51ο ΦΚΘ: Masterclass Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς - Μπόρντο

MASTERCLASS
ΜΠΟΡΙΒΟΪ ΝΤΟΒΝΙΚΟΒΙΤΣ-ΜΠΟΡΝΤΟ


Η διαχρονική καλλιτεχνική του πορεία, η φημισμένη Σχολή Κινουμένων Σχεδίων του Ζάγκρεμπ, οι νέες τεχνολογίες, η πολιτική αλλά και η σύγχρονη κρίση ήταν οι βασικότερες θεματικές επάνω στις οποίες τοποθετήθηκε ο Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς-Μπόρντο, στο masterclass που παρέδωσε στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης τη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου, στο πλαίσιο του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Μπόρντο, κορυφαία μορφή στο παγκόσμιο κινούμενο σχέδιο και όνομα – θρύλος της φημισμένης Σχολής του Ζάγκρεμπ, είναι επίσημος προσκεκλημένος της 51ης διοργάνωσης, με αφορμή το σχετικό αφιέρωμα του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια.

Κατά την έναρξη του masterclass, ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης κ. Δημήτρης Εϊπίδης, ο οποίος ήταν παρών στην εκδήλωση, αποκάλεσε τον Μπόρντο «πρωτομάστορα» των ταινιών εμψύχωσης. Παράλληλα, τόνισε ότι η παρουσία του δημιουργού στο Φεστιβάλ αποτελεί τιμή για τη διοργάνωση, καθώς έγραψε ιστορία στο χώρο των κινουμένων σχεδίων, απέσπασε διεθνή βραβεία και καθιέρωσε στη συνείδηση των σινεφίλ το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος.

Από την πλευρά του, ο υπεύθυνος του τμήματος Ματιές στα Βαλκάνια Δημήτρης Κερκινός επεσήμανε ότι ο πολυπράγμων Μπόρντο – σκηνοθέτης ταινιών εμψύχωσης, γελοιογράφος, εικονογράφος, σχεδιαστής κόμικς και γραφίστας - αποτελεί τη ζωντανή συνείδηση της Σχολής του Ζάγκρεμπ, αλλά ταυτόχρονα και τον πιο μοντέρνο κροάτη δημιουργό στον τομέα του.

Κάνοντας μια αναδρομή στην 60χρονη καριέρα του, η οποία είναι συνυφασμένη με τη Σχολή του Ζάγκρεμπ, ο Μπόριβοϊ Ντοβνίκοβιτς ανέφερε ότι το 1950, όταν βρέθηκε να εργάζεται ως γελοιογράφος σε περιοδικό, μαζί με μια ομάδα δημιουργών ξεκίνησαν την προσπάθεια για την παραγωγή της πρώτης ανεξάρτητης ταινίας κινουμένων σχεδίων. Η ταινία ολοκληρώθηκε έπειτα από ένα χρόνο και επρόκειτο για ένα ασπρόμαυρο φιλμ διάρκειας 20’, κατά τα πρότυπα των ταινιών του Ντίσνεϊ, με θέμα την ιδεολογική διαμάχη μεταξύ ΕΣΣΔ - Δύσης και τη θέση της Γιουγκοσλαβίας σε αυτό το σκηνικό. Αργότερα, το 1956, μια ομάδα εκλεκτών δημιουργών ίδρυσε το πρώτο ανεξάρτητο στούντιο παραγωγής ταινιών κινουμένων σχεδίων, με έμφαση στη διερεύνηση νέων προσεγγίσεων στο animation. Το συγκεκριμένο είδος γνώρισε μεγάλη άνθιση τη δεκαετία του '60 αποσπώντας διεθνείς διακρίσεις, βραβεία, αλλά και τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ. Ο Μπόρντο, πάντως, έσπευσε να διευκρινίσει: «Κάθε δημιουργός είχε το δικό του στυλ, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να μιλάμε για Σχολή, αλλά μάλλον για τον ‘’κύκλο του Ζάγκρεμπ». Όπως υπογράμμισε ο ίδιος, μετά το τέλος της δεκαετίας του '70 σημειώνεται μια πτωτική τάση, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις τη δεκαετία του ’90 έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής ταινιών. Σήμερα, η Σχολή του Ζάγκρεμπ συνεχίζει την πορεία της, με κρατική –και όχι μόνο- χρηματοδότηση, και με πολλά νέα μέλη τα οποία τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης.

Ο κ. Ντοβνίκοβιτς ρωτήθηκε από το κοινό για το αν η διαδικασία ανανέωσης της Σχολής περιλαμβάνει και το άνοιγμα στις νέες τεχνολογίες. «Οι νέοι είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση υπολογιστών και η τεχνολογία διευκολύνει πολύ το έργο τους, αυτό όμως δεν αρκεί. Πρώτα πρέπει να έχεις μυαλό και ψυχή, και μετά τα χέρια ή τον υπολογιστή για να σχεδιάσεις», είπε. Εκφράζοντας τις αμφιβολίες του για το αν οι σημερινοί δημιουργοί όντως αναβιώνουν το φαινόμενο της Σχολής του Ζάγκρεμπ, ο Μπόρντο παρατήρησε: «Η νέα γενιά είναι πολύ ανυπόμονη, επιθυμεί μέσα σε ένα χρόνο δουλειάς να κερδίσει βραβεία και διεθνή αναγνώριση. Εμείς δουλεύαμε δέκα χρόνια για να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Σήμερα, βέβαια, ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Θεωρητικά, ο καθένας μπορεί να κάνει ταινίες κινουμένων σχεδίων, εάν διαθέτει υπολογιστή».

Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς έβλεπε το έργο συναδέλφων του σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης αλλά και στη Δύση, ο κ. Ντοβνίκονιτς σημείωσε ότι η κυριότερη διαφορά ήταν ότι στις σοσιαλιστικές χώρες υπήρχαν μεγάλα κρατικά στούντιο, ενώ στις καπιταλιστικές χώρες ιδιωτικά, με αποκορύφωμα την περίπτωση της Ντίσνεϊ. «Κάποτε στο Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων του Ζάγκρεμπ συμμετείχε και η Ντίσνεϊ. Ο εκπρόσωπος της εταιρείας αρχικά απόρησε πώς μπορούσα και έκανα ταινίες, αλλά στην πορεία μου είπε ‘‘εδώ μπορεί να μην είστε πλούσιοι, δουλεύετε όμως καλύτερα’’. Στις σοσιαλιστικές χώρες επικρατούσαν αρκετά καλές συνθήκες, γιατί καθήκον του δημιουργού ήταν η παραγωγή καλλιτεχνικών ταινιών. Στην εποχή μου γινόταν πολύ καλές ταινίες στην Πολωνία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Επίσης, μετά το 1991, τα πρωτεία κρατά η Ουγγαρία, με στούντιο μάλλον ιδιωτικά και με παραγωγή που κινείται σε υψηλά επίπεδα, όσον αφορά στην ποιότητα και την ποσότητα. Θεωρώ, πάντως, ότι βρισκόμαστε σε φάση μετάβασης».

Ο κ. Ντοβνίκοβιτς ρωτήθηκε και για το ζήτημα της λογοκρισίας του έργου του από το σοσιαλιστικό καθεστώς της εποχής. «Προσωπικά, δεν αντιμετώπισα προβλήματα. Κάναμε ταινίες με θέμα τη βία, τον ναζισμό, το μιλιταρισμό, κ.ά., με έμμεσες αναφορές και στη Γιουγκοσλαβία, ωστόσο επρόκειτο μάλλον για κοινωνική, παρά για πολιτική κριτική». Και πρόσθεσε: «Στη Γιουγκοσλαβία το σοσιαλιστικό καθεστώς διέφερε ριζικά από αυτό της ΕΣΣΔ. Οι καλλιτέχνες είχαν ελευθερία λόγου, βεβαίως χωρίς να στρέφονται κατά του σοσιαλισμού. Οι δικές μας ταινίες μιλούσαν για τις κοινωνικές αδυναμίες και την έλλειψη ελευθερίας εν γένει».

Αναφορικά με το κατά πόσο η κρίση δυσκολεύει το έργο των δημιουργών, ο κ. Ντοβνίκοβιτς δήλωσε χιουμοριστικά ότι ως συνταξιούχος πλέον δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ελλιπούς χρηματοδότησης. «Εσείς οι έλληνες γνωρίζετε καλά τι σημαίνει κρίση. Το '50 η γνωστή τότε εταιρεία παραγωγής Ντούγκα Φιλμς κατέρρευσε λόγω του πολιτικού σκηνικού. Τότε έγιναν μεγάλες περικοπές στον πολιτισμό και σταμάτησαν εντελώς οι παραγωγές, καθώς σε τέτοιες περιόδους προτεραιότητες είναι τομείς όπως το συνταξιοδοτικό και η εκπαίδευση. Σήμερα ο πολιτισμός χρηματοδοτείται ακόμη, αν και σε μικρό ποσοστό. Δεν ξέρω τι θα γίνει αύριο».

Κατά το δεύτερο μέρος του masterclass, προβλήθηκε η οκτάλεπτη ταινία του Μπόρντο με τίτλο Καινούρια περπατησιά (1978), «ένα σχόλιο επάνω στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και αυτονομία, αλλά και μια κριτική τοποθέτηση για τις προσπάθειες της τότε Γιουγκοσλαβίας για αυτονομία», όπως επεσήμανε ο ίδιος ο δημιουργός.