ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ – ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΚΟΡΙΤΣΙΑ –
ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το μεσημέρι του Σαββάτου 20 Μαρτίου 2010 στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Έιμι Χάρντι (Η άκρη του ονείρου), Ντάβιτ Κινσέλα (Σκοτώνοντας κορίτσια) και Χένρι Σίνγκερ (Το αίμα του ρόδου).
Οι τρεις ταινίες μοιράζονται έναν κοινό θεματικό άξονα: τη σχέση μεταξύ ονείρου και εφιάλτη. Η ιστορία της αξιόλογης ζωής και του βίαιου θανάτου της κινηματογραφίστριας και ακτιβίστριας Τζόουν Ρουτ αποτελεί το κεντρικό θέμα του ντοκιμαντέρ Το αίμα του ρόδου που σκηνοθέτησε ο Χένρι Σίνγκερ. Το όνειρο της Ρουτ να διασώσει ένα σημαντικό υγροβιότοπο της Κένυας, ο οποίος όμως χρησιμοποιείται από τη μεγαλύτερη βιομηχανία παραγωγής λουλουδιών στη χώρα, μετατράπηκε σε εφιάλτη που, όπως όλα δείχνουν, κόστισε την ίδια της τη ζωή. Πρόκειται για μια δολοφονία – μυστήριο, για την οποία ο δημιουργός επεσήμανε: «Δεν είμαι ντετέκτιβ, ούτε θέλησα να γίνω κάνοντας αυτή την ταινία, απλά με ενδιέφερε να αποδώσω μια δυνατή αφήγηση. Όταν ξεκίνησα να ασχολούμαι με το θέμα, σύσσωμος ο ευρωπαϊκός Τύπος ήταν πολύ επικριτικός όσον αφορά στην βιομηχανία των λουλουδιών. Στην Κένυα, η οποία αποτελεί την τρίτη χώρα παγκοσμίως στην παραγωγή λουλουδιών, συμβαίνουν πολλά καλά και πολλά κακά εξαιτίας αυτής της δραστηριότητας. Από τη μια μεριά, η συγκεκριμένη βιομηχανία προσφέρει δουλειά σε πολλούς φτωχούς εργάτες, αλλά από την άλλη η εκμετάλλευσή τους έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις». Επίσης, ο σκηνοθέτης παραδέχτηκε: «Εγώ ανακάλυψα κάπως αργά όλες τις πτυχές του συγκεκριμένου θέματος, το οποίο σημειωτέον είχε γίνει μέχρι και κεντρικό θέμα στο περιοδικό Vanity Fair, ενώ παράλληλα βρίσκεται στα σκαριά και μια ταινία μυθοπλασίας για την Τζόουν Ρουτ με πρωταγωνίστρια την Τζούλια Ρόμπερτς. Παρόλο, όμως, που η συγκεκριμένη ιστορία έγινε τόσο δημοσιογραφικό θέμα όσο και σενάριο για χολιγουντιανή ταινία, για εμένα η αντιμετώπισή της είναι διαφορετική. Άλλωστε και η ίδια η Ρουτ, όπως όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι, υπήρξε πολυδιάστατη ως προσωπικότητα και η αλήθεια της είναι πολύ πιο πολύπλοκη. Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν θα χαρακτήριζα το ντοκιμαντέρ μου ως ‘’πράσινο’’, υπό την οικολογική έννοια του όρου, αλλά ως μια ταινία για την Τζόουν Ρουτ».
Στο ντοκιμαντέρ Σκοτώνοντας κορίτσια ο σκηνοθέτης Ντάβιτ Κινσέλα διεισδύει στα άδυτα μιας κλινικής στη Ρωσία, η οποία ειδικεύεται σε αμβλώσεις για εγκυμοσύνες σε προχωρημένο στάδιο. Μέσα από αυτή τη σοκαριστική ιστορία, χαρτογραφεί τις συνθήκες διαβίωσης, τα διλήμματα και τις επιλογές ζωής της νέας γενιάς της χώρας. Στη συνέντευξη Τύπου, ο δημιουργός τοποθετήθηκε, μεταξύ άλλων, και για τη σχέση μεταξύ ταινιών τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Θέλω να προκαλώ το κοινό, θέλω οι άλλοι να αποκομίζουν μέσα από το έργο μου ακριβώς αυτό που δεν περιμένουν. Σιχαίνομαι να είμαι βαρετός και νομίζω ότι έχω ως υπόβαθρο τις ταινίες μυθοπλασίας. Σκέφτομαι ότι αν κάποιος θέλει να διηγηθεί μια πραγματική ιστορία, γιατί δεν γράφει ένα βιβλίο; Αλλά, από την άλλη, επειδή είμαι δυσλεξικός δεν μπορώ καθόλου τα βιβλία, οπότε ιδού…». Το ντοκιμαντέρ Σκοτώνοντας κορίτσια αποτελεί το μέρος μιας τριλογίας του σκηνοθέτη με θέμα τη γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε μετά την Περεστρόικα. Ο ίδιος τόνισε: «Αυτό που έζησα κάνοντας την ταινία ήταν πρωτόγνωρο, σαν να βλέπω έναν εφιάλτη. Δεδομένου του ότι ήταν δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τα όλα όσα εκτυλίσσονται με τις εκτρώσεις, προσπάθησα να χρησιμοποιήσω κάθε δυνατή κινηματογραφική τεχνική ώστε να διευκολύνω τον θεατή στο να δει την ιστορία. Το πέτυχα με την χρήση αυτής της πολύ όμορφης μελαγχολικής μουσικής, με τα ασπρόμαυρα πλάνα, αλλά και μέσα από γρήγορο, αργό και πάλι γρήγορο μοντάζ. Ωστόσο, είναι τέτοιο το θέμα που πολλές γυναίκες δεν πιστεύουν ότι αυτή η ταινία έχει γυριστεί από άνδρα». Ερωτώμενος σχετικά με το πώς εξασφάλισε την άδεια για να κινηματογραφήσει το ευαίσθητο αλλά και ταυτόχρονα φρικτό θέαμα του ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης ανέφερε χαρακτηριστικά: «Είναι περίεργο, αλλά στη Ρωσία ή θα έχεις πρόσβαση σε όλα ή σε τίποτα. Το θέμα της άδειας λύθηκε σχεδόν ως ‘’δια μαγείας’’. Η διευθύντρια του νοσοκομείου μου είπε, πολύ απλά: ‘‘Βλέπω στα μάτια σου ότι έχεις καλή καρδιά. Τι μπορούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε;’’».
Η σκηνοθέτιδα Έιμι Χάρντι κατέγραψε τον προσωπικό της εφιάλτη στο ντοκιμαντέρ Η άκρη του ονείρου. Με αφετηρία ένα όνειρο που είδε και το οποίο της διαμήνυε ότι θα πεθάνει όταν γίνει 48 χρονών, η ταινία ακολουθεί κάθε βήμα εκείνης της χρονιάς, ψηλαφώντας τη ζωή και το θάνατο στο πλαίσιο της οικογένειας της δημιουργού, η ευτυχία της οποίας απειλείται ολοένα και περισσότερο καθώς το όνειρο φαίνεται πως γίνεται πραγματικότητα. Μέσα από το πρίσμα του χιούμορ, της επιστήμης και των διαπροσωπικών σχέσεων, η ηρωίδα - Έιμι προσπαθεί να καταλάβει τι της συμβαίνει, σε ένα κινηματογραφικό ταξίδι που εξυμνεί τη δίψα για ζωή. Η ίδια η σκηνοθέτιδα επεσήμανε σχετικά: «Όταν αρρώστησα, όταν κατέρρευσαν οι πνεύμονές μου και φοβήθηκα πως το όνειρό μου ότι θα πεθάνω μπορεί να βγει αληθινό, η λογική δεν με βοήθησε. Σε εκείνο το σημείο χρειαζόμουν κάτι άλλο. Έμαθα αργότερα, λοιπόν, ότι ένας ανθρωπολόγος του 17ο αιώνα ο οποίος είχε ζήσει μαζί με Ινδιάνους, όταν εκείνοι έβλεπαν ένα κακό όνειρο τους έβαζε το πρωί να κάνουν την αναπαράστασή του. Έτσι, κατά μια έννοια ήταν σαν να αφαιρούσε το ‘’κεντρί’’ από το ‘’τσίμπημα’’. Κάπως έτσι νομίζω ότι λειτούργησε η ταινία και για εμένα». Στην ερώτηση κατά πόσο εξακολουθεί να θεωρεί ότι προτάσσει τη λογική της σε σχέση με τις μεταφυσικές της ανησυχίες, η Έιμι Χάρντι απάντησε: «Είμαι ακόμη πολύ λογική, απλά δίνω έντονες μάχες και τα όρια του κόσμου μου έχουν διευρυνθεί. Δεν έχω τόσα όνειρα πια, αλλά όταν βλέπω, ξέρω ότι συνήθως είναι προφητικά. Η επόμενη ταινία μου θα αφορά σε αυτή την θεραπεία που σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί από την ιατρική επιστήμη, η οποία μοιάζει να έχει πάρει διαζύγιο από την θεραπεία γενικότερα».