ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ROCKSTEADY-OI ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΡΕΓΓΕ – ΠΑΡΚ ΜΑΡΚ –
Ο ΜΕΓΑΛΟΦΥΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΟΡΙΑ – BOXING CUBA-
Η ΑΦΡΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΟΝΟΜΑ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το μεσημέρι του Σαββάτου 20 Μαρτίου 2010 στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Στάσα Mπάντερ (Rocksteady – Οι ρίζες της ρέγγε), Μπακτάς Αμπτίν (Παρκ Μαρκ), Μπόσε Λίντκουιστ (Ο μεγαλοφυής και τα αγόρια), η σκηνοθέτιδα Ειρήνη Μιχαηλίδου και ο παραγωγός Αλέξης Πηλός (Boxing Cuba), καθώς και η σκηνοθέτιδα Ίνγκριντ Σινκλέρ και η παραγωγός Κριστίνα Λόπεζ-Παλάο (Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα).
Μιλώντας για την ταινία Η Αφρική είναι γυναικείο όνομα, την οποία υπογράφουν οι αφρικανικής καταγωγής σκηνοθέτιδες Ίνγκριντ Σινκλέρ, Μπρίτζετ Πίκερινγκ και Ουαντζίρου Κινγιαντζούι, η παραγωγός Κριστίνα Λόπεζ - Παλάο σημείωσε πως επεδίωξε να βρει τρεις διαφορετικές γυναίκες δημιουργούς για να υλοποιήσουν το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ. Η ίδια η ταινία, εξάλλου, «υμνεί» το γυναικείο φύλο, έχοντας ως πρωταγωνίστριες τρεις αξιόλογες Αφρικανές από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και επαγγελματικούς χώρους, οι οποίες αποδίδουν μια διαφορετική, πιο δυναμική όψη αναφορικά με το ρόλο της γυναίκας στη Μαύρη Ήπειρο. «Επιθυμούσα η ταινία να έχει τη ματιά γυναικών που ζούσαν στην Αφρική, έτσι ώστε να περιγράψουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα προβλήματα και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εκεί οι γυναίκες», τόνισε χαρακτηριστικά η Κριστίνα Λόπεζ - Παλάο. Από την πλευρά της, η σκηνοθέτιδα Ίνγκριντ Σινκλέρ αποκάλυψε στο κοινό ότι ζούσε στη Ζιμπάμπουε επί 20 χρόνια κάνοντας εκεί τις περισσότερες ταινίες της, ωστόσο αναγκάστηκε να μετοικήσει στη Βρετανία για πολιτικούς λόγους. Η ίδια, ακόμη και σήμερα, εξομολογήθηκε ότι νιώθει πως απειλείται από το καθεστώς της αφρικανικής χώρας. «Κάτι που δεν αναφέρεται στην ταινία είναι ότι η Αμάι Ρόζι, μια από τις πρωταγωνίστριες, εργαζόταν στο σπίτι μου και είναι γνωστή για την αντιπολιτευτική δράση της. Γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο, η γυναίκα αυτή φοβάται ότι μπορεί να είναι στόχος του καθεστώτος», σημείωσε η Ίνγκριντ Σινκλέρ. Και πρόσθεσε: «Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίσαμε, θέλαμε να δείξουμε τη μεταμόρφωση της ζωής των γυναικών προς το καλύτερο. Το πιο υπέροχο πράγμα όσον αφορά στις γυναίκες που αναλαμβάνουν ηγετικές θέσεις, είναι ότι επιδιώκουν τη συνεργασία με τους υφισταμένους τους και όχι την επιβολή των απόψεων τους».
Διαφορετικού είδους εμπόδια αντιμετώπισε ο Στάσα Μπάντερ στην προσπάθεια του να συγκεντρώσει τους πρωταγωνιστές της ταινίας Rocksteady – Οι ρίζες της ρέγγε, η οποία επικεντρώνεται στην επανένωση των θρυλικών τραγουδιστών και μουσικών της περιόδου Rocksteady. Οι καλλιτέχνες αυτοί συναντιούνται σαράντα χρόνια αργότερα για να ηχογραφήσουν ένα δίσκο με τις παλιές τους επιτυχίες και να δώσουν μια ζωντανή συναυλία όλοι μαζί στο Κίνγκστον της Τζαμάικα. Στη συνέντευξη Τύπου, ο σκηνοθέτης εξήγησε ότι οικονομικοί λόγοι είχαν οδηγήσει τους παλιούς μουσικούς να αναζητήσουν εργασία μακριά από τη Τζαμάικα. «Ήταν δική μου ιδέα να τους συγκεντρώσω όλους μαζί, διότι πιστεύω ότι αυτή η μουσική έπρεπε να κινηματογραφηθεί ως κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η Ελλάδα διαθέτει μνημεία - θησαυρούς της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ωστόσο η μουσική είναι κάτι άυλο και μπορείς μόνο να το αποτυπώσεις στο φιλμ. Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ δεν είχαν γράψει ή παίξει μουσική για περίπου σαράντα χρόνια, ενώ άλλοι έκαναν διεθνή καριέρα ή έπαιζαν περιστασιακά σε μπαρ. Γενικά, υπήρχαν μεγάλες αντιθέσεις μεταξύ τους, αλλά κατάφεραν να συμφιλιωθούν πολύ γρήγορα», σημείωσε ο σκηνοθέτης. Απαντώντας στην ερώτηση γιατί επέλεξε να αναδείξει τη μουσική της περιόδου Rocksteady, ο κ. Μπάντερ τόνισε ότι το συγκεκριμένο είδος αποτέλεσε τη βάση για την άνθιση της ρέγγε. «Στην αφροαμερικάνικη κοινωνία τα τραγούδια λειτουργούν όπως οι εφημερίδες. Στέλνουν μηνύματα, διηγούνται την ιστορία της Τζαμάικα και των ανθρώπων της, μιλούν για την ανεργία, τη φτώχεια, τις συμμορίες, την πολιτική, τη φιλοσοφία. Όλα αυτά που αποτυπώθηκαν μέσα από τη μουσική εκείνης της εποχής, έθεσαν τις βάσεις για το κίνημα της ρέγγε», υπογράμμισε. Ερωτώμενος σχετικά με τον αφηγητή της ταινίας, ο σκηνοθέτης είπε πως ο συγκεκριμένος ήταν μια τελευταία προσθήκη στο σενάριο: «Ξέρετε, οι ντοκιμαντερίστες δουλεύουν με το υλικό που έχουν μπροστά τους. Στα γυρίσματα, λοιπόν, εμείς είχαμε ένα φύλακα - άγγελο ο οποίος μας ξεναγούσε, μας πήγαινε όπου θέλαμε, γνώριζε όλη την ιστορία. Πρόκειται για έναν γοητευτικό και έξυπνο άνθρωπο, για τον οποίο πολύ απλά σκέφτηκα ‘’γιατί να μην τον κάνω αφηγητή’’;».
Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης Μπόσε Λίντκουιστ μιλώντας για την ταινία του Ο μεγαλοφυής και τα αγόρια, επεσήμανε ότι η αποκάλυψη για την παιδοφιλία του διάσημου νομπελίστα επιστήμονα Κάρλτον Γκάιντουσεκ, ήταν ένα γεγονός που ήρθε στο φως κατά τη διάρκεια της έρευνάς του για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ που αφορά σε αυτόν τον άνθρωπο. «Δεν είχα ιδέα για την παιδεραστία του Κάρλτον Γκάιντουσεκ. Ερευνούσα το έργο του και διάβασα στα ημερολόγια του για μια ανεξερεύνητη περιοχή της Νέας Γουινέας, όπου ο ίδιος συνοδεύονταν από μια ομάδα 20 αγοριών. Ήταν ο μόνος λευκός δυτικός στην περιοχή και αυτό μου κίνησε την περιέργεια. Ο Κάρλτον Γκάιντουσεκ είχε ένα γραμμόφωνο και άκουγε Μότσαρτ μέσα στη ζούγκλα, ήταν γενικά περίεργος άνθρωπος», τόνισε ο δημιουργός. Το διττό πρόσωπο του χαρισματικού επιστήμονα και του παιδεραστή ήταν κάτι που απασχόλησε τον ντοκιμαντερίστα καθ’ όλη την ταινία: «Όταν εξακρίβωσα την παιδοφιλία του, ήθελα να σταματήσω. Προσπάθησα να βρω εξηγήσεις και στοιχεία ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια, διότι πραγματικά τον είχα συμπαθήσει. Ήταν πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσω πώς ένας τόσο έξυπνος και εκπληκτικός άνθρωπος έκανε κάτι τόσο φρικτό». Αν και στην ταινία φαίνεται ότι τα γυρίσματα ήταν σύντομης διάρκειας, ωστόσο, όπως διευκρίνισε ο σκηνοθέτης, το ντοκιμαντέρ ολοκληρώθηκε έπειτα από επτά χρόνια και 20 συνεντεύξεις με τον ίδιο τον Κάρλτον Γκάιντουσεκ, καθώς και με ανθρώπους που τον συναναστράφηκαν στην παιδική τους ηλικία. «Με τον Γκάιντουσεκ συναντιόμασταν πάντα σε ανιαρές αίθουσες που “μύριζαν” επιστήμη. Ο ίδιος υποφέρει από διάφορες τροπικές αρρώστιες και στην αρχή δεν ήταν πειστικός στις απαντήσεις του. Ήταν υπερβολικός, ισχυριζόταν ότι είχε σχέσεις με 500 αγόρια σε όλη του τη ζωή και ότι μόνο 6 ή 7 από αυτά τον κατηγόρησαν, έπειτα από προτροπή των γονιών τους. Φυσικά και δεν τον πίστευα, κανείς δεν τον πίστεψε», σημείωσε ο δημιουργός.
Στο ντοκιμαντέρ Παρκ Μαρκ ο ντοκιμαντερίστας Μπακτάς Αμπτίν ακολουθεί τον άστεγο ναρκομανή Μαρκ στους σκοτεινούς δρόμους της Τεχεράνης. Ο πρωταγωνιστής μοιράζεται με τον θεατή το ενδιαφέρον παρελθόν του ως εμπόρου ναρκωτικών, ως πατέρα αλλά και ως πλούσιου κατοίκου των ΗΠΑ. Στη συνέντευξη Τύπου, ο σκηνοθέτης δήλωσε πως αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες μέχρι να ολοκληρώσει την ταινία: «Ο Μαρκ ήταν άστεγος, είχε μπλεξίματα με την αστυνομία, τον βασάνιζαν, είναι εθισμένος στα ναρκωτικά και πολλές φορές μας είπε ότι δεν ήθελε να συμμετέχει στο ντοκιμαντέρ. Ωστόσο, προσπάθησα να του αποδείξω ότι έπρεπε να δείξει στον κόσμο πώς ήταν η ζωή του». Όπως εξήγησε ο σκηνοθέτης, όταν ο Μαρκ είδε την ταινία σε ιδιωτική προβολή, ενθουσιάστηκε. «Τώρα είναι στη φυλακή και μάλιστα… δίνει τον αριθμό του κινητού μου τηλεφώνου στους συγκρατούμενους του, διότι δεν τον πιστεύουν ότι πρωταγωνίστησε σε μια ταινία, με αποτέλεσμα εκείνοι να με παίρνουν τηλέφωνο για να το επιβεβαιώσουν», σημείωσε χαρακτηριστικά. Προκειμένου να φέρει σε πέρας το ντοκιμαντέρ, ο Μπακτάς Αμπτίν χρησιμοποίησε, όπως είπε, μια μεγάλη ομάδα τεχνικών, ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να εξασφαλίσει επίσημη άδεια από την αστυνομία. «Σε πολλές περιπτώσεις, αναγκάστηκα να κρατάω την κάμερα στο χέρι χωρίς να είναι παρόντες άλλοι οπερατέρ. Κάθε φορά που με πλησίαζαν οι αστυνομικοί τους έδειχνα μια ψεύτικη άδεια που είχα μαζί μου, διότι δεν πήραμε ποτέ επίσημη έγκριση από τις αρχές», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.
Για χάρη της ταινίας Boxing Cuba η σκηνοθέτιδα Ειρήνη Μιχαηλίδου και ο παραγωγός Αλέξης Πηλός ταξίδεψαν στην Κούβα προκειμένου, όπως εξήγησαν, να καταδείξουν μέσα από το άθλημα της πυγμαχίας την αντίσταση του κουβανικού λαού. «Το 1962, ο Φιντέλ Κάστρο απαγόρευσε μια σειρά επαγγελματικών αθλημάτων, όπως το μποξ, με αποτέλεσμα οι αθλητές που συμμετείχαν σε πρωταθλήματα και Ολυμπιακούς Αγώνες να είναι ερασιτέχνες. Το άθλημα της πυγμαχίας ήταν ένα μέσο για να δείξουμε την αντίσταση του λαού της Κούβας, η οποία, αν και εξασθενεί, ωστόσο υφίσταται ακόμη», σημείωσε η κ. Μιχαηλίδου. Τα γυρίσματα της ταινίας, όπως εξήγησε η σκηνοθέτιδα, έληξαν με την αναγκαστική επιστροφή των συντελεστών στην Ελλάδα. «Στην Κούβα, κανείς δεν μπορεί να εκφράζεται ανοιχτά κατά του Κάστρο. Έτσι, όταν τηλεφωνήσαμε σε ορισμένους ανθρώπους οι οποίοι ήταν εναντίον της πολιτικής του ηγέτη της χώρας, το επόμενο πρωί μας πήραν τα διαβατήρια και το ίδιο βράδυ βρισκόμασταν ήδη στην πτήση για Ελλάδα. Επίσης, να σημειώσουμε ότι τα τηλέφωνα φυσικά παρακολουθούνταν», συμπλήρωσε η κ. Μιχαηλίδου. Και πρόσθεσε: «Στα διαβατήρια μας, δεν υπάρχει σφραγίδα από την Κούβα. Δεν φαίνεται, δηλαδή, ότι πήγαμε στη χώρα και δεν ξέρω αν μπορούμε να την επισκεφθούμε ξανά». Από την πλευρά του, ο παραγωγός του ντοκιμαντέρ Αλέξης Πηλός παρατήρησε σχετικά: «Οι λίγες ημέρες παραμονής στην Κούβα δυσκόλεψαν την παραγωγή της ταινίας. Τα γυρίσματα κράτησαν πέντε – έξι μέρες από τις δώδεκα συνολικά που βρεθήκαμε στη χώρα».