ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΓΙΑΦΑ, Ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΟΥ –
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΧΡΥΣΑΦΙ –
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ»
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Κυριακή 13 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Σοφία Τζαβέλα (Ξενοδοχείο ‘’Ο παράδεισος’’), Εγιάλ Σιβάν (Γιάφα, ο μηχανισμός του πορτοκαλιού) και Γιαν Τενχάβεν (Φθινοπωρινό χρυσάφι), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Η ταινία Ξενοδοχείο ‘’Ο παράδεισος’’ της ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτιδας από τη Βουλγαρία, Σοφίας Τζαβέλα, αναφέρεται σε ένα «κοινωνικό πείραμα» με στόχο την ένταξη των ρομά σε ένα πλαίσιο συμβατικής ζωής. Σε μια επαρχιακή πόλη της Βουλγαρίας, το κομμουνιστικό καθεστώς εγκατέστησε μια κοινότητα 1.500 ρομά σε ένα συγκρότημα πολυκατοικιών, το οποίο διέθετε όλες τις ανέσεις της εποχής (παρκέ, σύστημα ενδοσυνεννόησης, κεντρική εγκατάσταση ζεστού νερού, φώτα στο δρόμο) – έναν παράδεισο, με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα, όνομα που «βάφτισε» το οίκημα, έτσι ώστε έμεινε να αποκαλείται «Ξενοδοχείο ο παράδεισος». Ωστόσο, με τα χρόνια εκφυλίστηκε σε ένα σύνολο εγκαταλειμμένων πολυκατοικιών, χωρίς νερό, φως και θέρμανση. «Δυστυχώς, η κατάσταση για τους ρομά ήταν καλύτερη στα χρόνια του κομμουνισμού», εξήγησε η σκηνοθέτιδα, σημειώνοντας ότι για την κατάσταση του κτιρίου «φταίνε και οι ίδιοι οι ρομά». Παρόλη τη φτώχεια και την εξαθλίωση, το ντοκιμαντέρ καταγράφει τη χαρά για τη ζωή, που αισθάνονται οι ένοικοι. «Το ντοκιμαντέρ δεν καταδικάζει τις συνθήκες διαβίωσης και τον τρόπο ζωής των ρομά, αλλά αποτυπώνει τη στάση τους απέναντι στη ζωή. Αυτό που μου έμαθαν είναι ότι φτώχεια προϋποθέτει σουρεαλισμό και καλοπέραση και ότι πολλές φορές, κάτω από τη δυστυχία ‘’κοιμάται’’ η ευτυχία. Πιστεύω ότι το σημαντικότερο δεν είναι αυτό που είπε ο Καρτέσιος, δηλαδή το “σκέφτομαι άρα υπάρχω”, αλλά το “αισθάνομαι άρα υπάρχω”», σημείωσε η κ. Τζαβέλα. Όσο για την κατάληξη του «Ξενοδοχείου ‘’Ο Παράδεισος’’», η δημιουργός ανέφερε ότι λίγο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο δήμαρχος της επαρχιακής πόλης αποφάσισε να το γκρεμίσει, εξαιτίας του κινδύνου εξάπλωσης μολυσματικών νόσων.
Σε διαφορετικό κλίμα κινείται η ταινία Γιάφα, ο μηχανισμός του πορτοκαλιού, του Εγιάλ Σιβάν, η οποία με «όχημα» τα περίφημα πορτοκάλια Γιάφα, σκιαγραφεί τη σύγκρουση ισραηλινών και παλαιστινίων, καθώς και τα δυτικά στερεότυπα επάνω στο θέμα. Αφορμή για την ταινία αποτέλεσε ένα δημοσίευμα στον ισραηλινό τύπο, το 1990, σχετικά με την ιδιωτικοποίηση του εμπορικού σήματος «Τζάφα», που μέχρι τότε ήταν εθνικό. Το ντοκιμαντέρ αφηγείται την ιστορία του εσπεριδοειδούς μέσα από αφηγήσεις παλαιστινίων και εβραίων εργατών που κάποτε εργάζονταν μαζί στα χωράφια, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά την ίδια την ιστορία του τόπου. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, το μεγαλύτερο εμπόδιο στο να αποδεχτούν οι δύο λαοί την κοινή ιστορία του τόπου είναι, όπως υπογράμμισε ο ίδιος, «η ιστορική προβολή της Δύσης στην Ανατολή και το γεγονός ότι οι δυτικές χώρες δεν τακτοποίησαν οριστικά το εβραϊκό τους ζήτημα. Όταν πάψουμε να είμαστε μόνο θύματα στα μάτια της Δύσης, τότε μπορεί να αλλάξουν πράγματα».
Ο δημιουργός δεν αποδέχτηκε χρηματοδότηση από το ισραηλινό κράτος. «Γνωρίζετε πόσα ισραηλινά ντοκιμαντέρ υλοποιούνται με χρηματοδότηση την... κυβερνητική προπαγάνδα; Εγώ ήθελα να κάνω μια ταινία όχι χάρη στην ισραηλινή δημοκρατία, αλλά παρά την ύπαρξή της», τόνισε. Η ταινία προβλήθηκε σε ορισμένες ταινιοθήκες και σε ένα καλωδιακό κανάλι για ντοκιμαντέρ στο Ισραήλ, αλλά, όπως είπε ο κ. Σιβάν η ανταπόκριση του κοινού δεν ήταν αμερόληπτη: «Καθώς θεωρούμαι αντιδραστικός κινηματογραφιστής και ‘’ταραξίας με παρελθόν’’, τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ενήργησαν έτσι ώστε το κοινό να μην μπορέσει να διαμορφώσει τη δική του άποψη για την ταινία».
Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης Γιαν Τενχάβεν μίλησε για την ταινία του Φθινοπωρινό χρυσάφι, η ιδέα για την οποία προέκυψε από ένα δημοσίευμα εφημερίδας. «Όταν διάβασα για το παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου ηλικιωμένων, αρχικά νόμιζα ότι θα αντικρίσω κάτι τρομακτικά παράξενο. Ωστόσο, γνωρίζοντας αυτά τα άτομα, άλλαξε η αντίληψή μου περί νέων και γέρων ανθρώπων. Μερικές φορές, εγώ ο ίδιος αισθανόμουν πολύ γέρος, είναι η αλήθεια», εξομολογήθηκε ο δημιουργός. Το ντοκιμαντέρ αφηγείται την ιστορία πέντε αθλητών καθώς προετοιμάζονται για το παγκόσμιο πρωτάθλημα, και ο στίβος λειτουργεί σαν την αφορμή, προκειμένου ο σκηνοθέτης να εστιάσει κυρίως στα όνειρα των ηλικιωμένων ανθρώπων και τη στάση τους απέναντι στη ζωή. «Με τον αθλητισμό, αυτοί οι άνθρωποι έχουν κάτι να περιμένουν. Κάθε δύο χρόνια γίνεται το παγκόσμιο πρωτάθλημα, ενώ στο μεταξύ υπάρχουν και ευρωπαϊκά και τοπικά πρωταθλήματα... Αντί του στίβου, θα μπορούσε να είναι ο χορός, το τραγούδι, ή οποιοδήποτε άλλο πάθος», συμπλήρωσε ο σκηνοθέτης. Όταν ο κ. Τενχάβεν πρωτοσυνάντησε έναν από τους πρωταγωνιστές του, εκείνος ήταν 98 ετών. «Θα συμμετάσχω στην ταινία σου, αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω ως το τέλος», είπε χαρακτηριστικά στον δημιουργό. «Πρόκειται για ανθρώπους που έχουν βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στη φιλοδοξία και τον αυτοσαρκασμό. Δεν ακούνε και πολύ τους γύρω τους, οι οποίοι τους λένε είτε ότι πρέπει να χαλαρώσουν είτε ότι ενδεχομένως γελοιοποιούνται. Δεν τους ενδιαφέρει η επίδοση, δεν θέλουν και δεν έχουν να αποδείξουν τίποτα. Νομίζω λοιπόν ότι η δική μας γενιά, που έχει εμμονή με την εικόνα, τη νεότητα και την ομορφιά, έχει να διδαχτεί πολλά», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Και συμπλήρωσε: «Ήξερα ότι η ταινία θα είχε μεγάλη απήχηση κυρίως στους νέους, γιατί αυτοί αναρωτιούνται ‘’πώς θα είμαι όταν γεράσω’’. Πράγματι, η ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο της Νεανικής Επιτροπής Hyves DOC U στο IDFA 2010.