ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 15/3
Το σημείο «αφετηρίας» μιας ταινίας, τα εμπόδια στην κινηματογράφησή της, αλλά και ο ρόλος των φεστιβάλ στην προώθηση ενός ντοκιμαντέρ, απασχόλησαν μεταξύ άλλων τους συμμετέχοντες στο δεύτερο «Κουβεντιάζοντας», το οποίο πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Μαρτίου 2011 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείου Electra Palace, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Βασίλης Λουλές (Φιλιά εις τα παιδιά), Άλαρντ Ντέτιχερ (Ο νέος άγιος), Νεφίν Ντιντς (Η άλλη πόλη), Παναγιώτης Ευαγγελίδης (Η ζωή και ο θάνατος του Σέλσο Τζούνιορ) και η Κριστίνα Κολίσιμο, παραγωγός και σεναριογράφος (Ένας τυχερός ελέφαντας) της Λίσα Λίμαν.
Οι θεματολογίες των ταινιών τεκμηρίωσης ποικίλουν, όπως και οι προσεγγίσεις των δημιουργών. Η ταινία του Βασίλη Λουλέ Φιλιά εις τα παιδιά καταγράφει τις μαρτυρίες πέντε εβραίων, οι οποίοι ως παιδιά γλίτωσαν από βέβαιο θάνατο χάρη στην προστασία που τους προσέφεραν ελληνικές οικογένειες.
«Η έμπνευση για την ταινία προέκυψε μέσα από μια σύμπτωση. Η γέννηση του γιου μου συνέπεσε με μια έκθεση ντοκουμέντων και φωτογραφιών που πραγματοποιήθηκε το 2004 στο Εβραϊκό Μουσείο της Αθήνας», ανέφερε ο σκηνοθέτης. Από την άλλη, η ιδέα για το ντοκιμαντέρ Ο νέος άγιος του Άλαρντ Ντέτιχερ προήλθε από ένα δημοσίευμα για έναν 19χρονο ρώσο στρατιώτη ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος από τους τσετσένους, θανατώθηκε όταν αρνήθηκε να μεταστραφεί από τον χριστιανισμό στο Ισλάμ και στη συνέχεια «αγιοποιήθηκε» στη συνείδηση των ρώσων.
Στην ταινία Η άλλη πόλη, η σκηνοθέτιδα και εκπαιδευτικός Νεφίν Ντιντς επιχείρησε να ανιχνεύσει την πηγή των προκαταλήψεων που υπάρχουν μεταξύ ελλήνων και τούρκων. Η δημιουργός συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Ηρακλή Μήλα, ο οποίος έζησε μέχρι το 1970 στην Κωνσταντινούπολη και έπειτα στην Ελλάδα, και επί ένα χρόνο έκαναν γυρίσματα στη Δημητσάνα και το Μπιργκί της Τουρκίας, καταγράφοντας τα στερεότυπα του ενός λαού για τον άλλον. «Όταν έστειλα την ιδέα της ταινίας στον Ηρακλή Μήλα και διάβασε το πρώτο μέρος με τα τουρκικά επιχειρήματα, την απέρριψε ευθύς εξ' αρχής. Μου πήρε εβδομάδες για να τον πείσω τελικά», αφηγήθηκε η κ. Ντιντς. Εντελώς διαφορετική είναι η περίπτωση του ντοκιμαντέρ Η ζωή και ο θάνατος του Σέλσο Τζούνιορ του Παναγιώτη Ευαγγελίδη, ο οποίος γνώρισε τον βραζιλιάνο καλλιτέχνη Σέλσο Τζούνιορ σε ένα φεστιβάλ της Λισαβόνας και τον έκανε πρωταγωνιστή της ταινίας του. «Τον έβλεπα ντυμένο στα δερμάτινα και τράβηξε το βλέμμα μου. Αργότερα, όταν μου τον σύστησαν ως τον ιδρυτή του φεστιβάλ, ο ίδιος μου ανέφερε ότι έχει μια συλλογή από 600 μπότες!», ανέφερε ο δημιουργός. Το φετίχ του Σέλσο Τζούνιορ ερέθισε τη φαντασία του σκηνοθέτη, ο οποίος πέρασε δύο εβδομάδες φιλοξενούμενος στο σπίτι του καλλιτέχνη, προκειμένου να σκιαγραφήσει το κινηματογραφικό του πορτρέτο.
Με τη σειρά της, η παραγωγός και σεναριογράφος Κριστίνα Κολίσιμο δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη αφορμή για να καταπιαστεί με την ταινία Ένας τυχερός ελέφαντας, καθώς η ίδια είναι κόρη του ιδρυτή του πρώτου τσίρκου στην Αμερική όπου τα ζώα δεν ήταν κλεισμένα σε κλουβιά. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός διευθυντή τσίρκου που θέλησε να φροντίσει έτσι ώστε η αγαπημένη του ελεφαντίνα να περνούσε ευτυχισμένη τα χρόνια της «συνταξιοδότησης» της. «Στην αρχή νομίζαμε ότι η ταινία θα τελείωνε σε ένα χρόνο, αλλά τελικά μας πήρε εννέα χρόνια, όσο χρειάστηκε και ο Ντέιβιντ να βρει στην ελεφαντίνα Φλώρα ένα «σπίτι», δηλαδή ένα μέρος όπου θα ζούσε ευτυχισμένη με άλλους ελέφαντες, μετά από 16 χρόνια στο τσίρκο. Η ιστορία του Ντέιβιντ είναι μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία που μιλά για τις ανθρώπινες σχέσεις, τις σχέσεις μας με τα ζώα και τις ευθύνες μας απέναντί τους. Όταν η ταινία προβλήθηκε σε φιλοζωικό κοινό, θεωρήθηκε ότι δεν ήμασταν πολύ σκληροί απέναντι στον Ντέιβιντ, ως διευθυντή του τσίρκου και όσον αφορά στην κακοποίηση των ζώων. Εμείς, πάντως, προσπαθήσαμε να μην πάρουμε το μέρος του ενός ή του άλλου, αλλά απλώς να πούμε τα γεγονότα. Δεν ήταν μια ταινία για υπερασπιστές δικαιωμάτων, αλλά για ανθρώπους που αγαπούν τα ζώα», τόνισε η κ. Κολίσιμο. Αναφορικά με τα κανάλια επικοινωνίας ενός ντοκιμαντέρ, η ίδια σημείωσε ότι τα διεθνή φεστιβάλ ντοκιμαντέρ «αποτελούν εργαλείο για να φτάσει το φιλμ σε ένα ευρύτερο κοινό». Όσον αφορά στην πορεία της ταινίας, όπως ανέφερε η κ. Κολίσιμο, έχει υπογραφεί συμφωνία για την προβολή της στο καλωδιακό κανάλι της Όπρα Γουίνφρεϊ, ενώ επίσης το ντοκιμαντέρ αποτελεί μέρος ενός εκπαιδευτικού προγράμματος για τα άγρια ζώα.
Για τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, τα φεστιβάλ αποτελούν μια ευκαιρία για τους δημιουργούς, όχι μόνο για να δείξουν τη δουλειά τους σε ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους και να δημιουργούν γέφυρες συνεργασίας. Έχοντας ζήσει για δυο εβδομάδες στο σπίτι του πρωταγωνιστή του Σέλσο Ζούνιορ, ήταν αναμενόμενο να δεχτεί το ερώτημα των υπολοίπων σκηνοθετών για το αν επηρεάστηκε από τη φιλοξενία και μπήκε στη διαδικασία να ωραιοποιήσει το πορτρέτο του. «Δεν τον πολυνοιάζει τον Σέλσο για κάτι τέτοια – για να σκεφτείτε, ο ίδιος γυρίζει ταινίες για τον θάνατό του. Χτίζοντας ένα πορτρέτο, πάντα πρέπει να αποφασίσεις τι θα δείξεις. Πρόθεσή μου δεν ήταν να κάνω ένα δημοσιογραφικό πορτρέτο, δείχνοντας τις κακές στιγμές, αλλά ένα πορτρέτο για ένα ιδιαίτερο άνθρωπο. Ο μόνος ‘’συμβιβασμός’’ που έκανα ήταν ότι έμεινα στο ίδιο δωμάτιο με τη... γάτα του ζευγαριού. Ο Σέλσο με είχε προειδοποιήσει ότι δεν ήξερε πως θα αντιδράσει στη συγκατοίκηση ο ελβετός σύζυγός του. Τελικά, ο Τισιάνο ήταν άνετος και φιλόξενος, και άλλαξε τη ροή της ταινίας», υπογράμμισε ο σκηνοθέτης. Στην αρχή της ταινίας, ο σκηνοθέτης αφιερώνει 15 λεπτά στον Σέλσο, ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο με ένα φετίχ, ενώ στη συνέχεια παρουσιάζει την καθημερινότητά του ζευγαριού. «Δεν προγραμμάτισα την εξέλιξη της ταινίας, ήταν σαν ένα βιβλίο που δεν ήξερα τι γράφει στην επόμενη σελίδα», ανέφερε ο δημιουργός.
Αντιθέτως, ο Βασίλης Λουλές εξαρχής είχε ένα πλάνο για την ταινία, το οποίο δεν άλλαξε κατά τη ροή των γυρισμάτων. Οι πρωταγωνιστές του, πέντε παιδιά εβραϊκών οικογενειών που σώθηκαν επειδή προστατεύτηκαν από χριστιανικές οικογένειες, ήταν οι καθημερινοί του σύντροφοι για τα τρία χρόνια που διήρκεσαν τα γυρίσματα της ταινίας. «Κάποιες φορές σκέφτηκα μήπως τα παρατήσω, επειδή δεν άντεχα το συναισθηματικό βάρος», εξομολογήθηκε ο σκηνοθέτης. Τελικά, μετά από πέντε χρόνια, εκ των οποίων τα δύο προσπαθούσε να επιλέξει ποιο υλικό να κρατήσει, η ταινία του προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, αν και ο ίδιος νιώθει ότι δεν ολοκληρώθηκε.
Μιλώντας για τις διαφορές μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς, τις οποίες καταγράφει στην ταινία της, η Νεφίν Ντιντς επεσήμανε: «Μερικές φορές δεν λέγαμε ότι εγώ είμαι από την Τουρκία, καθώς υπήρχε φόβος να μην έχουμε ειλικρινείς απαντήσεις στις συνεντεύξεις. Αντίθετα, ο Ηρακλής Μήλας, ο οποίος γεννήθηκε την Τουρκία αλλά ήξερε ελληνικά, δεν είχε πρόβλημα».
Η σκηνοθέτιδα εκτίμησε ότι οι προκαταλήψεις ανάμεσα στους δυο λαούς θα υπάρχουν για αρκετό καιρό ακόμα. Ερωτώμενη σχετικά με την προβολή της ταινίας είπε ότι στην Τουρκία η ταινία θα προβληθεί σίγουρα στο φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης, και ίσως στο Μπιργκί. Όσο για τις αντιδράσεις του κοινού στην ταινία, η δημιουργός θεωρεί ότι όσον αφορά σε τηλεοπτική της προβολή, το ευρύτερο κοινό δεν θα δει το ντοκιμαντέρ «επειδή ασκεί κριτική στον εθνικισμό». Η ταινία, πάντως, θα ενταχθεί σε εκπαιδευτικό υλικό, που θα συμπληρώνει ένα εγχειρίδιο του κ. Μήλα για την αποφυγή των κρίσεων ανάμεσα στους δύο λαούς, ως εργαλείο για εκπαιδευτικά σεμινάρια.
«Όταν ξεκίνησα την ταινία ήθελα να εστιάσω στο αν η ιστορία του στρατιώτη που αγιοποιήθηκε αποτελεί προπαγάνδα ή όχι, καθώς και να δείξω ότι οι ρώσοι είχαν ανάγκη από ένα νέο ίνδαλμα, έναν άγιο με στολή φαντάρου και καλάσνικοφ», εξήγησε με τη σειρά του ο Άλαρντ Ντέτιχερ για το ντοκιμαντέρ του Ο νέος άγιος. Όπως δήλωσε ο ίδιος, το δυσκολότερο ήταν να πείσει τη μητέρα του αγίου να μιλήσει «Ήδη στη Ρωσία είχαν γίνει αρκετές ταινίες επάνω στο θέμα, αλλά ήταν όλες προπαγανδιστικές, αντιμουσουλμανικές. Η μητέρα του φοβήθηκε ότι αυτή η εικόνα θα αλλοιωθεί, επειδή εγώ ως ξένος ίσως δεν καταλάβαινα. Ωστόσο, η ταινία μου ήταν η μόνη πιθανότητα που είχε αυτή η ιστορία να βγει εκτός Ρωσίας. Ανησυχούσα για τις αντιδράσεις της μητέρας μετά την προβολή της ταινίας. Τελικά χαίρομαι που της άρεσε και που δεν έκρινε αρνητικά εμένα, αλλά αυτά που έλεγαν άλλοι για το γιο της», τόνισε ο δημιουργός. Οι δυσκολίες του κόστους γυρισμάτων επί 19 ημέρες στη Ρωσία, και μάλιστα ελλείψει χρηματοδότησης, καθώς και η αρχική αρνητική στάση της μητέρας και μια ασθένειά της στη συνέχεια, έκαναν τον σκηνοθέτη να πιστεύει ορισμένες φορές ότι η ταινία δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ. «Ακόμα και να γινόταν αυτό, ήταν πάντως μια καλή εμπειρία, συμπλήρωσε.