Συνέντευξη Τύπου παρέθεσε την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου ο ιρακινός σκηνοθέτης Μοχάμετ Αλ-Νταράτζι, μέλος της κριτικής επιτροπής του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και τιμώμενο πρόσωπο της φετινής διοργάνωσης.
Τον βραβευμένο δημιουργό υποδέχθηκε ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κ. Δημήτρης Εϊπίδης. «Η μεγαλύτερη ικανοποίηση σ’ ένα φεστιβάλ προκύπτει όταν ανακαλύπτεις και προτείνεις νέους δημιουργούς που έχουν απήχηση στον κόσμο. Έτσι, άλλωστε, αναγεννιέται και εξελίσσεται ο κινηματογράφος. Ο Μοχάμετ Αλ-Νταράτζι έχει πολλά να προσφέρει και απολαμβάνει ήδη παγκόσμια αναγνώριση. Το περιοδικό Variety τον ανακήρυξε πριν από λίγο καιρό, σκηνοθέτη της χρονιάς απ’ τη Μέση Ανατολή. Νομίζω πως το έργο του προοιωνίζει θετική πορεία και για τους υπόλοιπους νέους άραβες κινηματογραφιστές».
Το λόγο πήρε στη συνέχεια ο Μοχάμετ Αλ- Νταράτζι, επισημαίνοντας χαρακτηριστικά: «Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι ένας κρίκος ανάμεσα στην Ευρώπη και τον αραβικό κόσμο, είναι μια γέφυρα που ενώνει τους δυο κόσμους».
Αναφορικά με την πολιτική διάσταση των ταινιών του, ο σκηνοθέτης εξήγησε ότι: «Συχνά με ρωτούν αν είμαι σιίτης ή σουνίτης. Άλλοι, πάλι, λένε ότι πήρα λεφτά από τους Βρετανούς, τους Αμερικανούς ή τους Κούρδους για να κάνω την ταινία. Εγώ τους απαντώ ότι είμαι Ιρακινός. Μάλιστα στην ταινία μου Ο γιος της Βαβυλώνας έδωσα στους ήρωές μου ονόματα - όπως το Αχμέτ ή το Άμπραχαμ – που δεν ταυτίζονται με σιίτες ή σουνίτες. Πρόσφατα σε μια προβολή της ταινίας στο Κάιρο, οι θεατές μέσα στην αίθουσα είχαν χωριστεί στα δυο, ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ίσως θα ήταν καλύτερα αν δεν γύριζα τις ταινίες στο Ιράκ, αλλά κάπου αλλού, όπως στο Μαρόκο ή την Ιορδανία. Αν επιλέξουμε, όμως, αυτόν τον τρόπο, ποιος θα μείνει να κάνει ταινίες για το Ιράκ;»
Μιλώντας για τις πρόσφατες βραβεύσεις του σε φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, ο Μοχάμετ Αλ- Νταράτζι, υπογράμμισε: «Η επιτυχία είναι καλοδεχούμενη, αλλά δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι να καταφέρω με τις ταινίες μου να αλλάξω τον κόσμο ή έστω την πραγματικότητα της χώρας μου».
Σε ερώτηση για τον αντίκτυπο που είχε η προβολή της συγκεκριμένης ταινίας στο Ιράκ και τις ΗΠΑ, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Στην προβολή που πραγματοποιήθηκε στη Βαγδάτη, ήρθαν 1800 άνθρωποι και παρά το γεγονός ότι λόγω τεχνικών προβλημάτων, η ταινία προβλήθηκε χωρίς ήχο, ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος. Στην Αμερική πάλι, έζησα εξαιρετικά συγκινητικές στιγμές, καθώς μετά την προβολή της ταινίας, με πλησίασαν γυναίκες που είχαν χάσει τους γιους τους στο Ιράκ και με αγκάλιασαν».
Τέλος, ο δημιουργός αναφέρθηκε στην κινηματογραφική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή στο Ιράκ. «Κινηματογραφική βιομηχανία δεν υπάρχει στη χώρα, καθώς δεν υπάρχει η υποδομή. Έχουν μείνει λίγοι κινηματογραφιστές, ανάμεσά τους κι εγώ, που προσπαθούμε να κάνουμε ταινίες μόνοι μας. Να φανταστείτε, ότι από τις 275 αίθουσες που είχαμε πριν τον πόλεμο, δεν έχει μείνει ούτε μία. Παρόλα αυτά, είμαι αισιόδοξος πως τα επόμενα χρόνια θα γυρίζονται κάποιες ταινίες το χρόνο, οι οποίες θα προβάλλονται στα διεθνή φεστιβάλ».