Η προσωπική σκηνοθετική ματιά, η δύναμη του σινεμά και γενικότερα της τέχνης, αλλά και η αξία των σπουδών επάνω στον κινηματογράφο, ήταν οι βασικότερες θεματικές της συζήτησης που ολοκλήρωσε την ενότητα Κουβεντιάζοντας του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η οποία πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου, στο ξενοδοχείο Electra Palace. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ζεραλντίν Μπαζάρ / Geraldine Bajard (La Lisiere / Η άκρη), Μπογκντάν Tζόρτζε Απέτρι / Bogdan George Apetri (Periferic / Στις παρυφές), Ολιβιέ Μπαμπινέ και Φρεντ Κιν / Olivier Babinet & Fred Kihn (Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός / Robert Mitchum is dead) και Χρήστος Νικολέρης (Κανένας).
Αρχικά, οι πέντε σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο των ταινιών τους και στο τι τους ενέπνευσε για να παρουσιάσουν τις συγκεκριμένες ιστορίες. Πρώτη πήρε το λόγο η γαλλίδα Ζεραλντίν Μπαζάρ, η οποία στην ταινία Η άκρη αφηγείται τη σύγκρουση μιας ομάδας εφήβων με έναν τριαντάχρονο νέο που εγκαταλείπει την πρωτεύουσα για να εγκατασταθεί σε μια μικρότερη πόλη. «Έμεινα άφωνη όταν συνειδητοποίησα ότι στη Γαλλία υπήρχε κοινωνικός στιγματισμός. Θέλησα να εξετάσω τα αίτια αυτού του φαινομένου, και να εστιάσω στο πώς επηρεάζει κάτι τόσο σκληρό τους νέους ανθρώπους», τόνισε.
Με τη σειρά τους, οι σκηνοθέτες Ολιβιέ Μπαμπινέ και Φρεντ Κιν μίλησαν για την ταινία τους Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός, την οποία χαρακτήρισαν ως «μελαγχολική κωμωδία». Το φιλμ πραγματεύεται τη ζωή του Φράνκι, ενός νεαρού ηθοποιού ο οποίος προσπαθεί να ξεπεράσει την κρίση που βιώνει, με τη βοήθεια του μάνατζέρ του. «Η ταινία παρουσιάζει κατά κάποιον τρόπο και το ταξίδι που κάναμε εμείς από τη Γαλλία, στην Πολωνία, τη Λετονία, μέχρι και τη Φινλανδία. Ήταν μια περίοδος που, προσωπικά, είχα πέσει σε μελαγχολία. Τότε σκεφτήκαμε με τον Φρεντ να φτιάξουμε μια ιστορία τύπου ντοκιμαντέρ, με δυο χαρακτήρες. Έτσι προέκυψε η ταινία μας», ανέφερε ο Ολιβιέ Μπαμπινέ.
Από την άλλη, ο Χρήστος Νικολέρης δημιούργησε την ταινία Κανένας, ορμώμενος από μια πιο ρομαντική διάθεση. «Πρόκειται για μια διαφορετική διάσταση της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, για μια ιστορία αγάπης στην οποία πρωταγωνιστούν δυο διαφορετικές οικογένειες και δυο συμμορίες παιδιών, μια αλβανική και μια ρωσική», τόνισε ο δημιουργός. «Ήθελα ουσιαστικά να προβάλω το συναίσθημα του να μην έχεις πατρίδα, κάτι που ένιωσα κι εγώ όσο ζούσα στη Γερμανία», συμπλήρωσε χαρακτηριστικά.
Μια αληθινή ιστορία ενέπνευσε τον Μπογκντάν Tζόρτζε Απέτρι να κάνει τη δική του ταινία. Πριν γίνει σκηνοθέτης, ο Απέτρι εργάζονταν ως δικηγόρος και έζησε από κοντά μια παρόμοια ιστορία με αυτή της πρωταγωνίστριας Ματίλντα, μιας γυναίκας η οποία παίρνει ειδική άδεια από τις φυλακές για να πάει στην κηδεία της μητέρας της, αλλά με αφορμή αυτό προσπαθεί να βρει μια νέα ζωή. «Το σενάριο είχε γραφτεί αρχικά από άλλο άτομο, ωστόσο έκανα αλλαγές σε αυτό, και τελικά στην οθόνη μεταφέρθηκε το περιστατικό που είχα ζήσει εγώ, σε σχέση με εκείνη τη γυναίκα».
Στη συνέχεια, οι πέντε σκηνοθέτες επιχείρησαν να εντοπίσουν τη δύναμη του σινεμά, και της τέχνης γενικότερα. «Μέσα από μια ταινία αφηγούμαι μια ιστορία, όμως πιστεύω ότι το κοινό, μέσα από το δικό μου φιλμ φτιάχνει τη δική του ιστορία. Αυτό το γεγονός, από μόνο του, διαθέτει μια μαγεία» τόνισε η Ζεραλντίν Μπαζάρ. «Η τέχνη είναι αυτό που σε γεμίζει με δυνατά συναισθήματα και σε κάνει να περνάς καλά. Εάν δεν το πετυχαίνει αυτό, ίσως οφείλεται και στο ότι εμείς έχουμε χτίσει έναν τοίχο γύρω μας», παρατήρησε ο Χρήστος Νικολέρης. «Για εμάς, προφανώς η τέχνη και ειδικότερα ο κινηματογράφος, διαθέτουν πολύ μεγάλη δύναμη και αποτελούν κομμάτι της ζωής μας. Ωστόσο, πιστεύω ότι για το κοινό, αυτή η δύναμη δεν κρατάει για πολύ. Ίσως η σκέψη ενός θεατή αλλάζει στιγμιαία, όταν βλέπει μια ταινία, αλλά τα προβλήματα και γενικότερα η καθημερινότητα επιστρέφουν γρήγορα», υποστήριξε ο Μπογκντάν Tζόρτζε Απέτρι. Πιο κατηγορηματικός ήταν ο Φρεντ Κιν, ο οποίος απάντησε -προς έκπληξη των συναδέλφων του- ότι η τέχνη δεν έχει καμία δύναμη: «Δεν πιστεύω ότι η τέχνη επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Πολλές ταινίες γίνονται χωρίς να έχουν κανένα αποτέλεσμα. Χρειάζεται να δεις πολλές ταινίες και να διαβάσεις πολλά βιβλία, προκειμένου να λάβεις όσα εφόδια τέτοιου τύπου χρειάζεσαι, και να πεις ότι αυτά σου ασκούν επιρροή».
Ένα ακόμη ζήτημα που συζητήθηκε ήταν και το κατά πόσο βοηθούν έναν σκηνοθέτη στο έργο του, οι σχετικές σπουδές. Ο αυτοδίδακτος Ολιβιέ Μπαμπινέ εξομολογήθηκε ότι μετάνιωσε που δεν έκανε σπουδές κινηματογράφου. «Ζηλεύω όσους σπούδασαν αυτό το αντικείμενο και μετανιώνω που έκανα άλλες δουλειές, οι οποίες δεν μου άφησαν χρόνο για να πάω σε μια σχολή», τόνισε. Μια διαφορετική άποψη κατέθεσε η Ζεραλντίν Μπαζάρ, η οποία φοίτησε στη Σχολή Κινηματογράφου του Βερολίνου: «Εάν έχεις δυνατή προσωπικότητα, μεγάλη θέληση και αυτόνομη οπτική, δεν χρειάζεσαι τις σπουδές. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορεί και να σε αποσπάσουν από το έργο σου». Ο Μπογκντάν Tζόρτζε Απέτρι υπερθεμάτισε λέγοντας: «Οι σχολές χρειάζονται μόνο για να σε βοηθήσουν να έχεις επαφές στον συγκεκριμένο χώρο». Τέλος, ο Φρεντ Κιν κατέθεσε μια ακόμη ριζοσπαστική άποψη, λέγοντας: «Πολλοί μπορεί να φοιτούν σε σχολές κινηματογράφου, αλλά μόνο αυτοί που έχουν ταλέντο θα προχωρήσουν. Η αξία του καθενός δεν έχει σχέση με τις σπουδές».