12ο ΦΝΘ: Παρουσίαση βιβλίου «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» του Παύλου Θ. Κάγιου

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΚΑΙ ΜΕ ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΘΑ ΒΛΕΠΩ» ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ Θ. ΚΑΓΙΟΥ

Η παρουσίαση του τέταρτου μυθιστορήματος του δημοσιογράφου και συγγραφέα Παύλου Θ. Κάγιου με τίτλο «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω», πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 20 Μαρτίου 2010 στον Ιανό, στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Την εκδήλωση άνοιξε με ομιλία του ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης, ο οποίος εξέφρασε τη χαρά του για το γεγονός ότι για δεύτερη φορά έπειτα από πέντε χρόνια λαμβάνει χώρα παρουσίαση βιβλίου του Παύλου Θ. Κάγιου στο πλαίσιο της διοργάνωσης, ενώ επίσης χαρακτήρισε τον δημιουργό ως φίλο του Φεστιβάλ. «Χαίρομαι ιδιαίτερα για την παρουσίαση του τέταρτου βιβλίου του Παύλου, διότι ξέρω ότι αυτό το μυθιστόρημα έχει ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν. Είναι το πιο προσωπικό του βιβλίο, με αυτό ταξιδεύει στις ρίζες του και διηγείται την συγκινητική ιστορία της ζωής των γονιών του. Ουσιαστικά, πρωταγωνιστές είναι όλοι οι καθημερινοί άνθρωποι, η ιστορία των οποίων δεν καταγράφεται πουθενά και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο αξίζει να το διαβάσουμε» επεσήμανε ο κ. Εϊπίδης.

Μιλώντας για το βιβλίο, η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Μουζάκη, τόνισε χαρακτηριστικά: «Πρόκειται για ένα σπαραχτικό βιβλίο, το οποίο πραγματικά με συγκλόνισε. Μου προκάλεσε βαθιά συγκίνηση και με έκανε να νιώσω αλλιώς με τους ανθρώπους γύρω μου».

Πρωταγωνιστές του βιβλίου «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» είναι ο Θόδωρος και η Βάσω, οι γονείς του συγγραφέα, η ιστορία των οποίων ξετυλίγεται από την παιδική τους ηλικία, κατά την μετεμφυλιακή εποχή - οπότε και ερωτεύτηκαν - μέχρι και την κοινή τους πορεία στην μετέπειτα ζωή τους. Μιλώντας για το μυθιστόρημα, ο Παύλος Θ. Κάγιος το χαρακτήρισε ως «ένα προσκύνημα στις ρίζες της ύπαρξής του». Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, τόνισε επίσης: «Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στους γονείς μου. Δεν είναι η αυτοβιογραφία τους, ούτε η αυτοβιογραφία μου. Είναι το δικό μου σύμπαν. Αυτό το ένα και μοναδικό που κρύβουμε όλοι μέσα μας, το ανεπανάληπτο. Με το βιβλίο αυτό επέστρεψα εκεί που ανήκω. Είναι η ιστορία μιας οικογένειας η οποία πότισε με ιδρώτα και αίμα το χώμα που πάτησε στο πέρασμά της. Της κάθε άσημης, κυνηγημένης και ευλογημένης οικογένειας σε μια Ελλάδα 80 χρόνων».

Στο πλαίσιο της βιβλιοπαρουσίασης, προβλήθηκε ένα φιλμ μικρού μήκους, σε επιμέλεια του σκηνοθέτη Μάνου Ευστρατιάδη. Σε αυτό παρουσιάστηκαν ιστορικά γεγονότα τα οποία περιγράφονται μέσα στο βιβλίο, καθώς και η ζωή των δυο πρωταγωνιστών, μέσα από αποσπάσματα ταινιών. Στην εκδήλωση, τόσο για το βιβλίο όσο και για τον συγγραφέα μίλησαν επίσης ο Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Φοίβος Γκικόπουλος, καθώς και ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης, ενώ αποσπάσματα του μυθιστορήματος διάβασε η δημοσιογράφος Μαρία Κουφοπούλου.

Ο Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Φοίβος Γκικόπουλος, χαρακτήρισε το μυθιστόρημα ως «συμπαγές και σφαιρικό», τονίζοντας ότι η χρονική περίοδος στην οποία αναφέρεται λειτουργεί ως πρόκληση για τον αναγνώστη. «Η επιστροφή στις οικογενειακές απαρχές προσλαμβάνει ένα ιδιαίτερο νόημα, ένα είδος “ψυχανάλυσης πριν από την ψυχανάλυση”. Η ιστορία, προκειμένου να καταστεί σημαντική, πρέπει να επανακτήσει το παρελθόν: όλα διατηρούνται και κάθε λέξη έχει βαθιές ρίζες, διατηρεί τη μνήμη της πρώτης φοράς που ειπώθηκε. Ήταν αναγκαία μια διεργασία υπομονής και θάρρους για να ξαναφέρει ο συγγραφέας στο φως ένα τοπίο θαμμένο από τον χρόνο και από τις λαθεμένες επιλογές» σημείωσε ο κ. Γκικόπουλος.

Ο σκηνοθέτης και φίλος του Παύλου Θ. Κάγιου, Δήμος Αβδελιώδης, ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που διάβασαν το μυθιστόρημα στην αρχική του μορφή. «Το πόνημα αυτό ομολογεί στον αναγνώστη πράγματα που σχετίζονται με την βιωματική ιστορία του τόπου. Αποτελεί ουσιαστικά την ανάλυση μιας ιστορίας, η οποία πραγματικά μας συνέβη και έχει περάσει στη μνήμη μας, ασχέτως αν την έχουμε ξεχάσει. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια λογοτεχνική ταινία, η οποία προσθέτει κάτι σε μια πραγματική γνώση, την οποία πρέπει να ξαναθυμηθούμε», σημείωσε ο σκηνοθέτης.