ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΚΑΝΑΡΙΝΙ ΜΟΥ ΓΛΥΚΟ / Ο ΧΩΡΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΛΗΡΙΚΟΣ /
ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΚΑΝΙΒΑΛΩΝ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ρόι Σερ (Καναρίνι μου γλυκό), Έστερ Ποντέμσκι (Ο χωρικός κι ο κληρικός) και Σεντρίκ Κοντόμ
(Το νησί των κανιβάλων).
«Η Θεσσαλονίκη ήταν ο ιδανικός τόπος για την παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας μας, όχι μόνο λόγω της ατμόσφαιρας της πόλης, αλλά και επειδή εδώ έζησε η Ρόζα Εσκενάζυ, η πρωταγωνίστρια του φιλμ. Όταν επιλέχθηκε ως ταινία έναρξης στο 13ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ενθουσιαστήκαμε», ανέφερε ο Ρόι Σερ, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Καναρίνι μου γλυκό, που άνοιξε την αυλαία της 13ης διοργάνωσης. Για τον δημιουργό, όλα ξεκίνησαν όταν άκουσε ρεμπέτικη μουσική σε ένα κλαμπ στην Ιερουσαλήμ. Αργότερα, όταν ήρθε στην Ελλάδα και αγόρασε ένα cd με τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζυ, η μουσική του φάνηκε «δύσκολη», όπως συμβαίνει «για οποιονδήποτε με δυτική μουσική παράδοση», όπως είπε. «Ο πρώτος πειρασμός για μένα ήταν το εβραϊκό της όνομα, ενώ έπειτα ανακάλυψα τη βιογραφία της και το κοινό νήμα που τη συνέδεε με την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ», πρόσθεσε ο κ. Σερ. Όπως εξήγησε ο ίδιος, αρχικά είχε στα χέρια του γύρω στα 500 τραγούδια της Ρόζας Εσκενάζυ, αλλά τίποτε άλλο. Στη συνέχεια, εντόπισε αρχειακό υλικό από την ΕΡΤ, αλλά και μια ιδιωτική συλλογή. «Η έλλειψη αρχειακού υλικού μας ανάγκασε να βρούμε έναν ευφάνταστο τρόπο για να διηγηθούμε την ιστορία αυτής της κοσμοπολίτισσας τουρκοεβραίας. Έτσι, σκέφτηκα να ζητήσω από τρεις μουσικούς από την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ να πραγματοποιήσουν ένα μουσικό ταξίδι, ακολουθώντας τα βήματα της πιο γνωστής και αγαπητής στην Ελλάδα τραγουδίστριας του ρεμπέτικου», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Η Ρόζα Εσκενάζυ μετανάστευσε από τη Θεσσαλονίκη στις ΗΠΑ, όπου διέπρεψε με τα τραγούδια της, ωστόσο όταν επέστρεψε στην Ελλάδα η ζωή της υπήρξε ιδιαίτερα δύσκολη. «Ήταν η Σταχτοπούτα που κατέρρευσε. Μπορεί να υπήρχαν τραγουδίστριες με καλύτερη φωνή, αλλά στη δική της φωνή ακούς ολόκληρο το παρελθόν της», κατέληξε ο σκηνοθέτης.
Βουτιά στο παρελθόν πραγματοποιεί και το ντοκιμαντέρ Ο χωρικός κι ο κληρικός της Έστερ Ποντέμσκι, μέσα από μια τοιχογραφία του Αμπρότζιο Λορεντσέτι του 14ου αιώνα, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια αλληγορία της καλής και της κακής διακυβέρνησης. Σε αυτό τον πίνακα «ενυπάρχουν», κατά κάποιο τρόπο, οι δύο ήρωες του ντοκιμαντέρ, οι οποίοι όμως γεννήθηκαν και πέθαναν τον 20ό αιώνα, στην Τοσκάνη, και μάλιστα την ίδια χρονιά, παρόλο που δεν γνωρίστηκαν ποτέ. Πρόκειται για τον 55χρονο Σέρτζιο, τον τελευταίο δουλοπάροικο της Τοσκάνης, που δεν έφυγε ποτέ από τον τόπο που γεννήθηκε, καθώς και για τον πατήρ Ορέστε, έναν καθολικό κληρικό που περιέθαλπε γυναίκες από την Αφρική και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες είχαν πέσει θύματα σωματεμπορίας. «Και οι δυο αντιπροσωπεύουν την τάξη των χωρικών στην Ιταλία και ο τρόπος ζωής τους επέζησε από τη μεσαιωνική Ιταλία έως τις μέρες μας. Επίσης, και οι δύο προσπαθούν να αντεπεξέλθουν μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο που κινείται αμείλικτα προς τα εμπρός», ανέφερε η δημιουργός. Ο αγρότης Σέρτζιο χρησιμοποιεί αρχαίες καλλιεργητικές μεθόδους, που έχουν επισκιαστεί από τη βιομηχανοποιημένη γεωργία. Από την άλλη, ο πατήρ Ορέστε μάχεται ενάντια στο σύγχρονο σκλαβοπάζαρο, το οποίο μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Όπως σημείωσε η σκηνοθέτιδα, «ο τρίτος ήρωας της ταινίας είναι η ίδια η νωπογραφία του Λορεντσέτι, καθώς αυτή αναδεικνύει την ιστορία του αναγκαίου αγώνα για την εγκαθίδρυση και τη διατήρηση της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Στο ντοκιμαντέρ του Σεντρίκ Κοντόμ με τίτλο Το νησί των κανιβάλων όχι μόνο δεν υφίσταται η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά πρωταγωνιστεί μια από τις πιο ακραίες εκφάνσεις αλλοτρίωσης της ανθρώπινης φύσης: το πογκρόμ και ο κανιβαλισμός για την επιβίωση. Η ταινία αφηγείται την ιστορία 6.000 ανεπιθύμητων από το καθεστώς του Στάλιν, οι οποίοι εξορίστηκαν το 1933 σε ένα απομακρυσμένο νησί, στον ποταμό Ομπ της Σιβηρίας. Εκεί, αυτοί οι δυστυχισμένοι άντρες, γυναίκες και παιδιά, εγκαταλειμμένοι χωρίς φαγητό ή ρούχα, υπέστησαν το βασανιστήριο της πείνας, έως ότου δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αλληλοφαγωθούν. «Το συμβάν έγινε γνωστό με το άνοιγμα των ρωσικών αρχείων, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η υπόθεση απασχόλησε τη δεκαετία του '30 την επιτροπή ερευνών, έπειτα από την αναφορά ενός δημοσιογράφου προς τον Στάλιν, η οποία επεσήμανε ότι μέσα σε τέσσερις μήνες οι εξόριστοι άρχισαν να... εξαφανίζονται. Σίγουρα υπάρχουν πολλές ιστορίες που δεν έχουν αποκαλυφθεί ακόμα», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης. Ο Σεντρίκ Κοντόμ ανακάλυψε αυτή την τραγική ιστορία τυχαία, βλέποντας τη διαφήμιση του σχετικού βιβλίου που είχε γράψει ο ιστορικός Νικολά Βερτ, το οποίο και διάβασε. Κατά τη διάρκεια της έρευνάς του, ο σκηνοθέτης δεν είχε βοήθεια από τις ρωσικές αρχές. Όπως τόνισε χαρακτηριστικά: «Δεν είναι στο χαρακτήρα της Ρωσίας να θυμάται αυτές τις ιστορίες». Το ντοκιμαντέρ έχει διανεμηθεί σε τηλεοπτικά κανάλια σε όλη την Ευρώπη, ωστόσο απαγορεύτηκε στη Ρωσία.