12ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα - Oil Rocks-Μια πόλη πάνω απ' τη θάλασσα - Κραφτούρ-Η τελευταία Ιππασία)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΕΝΑ ΒΑΡΕΛΙ ΓΕΜΑΤΟ ΟΝΕΙΡΑ –
OIL ROCKS-ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ - ΚΡΑΦΤΟΥΡ-Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΙΠΠΑΣΙΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το μεσημέρι της Πέμπτης 18 Μαρτίου 2010 στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Πιερ-Ολιβιέ Φρανσουά (Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα), Μαρκ Βόλφενσμπεργκερ (Oil Rocks – Μια πόλη πάνω απ’ τη θάλασσα) και Άουρνι Γκούναρσον (Κράφτουρ – Η τελευταία ιππασία).

Πρώτος πήρε τον λόγο ο Άουρνι Γκούναρσον, ο οποίος στο ντοκιμαντέρ Κράφτουρ – Η τελευταία ιππασία περιγράφει την πολύ ξεχωριστή σχέση του Ισλανδού ιππέα Τόουτι (Θόραριν Έιμουντσον), με το άλογό του, τον Κράφτουρ. Ο Τόουτι προσκαλείται να λάβει μέρος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ισλανδικών Αλόγων στην Ολλανδία, όμως λόγω των υγειονομικών κανονισμών της χώρας του αναγκάζεται, μετά τους αγώνες, να αφήσει το άλογό του πίσω στην Ολλανδία. Ο πόνος που του αυτή προκαλεί η εξέλιξη, επισκιάζει τελικά και την χαρά της νίκης του Πρωταθλήματος. «Η ταινία ουσιαστικά αποτυπώνει τη διαμάχη ανάμεσα στη βαθιά φιλία και την επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο Τόουτι προπονούνταν σχεδόν καθημερινά για τέσσερα χρόνια με το άλογό του και όταν ήρθε η ώρα των αγώνων έπρεπε να επιλέξει» τόνισε ο Άουρνι Γκούναρσον. «Στην Ισλανδία οι νόμοι είναι αυστηροί. Εάν αποφασίσει κανείς να εξάγει ένα άλογο από τη χώρα, αυτό δεν επιτρέπεται να επιστρέψει για λόγους υγείας, διότι εάν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχαν μεγάλες απώλειες λόγω ασθενειών. Ο Τόουτι, λοιπόν, βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα δίλημμα και τελικά αποφάσισε να αγωνιστεί με τον Κράφτουρ», επεσήμανε ο σκηνοθέτης.

Στο ντοκιμαντέρ δεν υπάρχει άλλος αφηγητής εκτός από τον πρωταγωνιστή και ορισμένα μέλη της οικογένειας του και αυτό διότι, όπως ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου ο Άουρνι Γκούναρσον, οι δημιουργοί της ταινίας ήθελαν να δώσουν έμφαση στο συναίσθημα του ιππέα. «Ο Τόουτι πήρε μέρος στους αγώνες και βγήκε νικητής. Μόλις κερδίζει το πρωτάθλημα, η κάμερα δείχνει τους πανηγυρισμούς και τις επευφημίες του κοινού, όμως ουσιαστικά για τον ίδιο, αυτή είναι η πιο τραγική στιγμή. Στέκεται πάνω στο άλογό του και κλαίει. Το μόνο που σκέφτεται είναι ότι δεν μπορεί να πάρει τον Κράφτουρ μαζί του στην Ισλανδία», πρόσθεσε ο δημιουργός. Το ντοκιμαντέρ κλείνει με ένα ερωτικό τραγούδι το οποίο έχει γράψει ο ίδιος ο σκηνοθέτης και το οποίο μιλάει για την αγάπη και τον χωρισμό. «Ένας στίχος του κομματιού λέει “δώσε μου λίγο ακόμη χρόνο μαζί σου”. Το συναίσθημα του ιππέα είναι ο πόνος και αυτός ο πόνος μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ζει κανείς όταν χάνει ένα αγαπημένο του πρόσωπο», εξήγησε ο δημιουργός.

Στη συνέχεια της συνέντευξης Τύπου, τη σκυτάλη πήραν τα ντοκιμαντέρ Oil Rocks – Μια πόλη πάνω απ’ τη θάλασσα του Μαρκ Βόλφενσμπεργκερ και Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα του Πιέρ-Ολιβιέ Φρανσουά, ταινίες που εντάσσονται στην ενότητα «Κοινωνία και Περιβάλλον» του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην πρώτη ταινία παρουσιάζεται η πρώτη και μεγαλύτερη πλατφόρμα εξόρυξης πετρελαίου ανοιχτής θαλάσσης, μια τεράστια πόλη στη μέση της Κασπίας Θάλασσας, η οποία κατασκευάστηκε επί Στάλιν το 1949. Εξήντα χρόνια μετά, η επονομαζόμενη Oil Rocks συνεχίζει να λειτουργεί. Ο σκηνοθέτης Μαρκ Βόλφενσμπεργκερ υπήρξε ο πρώτος δυτικός επαγγελματίας κινηματογραφιστής που κατάφερε να εξασφαλίσει την άδεια να καταγράψει με την κάμερά του την δραστηριότητα στην περιοχή. «Η κυβέρνηση θεωρεί οικολογικό έγκλημα αυτό που συμβαίνει εκεί και δεν επιτρέπει την πρόσβαση στον συγκεκριμένο χώρο σε διεθνείς οργανισμούς ή οικολογικές οργανώσεις. Εγώ υποσχέθηκα ότι δεν θα προβάλλω τις πετρελαιοκηλίδες, αλλά θα εστιάσω στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Έτσι κατάφερα να κάνω την ταινία, συνδυάζοντας τα όσα κινηματογράφησα με αρχειακό υλικό από τη σοβιετική εποχή» ανέφερε ο σκηνοθέτης. Το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει μια πετρελαιοπηγή-Ατλαντίδα, η οποία, ωστόσο δεν είναι μια πολιτεία μυθολογική, αλλά αληθινή. Η κάμερα του Μαρκ Βόλφενσμπεργκερ καταγράφει 300 χιλιόμετρα γεφυρών, εκατοντάδες εξέδρες, ακόμη και εννιαόροφα κτήρια, αλλά κυρίως εστιάζει στην ζωή των χιλιάδων εργατών που ζουν εκεί. «Οι υπεύθυνοι της Oil Rocks επινόησαν πολλά κόλπα για να προσελκύσουν εργάτες. Σκέφτηκαν, π.χ., να καλέσουν πολλές όμορφες γυναίκες εργάτριες, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των αντρών» τόνισε ο ντοκιμαντερίστας. Και πρόσθεσε: «Προτιμώ να μην κρίνω τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Επί 70 χρόνια ζούσαν μέσα σε έναν κόσμο προπαγάνδας, δεν είναι εύκολο να αλλάξουν ζωή. Πείστηκαν ότι αυτό το μέρος είναι μια χαρά και με τις καλές αμοιβές θεωρούν ότι περνούν μια καλή ζωή». Όσο για το μέλλον της Oil Rocks, σύμφωνα με τον Μαρκ Βόλφενσμπεργκερ, κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει. «Η πλατφόρμα εξόρυξης δεν μπορεί να κλείσει αυτή τη στιγμή, διότι αν εγκαταλειφθεί θα την καλύψει η θάλασσα και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος θα είναι πολύ μεγαλύτερη. Παράλληλα, ο πρόεδρος της χώρας έχει ορισμένες παράλογες ιδέες για το μέλλον της πόλης: Θέλει να τη μετατρέψει σε τουριστικό θέρετρο, όμως για να γίνει αυτό θα πρέπει να φύγουν όλοι οι πυλώνες από τον πυθμένα της θάλασσας. Πρόκειται για μια παρέμβαση με τεράστιο κόστος», τόνισε ο σκηνοθέτης.

Παρόμοιου ύφους είναι και η θεματολογία του ντοκιμαντέρ Ένα βαρέλι γεμάτο όνειρα, ωστόσο, στη συγκεκριμένη ταινία οι σκηνοθέτες Πιερ-Ολιβιέ Φρανσουά και Πιερ Μπουρζουά αποκαλύπτουν την «καλή όψη» της εμπορίας πετρελαίου. Η ταινία παρουσιάζει την ανάπτυξη του Χάντι-Μανσίγισκ, μιας περιοχής της Σιβηρίας που βρίσκεται περισσότερα από 3.000 χιλιόμετρα μακριά από τη Μόσχα, η οποία έχει εξελιχθεί σε οικονομική Εδέμ. Η περιοχή φιλοξενεί στα εδάφη της περίπου το 60% του Ρωσικού πετρελαίου και το 7% του παγκόσμιου πετρελαίου, και χάρη σε αυτό τον πλούτο έχει μετατραπεί σε «παράδεισο» για τους ντόπιους. «Πριν από 40 χρόνια το Χάντι-Μανσίγισκ ήταν ένα μικρό χωριό με ξύλινα σπίτια. Τη δεκαετία του ’60, οπότε και ανακαλύφθηκε το πετρέλαιο, ήρθε η ανάπτυξη. Παρότι στη Ρωσία είναι πολύ δύσκολο να σου επιτρέψουν να κάνεις γυρίσματα, εμείς πήραμε πολύ εύκολα την άδεια για να κινηματογραφήσουμε το καμάρι τους» ανέφερε στη συνέντευξη Τύπου ο Πιερ-Ολιβιέ Φρανσουά. Τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ διήρκεσαν ενάμισι χρόνο, με επίκεντρο τη ζωή των κατοίκων της περιοχής. «Αρχικά έπρεπε να δοθούν σημαντικά κίνητρα για να πάει κάποιος να δουλέψει στο Χάντι-Μανσίγισκ. Εκεί οκτώ μήνες χιονίζει, η θερμοκρασία τον χειμώνα φτάνει στους -50ο Κελσίου και το καλοκαίρι που λιώνουν οι πάγοι, η περιοχή μετατρέπεται σε έλος. Οι αμοιβές, λοιπόν, ήταν πολύ μεγάλες κι έτσι, από τους 6.000 κατοίκους που υπήρχαν το 1975, σήμερα υπάρχουν 60.000».

Μπορεί τόσο ο κυβερνήτης όσο και οι κάτοικοι της περιοχής να θέλουν να «περάσουν» στους εξωτερικούς παρατηρητές ότι το Χάντι-Μανσίγισκ αποτελεί μια πόλη-πρότυπο, ωστόσο, όπως τονίζουν οι δημιουργοί της ταινίας, ορισμένες φορές είναι εμφανές ότι αυτή η εικόνα είναι ψεύτικη. «Οι κάτοικοι έχουν συνηθίσει στις δύσκολες καιρικές συνθήκες, αλλά και στις ανέσεις που τους προσφέρει η οικονομική ευρωστία της περιοχής και δεν διαμαρτύρονται. Με τα χρήματα είναι όλοι ευχαριστημένοι. Οι αμφισβητίες είναι λίγοι και αυτοί μας είπαν απλώς ότι θα εύχονταν να υπήρχαν περισσότερα στοιχεία της Ρωσίας στην πόλη τους». Όσο για την οικονομική κρίση, ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ τόνισε ότι αυτή έπληξε έως έναν βαθμό την περιοχή, αναγκάζοντάς την να κάνει ένα μικρό διάλειμμα από τις φιέστες της. Ωστόσο, η ανάκαμψη δεν άργησε να έρθει και πάλι.