51ο ΦΚΘ: Ανοιχτοί Ορίζοντες

51ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
3-12 Δεκεμβρίου 2010


ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Από την ταινία The tree της Τζούλι Μπερτουτσέλι

Το παράλληλο τμήμα που συνδέθηκε με τη διεθνοποίηση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και προσκάλεσε τους σινεφίλ στα ενδότερα της ανεξάρτητης κινηματογραφικής σκηνής, ανανεώνεται και επιστρέφει στη διοργάνωση, κάνοντας πρεμιέρα στο 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης, αναβιώνει και επαναφέρει το πολύ επιτυχημένο παράλληλο τμήμα του θεσμού, «Νέοι Ορίζοντες» που διηύθυνε από το 1992 ως το 2005, με το νέο τίτλο «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Με νέο στίγμα και προσανατολισμό, με πνεύμα διερευνητικό και διάθεση διαρκούς αυτοανανέωσης, η ενότητα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» συμπορεύεται με την τρέχουσα κινηματογραφική πραγματικότητα και ανακαλύπτει τάσεις και δημιουργούς που επανεφεύρουν την πρώτη ύλη του κινηματογράφου.

Μέσα από ένα πρόγραμμα πολυσυλλεκτικό, οι «Ανοιχτοί Ορίζοντες» προτείνουν ταινίες, με υφολογική ποικιλία και εκφραστικό πλούτο, που καθρεφτίζουν ένα ευάλωτο κομμάτι της κοινωνίας, όπως είναι οι έφηβοι ή τα παιδιά, στοχάζονται πάνω στις σύγχρονες εκφάνσεις των αντιθέσεων και των ανισοτήτων, αναδημιουργούν τα θεμελιώδη στοιχεία της ανθρώπινης πραγματικότητας. Θεματική τόλμη, εικαστική αρτιότητα και πρωτοτυπία οριοθετούν το προφίλ του προγράμματος που συστήνει στο κοινό της 51ης διοργάνωσης ο κ. Δημήτρης Εϊπίδης.

Ο ιρανός δημιουργός Ράφι Πιτς/Rafi Pitts επιστρέφει στο κινηματογραφικό προσκήνιο με την ταινία The hunter, «μια καφκικών διαστάσεων κατάσταση παγκόσμιου βεληνεκούς», όπως επισημαίνει ο ίδιος. Ο κεντρικός ήρωας, τον οποίο υποδύεται ο σκηνοθέτης, μετατρέπεται σε συμβολικό επίκεντρο των πολιτικών αντιθέσεων του Ιράν, όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια φρικτή απώλεια και παγιδεύεται τόσο στην ανεπάρκεια των κρατικών θεσμών, όσο και ανάμεσα στο αφιλόξενο άστυ και την απόκοσμη ενδοχώρα. Με μελετημένο σασπένς και βλοσυρό ρεαλισμό, η ταινία, η οποία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου πριν την επανεκλογή του Αχμαντινετζάντ, επιτυγχάνει μέσα από μια ιστορία αυτοδικίας να σχολιάσει δηκτικά την σύγχρονη πολιτική κατάσταση στο Ιράν, έναν τόπο όπου οι ρόλοι κυνηγού και θηράματος παραμένουν επικίνδυνα ασαφείς.

Νεανική φρεσκάδα χαρακτηρίζει το ατμοσφαιρικό ντεμπούτο της Ζέινα Ντούρα/Zeina Durra, The imperialists are still alive!, στο οποίο η δημιουργός ζωντανεύει την καθημερινότητα της αραβικής –και όχι μόνο- διασποράς στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα σαρκάζει την τρομοκρατική παράνοια που επικρατεί στη χώρα μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Η ηρωίδα της ταινίας, την οποία υποδύεται η βραβευμένη Ελοντί Μπουσέ, εκπροσωπεί -όπως και η ίδια η σκηνοθέτιδα-, την πρώτη γενιά μεταναστών από τη Μέση Ανατολή. Πρόκειται για μια απελευθερωμένη γυναίκα που έχει ανατραφεί στην Ευρώπη και ζει στις ΗΠΑ ανάμεσα σε ένα πολυπολιτισμικό ανθρώπινο μωσαϊκό, και αισθάνεται σαν πολίτης του κόσμου. Η ταινία αποδομεί με σαρκαστικό χιούμορ τα φυλετικά στερεότυπα, προβάλλει τη διαφορετικότητα και, εν τέλει, αντικατοπτρίζει με σαφήνεια, μέσα από εκλεπτυσμένη ρετρό αισθητική, όλες τις εκφράσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, με κοινούς τόπους την πολιτική, τον έρωτα και την τέχνη.

Η ταινία Womb σηματοδοτεί την κινηματογραφική επάνοδο του αυτοδίδακτου ούγγρου σκηνοθέτη Μπένεντεκ Φλιγκάουφ/Benedek Fliegauf, αποτελώντας την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του. Ένα ατύχημα χωρίζει ένα ερωτευμένο ζευγάρι, αλλά η γυναίκα, αδύναμη να αντέξει την απώλεια, αποφασίζει να κυοφορήσει τον κλώνο του αγαπημένου της. Διατηρώντας μια απόσταση από το πρότερο πειραματικό του στυλ, αλλά παραμένοντας ακριβής, μίνιμαλ και ουσιώδης, ο δημιουργός χτίζει μια φουτουριστικού τύπου οιδιπόδεια ερωτική ιστορία με αίσθηση μυστηρίου και υπόγεια σαρκική ένταση. Στην ταινία, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο Κριστόφ Κισλόφσκι για καλύτερο σενάριο από την ανατολική και κεντρική Ευρώπη στο φεστιβάλ Κανών, πρωταγωνιστούν η Εύα Γκριν και ο ανερχόμενος Ματ Σμιθ.

Σε διαφορετικό κλίμα κινείται η γαλλική κωμωδία Mammuth των Γκουστάβ ντε Κερβέρν/Gustave de Kervern και Μπενουά Ντελεπίν/Benoit Delepine. Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, καθηλώνει στο ρόλο ενός 60χρονου που, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, αναγκάζεται να αναζητήσει για γραφειοκρατικούς λόγους, τους πρώην εργοδότες του. Αποτέλεσμα, ένα αναπάντεχα ποιητικό, νοσταλγικό road trip στο παρελθόν του ήρωα, εφαλτήριο αυτογνωσίας και αναθεώρησης της ζωής. Αυθεντικά αστεία και συναισθηματική, με αισθητική 70s, η ταινία στηρίζεται στο κωμικό, πολιτικά ανορθόδοξο συγγραφικό στυλ των δημιουργών της και αξιοποιεί σοφά την αφρόκρεμα της γαλλικής σκηνής (Ιζαμπέλ Ατζανί, Άννα Μουγκλαλίς).

Έναν συνομήλικο χαρακτήρα σε μια «αποστολή»-άθλο ενσαρκώνει και ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ στην μαύρη κωμωδία A somewhat gentle man του Χανς Πέτερ Μόλαντ/Hans Petter Moland, την τρίτη συνεργασία των δυο τους μετά τα Zero Kelvin και Aberdeen. Κεντρικός ήρωας, ένας άνδρας που, έπειτα από την αποφυλάκισή του, προσπαθεί να επανενταχθεί σε μια πιο ήσυχη ζωή, σε μια βιομηχανική περιοχή του Όσλο. Η ταινία, με επιρροές από την σκανδιναβική μινιμαλιστική παράδοση της τραγικωμωδίας, το φιλμ νουάρ, αλλά και το σινεμά των αδελφών Κοέν, προτείνει ένα απολαυστικό, άψογα ενορχηστρωμένο γκροτέσκ χιούμορ. Ψυχρά χρώματα -αντιπροσωπευτικά της αποστασιοποίησης και της αβεβαιότητας του πρωταγωνιστή-, συμπληρώνουν ένα ευφυές σκηνοθετικό στυλ που δεν αναιρεί την παραξενιά και την ανθρωπιά των αλλόκοτων χαρακτήρων. Η ταινία τιμήθηκε με το βραβείο κοινού της Berliner Morgenpost στο φεστιβάλ Βερολίνου και ήταν η πρώτη νορβηγική ταινία που συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα της διοργάνωσης μετά από 15 χρόνια.

Με φόντο το αχανές, σκληροτράχηλο τοπίο του Αρκτικού Κύκλου, η ταινία How I ended this summer του Αλεξέι Ποπογκρέβσκι/Alexei Popogrebsky καταγράφει την αφόρητη ρουτίνα ενός καταθλιπτικού ρωσικού μετεωρολογικού σταθμού, όπου συνυπάρχουν –όχι και τόσο αρμονικά- ο αυστηρός Σεργκέι και ο απερίσκεπτος νεαρός Πάβελ (οι ηθοποιοί Σεργκέι Πουσκεπάλις και Γκριγκόρι Ντομπριγίν μοιράστηκαν την Αργυρή Άρκτο ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ Βερολίνου). Όταν ο Πάβελ αδυνατεί να μεταφέρει ένα κρίσιμο μήνυμα που προορίζεται για τον Σεργκέι, η εχθρική ατμόσφαιρα μεταξύ τους ανατρέπει κάθε δεδομένο και το παγωμένο τοπίο γίνεται μια ζωντανή απειλή. Ένας υπαρξιακός εφιάλτης που μετατρέπεται σε ψυχολογικό θρίλερ και ξετυλίγεται με αργούς ρυθμούς, αφηγηματική ένταση και αισθητική ποιότητα.

Οι θρύλοι και οι παραδόσεις, ο ερωτισμός και η θνητότητα συναντιούνται μοναδικά στην ταινία Silent souls του Αλεξέι Φεντορτσένκο/Alexei Fedorchenko, ένα λυρικό παραμύθι-ρέκβιεμ με ντελικάτη αφήγηση, που εκτυλίσσεται σαν ένα εθνογραφικό οδοιπορικό με φόντο τη ρωσική στέπα, στα χνάρια του σινεμά των Ταρκόφσκι και Παρατζάνοφ. Δυο άντρες ξεκινούν ένα ταξίδι για να τελέσουν την ταφή της γυναίκας του ενός, με βάση τα έθιμα της σχεδόν εξαφανισμένης φυλής των Μέρια, όπου ανήκουν. Μυστικισμός και ελεγειακός τόνος, ατμοσφαιρική φωτογραφία και έντονο πνευματικό στοιχείο, συνθέτουν ένα συγκινητικό δράμα για την αγάπη, την απώλεια και την ταυτότητα, που απέσπασε τρία βραβεία στο φεστιβάλ Κανών: Ozella για καλύτερη φωτογραφία, FIPRESCI και Nazareno Taddei.

H πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Ρομέν Γαβρά/Romain Gavras, γιου του Κώστα Γαβρά, με τίτλο Notre jour viendra, είναι μια άκρως προκλητική σπουδή επάνω στο ρατσισμό, τη βία και τις ταξικές ανισότητες. Ο νεαρός δημιουργός επιχειρεί ένα απρόβλεπτο σχόλιο για τις μειονότητες, χρησιμοποιώντας σύμβολα για την περιθωριοποίηση λόγω φυλετικών χαρακτηριστικών. Οι δυο ήρωες της ταινίας, ο «μέντορας» και ο «μαθητής» (στους ρόλους ο Βενσάν Κασέλ και ο Ολιβιέ Μπαρτελεμί) βλέποντας πως δεν έχουν θέση στην σύγχρονη Γαλλία, αναζητούν έναν τόπο όπου θα μπορέσουν να ιδρύσουν μια νέα κοινωνία «στα μέτρα τους». Η καταπίεση και η αυταπάτη τους για την απόλυτη ελευθερία μέσα σε έναν κόσμο αμφίβολης ηθικής θα τους οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές. Ο Ρομέν Γαβράς είχε πειραματιστεί με το προβοκατόρικο εύρημα της ταινίας του, λίγους μήνες πριν και στο βιντεοκλίπ του κομματιού «Born free» της M.Ι.Α. προξενώντας αντιδράσεις για το βίαιο περιεχόμενό του.

Μια διορατική, ανθρώπινη ματιά σε ένα απομονωμένο χωριό του Κιργιστάν, που παραπαίει ανάμεσα στον μοντερνισμό και την παράδοση, συνιστά η ταινία The light thief του βραβευμένου σκηνοθέτη Ακτάν Κουμπάτ/Aktan Kubat, ο οποίος και πρωταγωνιστεί. Κεντρικό πρόσωπο, ένας απλοϊκός και καλόκαρδος ηλεκτρολόγος που λειτουργεί σαν μικρός Θεός σε κάθε περίσταση, και ονειρεύεται να προσφέρει σε όλους τους κατοίκους δωρεάν ρεύμα με αιολική ενέργεια. Η ταινία αποτελεί μια πολιτική αλληγορία που καυτηριάζει όλα τα προβλήματα του Κιργιστάν -διαφθορά, νεποτισμό, αποτελματωμένη οικονομία- κατά την διαδικασία εκδημοκρατισμού της χώρας. Ένα μείγμα ποίησης, αφέλειας και ντοκιμαντέρ, με αργούς αφηγηματικούς ρυθμούς και λεπτή, κωμικοτραγική αίσθηση.

Στην άλλη άκρη της υδρογείου και συγκεκριμένα στην Αυστραλία, διαδραματίζεται μια τρυφερή ιστορία με πρωταγωνιστές ένα μικρό κορίτσι που συνομιλεί με ένα δέντρο, πεπεισμένη ότι πρόκειται για τον πρόσφατα χαμένο πατέρα της. Βασισμένη στο δημοφιλές αυστραλιανό μυθιστόρημα της Τζούντι Πάσκοου «Our Father Who Art in the Tree», η ταινία The tree της Τζούλι Μπερτουτσέλι/Julie Bertuccelli, με την οποία έπεσε η αυλαία του φετινού φεστιβάλ Κανών, είναι ένα χαμηλών τόνων κράμα οικογενειακού δράματος και μοντέρνου παραμυθιού, που «αγγίζει» την παράδοση του μαγικού ρεαλισμού για να μεταδώσει το νόημα της χαράς της ζωής. Μια λυρική, αλλά και αλληγορική προσέγγιση στο θέμα της διαχείρισης του πόνου και της απώλειας, με αξιόλογες ερμηνείες από τη μικρή Μοργκάνα Ντέιβις και την Σαρλότ Γκενσμπούργκ.

Οι παραπάνω ταινίες αποτελούν μια μικρή γεύση των Ανοιχτών Οριζόντων, το πλήρες πρόγραμμα των οποίων θα ανακοινωθεί στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ.