ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 5/12
Με μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τη δημιουργία ταινιών χαμηλού κόστους και τις νέες παραμέτρους που εισάγουν στην καλλιτεχνική δημιουργία, άνοιξε ο κύκλος της ενότητας Κουβεντιάζοντας του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 5 Δεκεμβρίου στο ξενοδοχείο Electra Palace, με συντονίστρια τη δημοσιογράφο Έλενα Χρηστοπούλου.
Στον πρώτο κύκλο συζητήσεων που δίνει την ευκαιρία σε επαγγελματίες του χώρου να γνωριστούν και να ανταλλάξουν απόψεις, συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Κόνορ Χόγκαν (One Hundred Mornings), Πολ Γκόρντον (The Happy Poet), Χρήστος Πετρόπουλος (Subconscious), Γιώργος Πιτσάκης (Ψύχος), καθώς και ο σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου Βασίλης Μουσούλης.
Αναφερόμενος στην ταινία του The Happy Poet, ο Πολ Γκόρντον σημείωσε ότι προσπάθησε να δημιουργήσει ένα φιλμ χαμηλού προϋπολογισμού - στο οποίο πρωταγωνιστεί και ο ίδιος - προσανατολισμένο στις αρχές της αμερικανικής δραματικής κομεντί του '70. Σε ό,τι αφορά τη δομή της ταινίας του, ο δημιουργός τόνισε ότι κινήθηκε τόσο εντός, όσο και εκτός των συμβατικών κανόνων κινηματογράφησης. «Στις τυπικές κωμωδίες που παράγονται στην Αμερική οι ηθοποιοί συνήθως διακωμωδούν τους χαρακτήρες. Οι ηθοποιοί στην ταινία μου έγιναν ένα με τους χαρακτήρες και πιστεύω ότι αποδίδουν το ρόλο τους με ρεαλισμό και αυθεντικότητα», είπε χαρακτηριστικά.
Παίρνοντας το λόγο, ο Χρήστος Πετρόπουλος εξήγησε ότι το Subconscious είναι μια low budget ταινία, γυρισμένη με την τεχνική του lost footage film. «Επηρεασμένος από τις σπουδές μου στην ψυχολογία, ενσωμάτωσα στην ταινία ορισμένες θεωρίες, όπως του Φρόϊντ, στοιχείο που νομίζω ότι θα κάνει τους θεατές να σκεφτούν. Δεν θα έλεγα ότι η ταινία μου ανήκει στην κατηγορία των ταινιών τρόμου, αλλά περισσότερο σε αυτή του ψυχολογικού θρίλερ», υπογράμμισε ο κινηματογραφιστής.
«Υπάρχει μια έντονη συζήτηση, αλλά και μια στροφή των Ελλήνων δημιουργών προς τις ταινίες τρόμου, ίσως λόγω της οικονομικής κρίσης και της ανησυχίας που αυτή προκαλεί», παρατήρησε ο Γιώργος Πιτσάκης, μιλώντας για την ταινία του Ψύχος, η οποία επίσης υλοποιήθηκε με πολύ χαμηλό κόστος.
Το φιλμ One Hundred Mornings περιγράφει τη ζωή δύο ζευγαριών ύστερα από μια μεγάλη καταστροφή, η οποία οδηγεί στην πλήρη κατάρρευση της κοινωνίας. «Μέσα από την ταινία προσπαθώ να παρουσιάσω μια μετα– αποκαλυπτική κατάσταση και τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν σε αυτή οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι», εξήγησε ο σκηνοθέτης Κόνορ Χόγκαν, ο οποίος αποκάλυψε ότι η ενασχόληση του με τη σκηνοθεσία και το σινεμά επηρεάστηκε καταλυτικά από την ταινία Ζ του Κώστα Γαβρά, την οποία είδε στα 12 του χρόνια.
Από την πλευρά του, ο ελληνοαυστραλός Βασίλης Μουσούλης σημείωσε ότι παρόλο που η τελευταία του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο A nocturne είναι ταινία τρόμου, ο ίδιος δεν είναι ένθερμος υποστηρικτής του είδους. Παράλληλα, επεσήμανε ότι πόλος έλξης για εκείνον αποτέλεσε το θέμα του φιλμ και οι πολλές παράμετροί του, όπως οι ανθρώπινες σχέσεις και οι μεταστροφές στην ψυχολογία των ηρώων.
Το ζήτημα του ρεαλισμού απασχόλησε ιδιαιτέρως τον Χρήστο Πετρόπουλο, ο οποίος πειραματίστηκε και πήρε το ρίσκο να αρχίσει τα γυρίσματα με ηθοποιούς οι οποίοι δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. «Οι ηθοποιοί γνωρίστηκαν λίγο πριν από τα γυρίσματα και δεν είχαν ιδέα για την εξέλιξη της ταινίας. Με αυτό τον τρόπο, θεωρώ ότι “έπαιζαν” το ρόλο τους περισσότερο φυσικά. Το εάν το αποτέλεσμα είναι πετυχημένο, θα φανεί στην πορεία», συμπλήρωσε.
Τέλος, μιλώντας για σχέση της ταινίας του με την παρούσα οικονομική κρίση της Ιρλανδίας, ο Κόνορ Χόγκαν τόνισε ότι «στην αρχή οι θεατές δεν ήθελαν να δουν την ταινία, επειδή πίστευαν ότι το περιεχόμενο της ήταν ‘’ξένο’’ για αυτούς. Τώρα, όμως, οι αντιδράσεις τους είναι τελείως διαφορετικές και όλοι με ρωτάνε “μα πώς το προέβλεψες αυτό;”. Συνήθως κάνουμε ταινίες για πράγματα που ξέρουμε ή φοβόμαστε. Και μια τέτοια κατάσταση με τρομάζει πάρα πολύ», κατέληξε ο σκηνοθέτης.