ανοίγει έναν δρόμο, αλλά μόνο για τα παιδιά της οικογένειας. Για τα υπόλοιπα μέλη της, είναι δύσκολο. Θα ήθελα να αλλάξω τη ζωή αυτών των ανθρώπων μέσα από την ταινία, όμως ένα ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα της φτώχειας και της έλλειψης εκπαίδευσης», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας ότι στην περίπτωση της οικογένειας Μέντες το ντοκιμαντέρ λειτούργησε ως κάτοπτρο: «Στην ταινία, τα μέλη της οικογένειας είδαν τι συμβαίνει στη ζωή τους και ο καθένας τους συνειδητοποίησε τι σκέφτονται οι υπόλοιποι για αυτόν».

Το μείζον ζήτημα της φτώχειας θίγεται και στο ντοκιμαντέρ Καλή τύχη, το οποίο εξετάζει το πώς η «ξένη βοήθεια» για την εξάλειψη της φτώχειας στην Αφρική μπορεί τελικά να υπονομεύει αντί να ευεργετεί τις κοινότητες. Στη συνέντευξη Τύπου για την ταινία μίλησαν ο σκηνοθέτης Λάντον βαν Σουστ και ο παραγωγός Τζέρεμι Λεβάιν, οι οποίοι τόνισαν ότι σκοπός τους δεν ήταν να αμφισβητήσουν τις καλές προθέσεις των διεθνών οργανισμών, αλλά να καταδείξουν και τις αμφιλεγόμενες ή και τραγικές συνέπειες αυτής της βοήθειας. Το ντοκιμαντέρ εστιάζει στις προσωπικές ιστορίες δύο Κενυατών. Από τη μια μεριά, η Σίλβα χάνει το σπίτι και το γραφείο της στο πλαίσιο του πλάνου που εκπονούν τα Ηνωμένα Έθνη με στόχο την αναβάθμιση της φτωχογειτονιάς όπου ζει. Από την άλλη, ο Τζάκσον βλέπει τη φάρμα του να πλημμυρίζει εξαιτίας του φράγματος που έχει κατασκευάσει ένας Αμερικανός επενδυτής, ο οποίος ελπίζει να εξαλείψει τη φτώχεια στήνοντας μια φυτεία ρυζιού. «Είναι απαραίτητο να γίνουν σπίτια και ορυζώνες, αλλά τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα από ό,τι τα βλέπουν οι ξένοι που πηγαίνουν να βοηθήσουν σε αυτές τις γωνιές του κόσμου» σχολίασε ο Λάντον βαν Σουστ. «Οι εταιρείες αποσκοπούν στο κέρδος, ενώ οι άμεσες ξένες επενδύσεις ενθαρρύνονται από τις κυβερνήσεις με στόχο να προκύψει εισροή πλούτου, να δημιουργηθούν υποδομές και θέσεις εργασίας. Η ταινία μιλά για λεπτά ζητήματα και θέλαμε να είμαστε προσεκτικοί. Ταυτόχρονα, θέλαμε να δώσουμε φωνή στους δικαιούχους αυτής της βοήθειας, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την κερδοσκοπία και τη διαφθορά» σημείωσε ο Τζέρεμι Λεβάιν. Μετά τη συμμετοχή της στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, η ταινία θα προβληθεί σε φεστιβάλ της Πράγας, του Λονδίνου και των ΗΠΑ. Όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά οι δύο συντελεστές: «Με το πρόσχημα της ταινίας θέλουμε να πούμε στη δυτική κοινωνία ότι ίσως θα πρέπει να προσεγγίσει διαφορετικά το ζήτημα της βοήθειας προς την Αφρική, λαμβάνοντας υπόψη την οπτική γωνία των ανθρώπων που υποτίθεται πως ωφελούνται από αυτήν».