12ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 17/03/2010

ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 17-3-2010

Η ακτιβιστική διάσταση του ντοκιμαντέρ, το μερίδιο εμπλοκής του κινηματογραφιστή στα γεγονότα, καθώς και η αλληλεπιδραστική του σχέση με το αντικείμενό του, βρέθηκαν στο επίκεντρο του τέταρτου «Κουβεντιάζοντας» που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010 στην αίθουσα «Excelsior» του ξενοδοχείου Electra Pallas, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην κουβέντα, την οποία συντόνισε η συνεργάτιδα του Φεστιβάλ Τόμπι Λι, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ντερκ Σάιμον (Όταν ο δράκος κατάπιε τον ήλιο), Σάκι Μαφουντίκουα (Σούνγκου: Η αντοχή ενός λαού) και Κίμων Τσακίρης (Sugar Town – Η επόμενη μέρα).

Στο ξεκίνημα του «Κουβεντιάζοντας», τον λόγο πήρε ο Κίμων Τσακίρης, ο οποίος εξήγησε ότι το ντοκιμαντέρ Sugar Town – Η επόμενη μέρα δεν αποτελεί σίκουελ του Sugartown, Οι γαμπροί, που σκηνοθέτησε ο ίδιος πριν από τρία χρόνια. «Δεν είναι σίκουελ, με την έννοια ότι δεν ασχολείται με το ίδιο θέμα, αλλά με κάτι ολότελα διαφορετικό. Από την άλλη μεριά, δεν πρόκειται για μια ταινία με θέμα τις φωτιές και την καταστροφή που επακολούθησε στην Πελοπόννησο. Θα έλεγα ότι είναι περισσότερο μια ταινία για την ίδια τη δημοκρατία και τους θεσμούς. Καταγράφοντας το τι συμβαίνει στη Ζαχάρω, ήθελα να δείξω την πολιτική κατάσταση της χώρας, δηλαδή ότι δεν ξεκινούν όλα από τα ‘’επάνω’’, αλλά ότι υπάρχει συλλογική ευθύνη. Επιθυμία μου ήταν να ξεκινήσω από τον ‘’πάτο’’ και σταδιακά να ανέβω, αφού την ίδια κατεύθυνση ακολουθούν και οι δυσλειτουργίες της κυβέρνησης, όπως π.χ. ένα απλό ρουσφέτι, το οποίο ζητούμε εμείς οι ίδιοι», επεσήμανε ο έλληνας σκηνοθέτης. Ερωτώμενος σχετικά με την άνεση που είχε απέναντι στον δήμαρχο της περιοχής, αλλά και την εμπειρία του να κινηματογραφεί ανθρώπους που έζησαν μια τέτοια καταστροφή, ο Κίμων Τσακίρης αναφέρθηκε στην ελληνική ιδιοσυγκρασία. «Όταν η κατάσταση είναι πολύ τραγική, είναι ίδιον των Ελλήνων να έχουν χιούμορ. Όσον αφορά στον δήμαρχο της Ζαχάρως, δεν αντιμετώπισα κανένα πρόβλημα, ίσα ίσα που μου έδινε και σκηνοθετικές συμβουλές, όταν κάτι το έβλεπε αλλιώς…». Ο Κίμων Τσακίρης υπογράμμισε, επίσης, ότι σήμερα σε στιγμές κρίσης, αυτή η περιγραφή της ελληνικής κοινωνίας είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, ωστόσο σημείωσε μια σημαντική διαφοροποίηση: «Κάθε ντοκιμαντερίστας επιθυμεί το έργο του να είναι διαχρονικό και παγκόσμιο, επομένως αυτή η επικαιρότητα δεν είναι το ζητούμενο. Αυτό που ενδιαφέρει τον δημιουργό είναι να δει ότι μετά το έργο του κάτι αλλάζει, ότι προσέθεσε ένα λιθαράκι στην επίλυση του προβλήματος. Στην περίπτωσή μας, από τη στιγμή που παρενέβη η δικαιοσύνη για να ερευνήσει τις παρανομίες που διαπράχθηκαν στην περιοχή, μπορούμε να βλέπουμε αυτή την εξέλιξη ως κάτι πολύ θετικό».

Τα κίνητρα που ώθησαν τον ζιμπαμπουανό σκηνοθέτη Σάκι Μαφουντίκουα στη δημιουργία της ταινίας Σούνγκου: Η αντοχή ενός λαού ήταν κάπως διαφορετικά. Το ντοκιμαντέρ παρακολουθεί τις ζωές συνηθισμένων ανθρώπων που ζουν στη Ζιμπάμπουε, την ώρα που η χώρα τους βρίσκεται υπό οικονομική κατάρρευση και διέρχεται σοβαρή πολιτική κρίση. Ο Σάκι Μαφουντίκουα εξήγησε σχετικά: «Ο λόγος που ξεκινήσαμε να κάνουμε την ταινία είναι επειδή καταστρεφόταν η χώρα μας. Όταν ένας δικός μου άνθρωπος με ρώτησε κάποια στιγμή ‘’τι κάνεις όταν όλα γύρω σου καταστρέφονται;’’, συνειδητοποίησα ότι πρέπει να αντιδράσω και να αφηγηθώ αυτή την ιστορία μέσα από την κάμερά μου. Όσον αφορά στο μπάτζετ της ταινίας, δεν είχαμε κάτι τέτοιο στη διάθεσή μας και δεν αποκτήσαμε ποτέ. Ουσιαστικά, πολλά από τα έξοδα τα βάλαμε από την τσέπη μας ή τα βρήκαμε στην πορεία χάρη στην καλή διάθεση των επαγγελματιών στους οποίους απευθυνόμαστε, που μάλλον μας λυπόντουσαν. Αυτό όμως, δεν είχε καμία σημασία, επειδή πολύ απλά έπρεπε να κάνουμε την ταινία. Ξέραμε ότι ζούσαμε το τέλος μιας εποχής».

Η αποφασιστικότητα του αφρικανού δημιουργού δεν κάμφθηκε ούτε όταν απευθύνθηκε στην αντιπολίτευση του προέδρου Μουγκάμπε για να εξασφαλίσει μια συνέντευξή του, εισπράττοντας αρνητική απάντηση. Ο Μουγκάμπε, που έγινε παγκοσμίως γνωστός για τη διαφθορά και τα προβλήματα που προκάλεσε στην πατρίδα του, αποτέλεσε την αρχική αφορμή για το ντοκιμαντέρ του Σάκι Μαφουντίκουα. Τελικά, ο σκηνοθέτης επέλεξε να καταγράψει την καθημερινότητα των ανθρώπων της χώρας, οι ζωές των οποίων άλλαξαν δραματικά εξαιτίας της εναντίωσής τους στην κυβέρνηση. «Στη Ζιμπάμπουε μπορείς να φιλμάρεις μόνο ένα συγκεκριμένο γεγονός, για το οποίο έχεις εξασφαλίσει άδεια. Εάν, πέντε λεπτά μετά από αυτό το γύρισμα, τολμήσεις να ξαναβγάλεις την κάμερα, κινδυνεύεις να συλληφθείς και να πας κατευθείαν στη φυλακή. Αντιθέτως, όσον αφορά στο να μας μιλήσει ο κόσμος, ήταν αλλιώς τα πράγματα. Σε κάποιους εξηγούσαμε πως η ταινία δεν θα προβληθεί στη Ζιμπάμπουε, ενώ κάποιους άλλους δεν τους ένοιαζε καν να τους κινηματογραφήσουμε- μου έλεγαν χαρακτηριστικά ‘’ήδη μας έχουν σκοτώσει, τι άλλο μπορούν να μας κάνουν;’’. Από την πλευρά μας, πάντως, προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τις ισορροπίες στο ντοκιμαντέρ και να μην επιρρίψουμε ευθύνες σε κάποια συγκεκριμένη πλευρά. Άλλωστε, η αλήθεια είναι ότι εγώ προσωπικά έχω τη δυνατότητα να φύγω ανά πάσα στιγμή και να πάω στις ΗΠΑ, όμως οι συνέπειες μιας ταινίας βαραίνουν τους ανθρώπους που μένουν πίσω». Ο Σάκι Μαφουντίκουα παραδέχτηκε ότι, παρά τις αντιξοότητες, δημιούργησε την ταινία που εκείνος ήθελε και όχι αυτή που προσδοκούσαν οι δυτικοί παραγωγοί. «Επειδή υπάρχουν ορισμένα κλισέ όσον αφορά στις ταινίες από την Αφρική, οι δυτικοί παραγωγοί περιμένουν συγκεκριμένα πράγματα από τους Αφρικανούς δημιουργούς. Εμείς δεν πέσαμε σε αυτή την παγίδα. Επιθυμία μου είναι να μπορέσω να βοηθήσω και τους υπόλοιπους κινηματογραφιστές στην Ζιμπάμπουε να βρουν τον δρόμο τους, ακόμη κι αν κι εγώ ακόμη συνεχίζω να ψάχνω το δρόμο για τη δική μου ταινία», κατέληξε ο δημιουργός.

Με τη σειρά του, ο Ντερκ Σάιμον αναφέρθηκε στο παγκόσμιου βεληνεκούς ζήτημα της ανεξαρτησίας του Θιβέτ, το οποίο θίγει στο ντοκιμαντέρ του Όταν ο δράκος κατάπιε τον ήλιο, καταρρίπτοντας τον μύθο που θέλει την Κίνα να ευθύνεται αποκλειστικά για την κατάσταση. Το συγκεκριμένο θέμα απασχόλησε τον σκηνοθέτη για επτά χρόνια και, όπως υπογράμμισε στη συνέντευξη Τύπου, συνολικά συγκέντρωσε 800 ώρες κινηματογραφημένου υλικού. «Για πρώτη φορά ασχολήθηκα με αυτό το ζήτημα πριν από 15 χρόνια, δηλαδή όταν τελείωσα την σχολή κινηματογράφου. Ήδη τότε γνώριζα ότι, με την πρώτη ευκαιρία, θα έκανα αυτή την ταινία. Τελικά, βρέθηκα μέσα σε μια ιστορία η οποία εξελισσόταν συνέχεια, όπως και το ίδιο το θέμα του ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, συμβαίνει να παίρνεις την απάντηση στο ένα ερώτημά σου, αλλά ταυτόχρονα σου γεννιούνται άλλες δυο - τρεις απορίες. Τελικά, στόχος μου έγινε να φανεί μέσα από την ταινία η πάλη του σήμερα και το ερωτηματικό του αύριο», τόνισε ο δημιουργός.

Ο κόσμος στο Θιβέτ, παρόλο που ζει σε μια περίοδο έντονων ζυμώσεων αλλά ταυτόχρονα και έντονων περιορισμών, βοήθησε ιδιαίτερα τον Ντερκ Σάιμον. «Ένιωσα υποστήριξη και εκτίμηση από μέρους τους. Το να περάσω τόσο χρόνο μαζί τους ήταν για μένα προνόμιο. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ανέπτυξα ιδιαίτερες σχέσεις μαζί τους, σχέσεις που μου επέτρεψαν να κάνω τα γυρίσματά μου όπως ακριβώς ήθελα, μολονότι δεν πήρα ούτε μία άδεια από κανέναν. Βέβαια, πολλές φορές αναγκαστικά εγώ και οι συνεργάτες μου βρεθήκαμε ‘’μεταμφιεσμένοι’’ σε τουρίστες. Αντίστοιχα, για παράδειγμα, στην πλατεία Τιεν Αν Μεν είχαμε κινέζικες σημαιούλες πάνω στις μικρές μας κάμερες, ή όταν μας ρωτούσε κανείς για την ταινία λέγαμε ότι το θέμα μας είναι παντελώς άσχετο με τα πολιτικά. Ωστόσο, όλα αυτά είναι αναμενόμενα σε μια τέτοια χώρα. Ξέρετε, μιλάμε για ένα μέρος όπου υπάρχουν άλλες 50 εθνότητες, δεν είναι απλά τα πράγματα. Καταπιέζονται όλοι, ακόμα και οι Κινέζοι που διαφωνούν με το καθεστώς, πόσο μάλλον οι υπόλοιποι». Όπως παραδέχτηκε ο σκηνοθέτης, η ταινία του έχει τη δύναμη να εκνευρίσει τους πάντες. Άραγε, αυτό το γεγονός, «βαφτίζει» την προσπάθειά του ακτιβιστική; «Όταν ήμουν στην Ανατολική Γερμανία δεν προσπάθησα να αλλάξω κάτι, δεν ήξερα καν αν αξίζει τον κόπο. Δεν ξέρω αν θεωρούμαι ακτιβιστής, ωστόσο αν η ταινία μου εμπνεύσει κάποιον θα είμαι πολύ χαρούμενος. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως βλέποντας την ταινία το πιθανότερο είναι να νιώσει κανείς… ανήμπορος!», κατέληξε ο σκηνοθέτης.