13ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (The world according to ION B. / Portrait of a man / A small act / Camp Victory, Afghanistan)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
THE WORLD ACCORDING TO ION B. / PORTRAIT OF A MAN / A SMALL ACT / CAMP VICTORY, AFGHANISTAN

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Κάρολ Ντάισινγκερ (Στρατόπεδο νίκη, Αφγανιστάν), Αλεξάντερ Νανάου (Ο κόσμος σύμφωνα με τον Ίον Μπ.), Βίσα Κόισο-Κάντιλα (Πορτρέτο ενός άντρα) και Τζένιφερ Άρνολντ (Μια μικρή πράξη).

Στο ντοκιμαντέρ της Στρατόπεδο νίκη, Αφγανιστάν η σκηνοθέτιδα Κάρολ Ντάισινγκερ παρουσιάζει την πραγματικότητα γύρω από τη Στρατηγική Εξόδου των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν και τη Διεθνή Δύναμη Αρωγής για την Ασφάλεια (ISAF). «Γύρισα τη ταινία μέσα σε διάστημα τριών χρόνων, κατά τα οποία ταξίδεψα συνολικά πέντε φορές στο Αφγανιστάν κι έμεινα εκεί για δυο μήνες κάθε φορά», αφηγήθηκε η σκηνοθέτιδα. Η ταινία μετατρέπεται από μια ιστορία πολέμου σε ένα βαθιά ανθρώπινο φιλμ, με επίκεντρο τη φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ του αφγανού στρατηγού Σαγιάρ και του συνταγματάρχη Σουτ της Εθνοφρουράς του Νιου Τζέρσι. Μια απρόσμενη συναδελφικότητα γεννιέται ανάμεσα στους δυο άντρες, τη στιγμή που η αυξανόμενη απογοήτευση του Σαγιάρ για τις ΗΠΑ, έρχεται σε αντιπαράθεση με την φιλία τους, η οποία γίνεται ολοένα και πιο δυνατή. «Ο στρατηγός Σαγιάρ ήταν άνθρωπος του στρατού. Είχε συμμετάσχει σε πολλές μάχες, είχε μεγάλη εμπειρία. Από την άλλη, ο συνταγματάρχης Σουτ διέθετε κατάστημα όπλων στο Νιου Τζέρσι, ήταν καλός στο σημάδι, ήξερε πολλά για τα όπλα και αυτό τον είχε βοηθήσει να κερδίσει τον σεβασμό των γύρω του. Ωστόσο, το πιο σημαντικό απ' όλα ήταν το γεγονός ότι μπορούσε να ακούει, πράγμα δύσκολο για τους αμερικανούς. Όταν έφτασα στην περιοχή, μου είχε πει χαρακτηριστικά: «’’Αν δεν είσαι εδώ για τους αφγανούς, δεν είσαι για τους σωστούς λόγους’’. Και το πίστευε. Πήρε μεγάλο ρίσκο στην καριέρα του, μένοντας πιστός σε αυτή τη λογική», σημείωσε η σκηνοθέτιδα.

Όσο διάστημα διέμενε στο Αφγανιστάν, η δημιουργός αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες, οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων και σε ζητήματα της καθημερινότητας. «Πιστεύω ότι αν ήμουν αφγανή, η ζωή εκεί θα ήταν κόλαση. Ωστόσο, ως δυτική, παρουσιάστηκα ως καθηγήτρια και κέρδισα τον σεβασμό. Γενικά, είχα δυσκολία στη συνύπαρξή μου με τους άντρες, γι' αυτό και ήταν μεγάλη ανακούφιση για μένα όταν πηγαίναμε σε χωριά όπου υπήρχαν γυναίκες. Όταν πήγαινα στο δωμάτιό τους, μου έφτιαχναν την μαντίλα ή μου χτένιζαν τα μαλλιά», αφηγήθηκε η δημιουργός.

Μια από τις απόψεις της που αναθεώρησε η κ. Ντάισινγκερ μετά το γύρισμα του ντοκιμαντέρ, ήταν αυτή για την οργάνωση του στρατού. «Μεγάλωσα με την αντίληψη ότι ο στρατός είναι κάτι πολύ καλά οργανωμένο, διότι και ο αδερφός μου είχε πολεμήσει στο Βιετνάμ και η μητέρα μου ήταν νοσηλεύτρια στον αμερικανικό στρατό. Ήταν μεγάλο το σοκ όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε οργάνωση. Όσο ανέβαινες στην κλίμακα, τόσο δυσκολότερα γίνονταν τα πράγματα», σημείωσε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια πρόσθεσε ότι ένα ακόμη γεγονός που της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, χωρίς ωστόσο να αποτυπώνεται στην ταινία, είναι η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των αφγανών. «Οι αμερικάνοι πιστεύουν ότι οι αφγανοί είναι αγράμματοι αγρότες. Και όμως. Είναι ένα έθνος ποιητών. Έχουν τρόπους να σου λένε τη μοίρα σου μέσα από ένα ποίημα. Μου θυμίζουν τον ιταλό παππού μου, ο οποίος, παρότι δεν ήξερε γράμματα, μπορούσε να επιδιορθώσει τα πάντα, με ό,τι είχε στην τσέπη του», κατέληξε η κ. Ντάισινγκερ.

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε ο Αλεξάντερ Νανάου, σκηνοθέτης της ταινίας
Ο κόσμος σύμφωνα με τον Ίον Μπ. Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει το πορτρέτο του Ίον Μπ., ενός 62χρονου άστεγου που ζει στο Βουκουρέστι και έχει δημιουργήσει περισσότερα από 2.000 κολλάζ, τα οποία περιγράφει ως «οι ταινίες μου». Το 2008, ένας νέος ιδιοκτήτης γκαλερί έμαθε κατά τύχη για την ύπαρξη του Ίον και των έργων του κι έναν χρόνο αργότερα, ο άστεγος τότε άντρας βρέθηκε να ζει στο δικό του σπίτι και να έχει αναγνωριστεί ως ένας απ’ τους πιο σημαντικούς σύγχρονους ρουμάνους καλλιτέχνες. «Έτυχε να δω τα έργα του στη γκαλερί και πραγματικά εντυπωσιάστηκα. Ήταν τόσο περίεργο. Ο άνθρωπος αυτός είχε κάνει ένα ποπ-αρτ κολλάζ χωρίς να έχει ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή του, καθώς αυτό το είδος της τέχνης είχε απαγορευτεί την περίοδο εκείνη στη ρουμανία», εξήγησε ο δημιουργός. Ο κ. Νανάου δεν δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα για να πείσει τον Ίον Μπ. να πρωταγωνιστήσει στο ντοκιμαντέρ. «Ο Ίον πάντα αγαπούσε τις ταινίες. Πριν απαγορευτούν στη Ρουμανία, τη δεκαετία του '70, ήθελε να γίνει σκηνοθέτης και ηθοποιός. Έτσι, βρήκε την ευκαιρία, έστω και μ' αυτό τον τρόπο, να πει την ιστορία του», σημείωσε ο κινηματογραφιστής. Ωστόσο, η καλή σχέση που έστησαν εξαρχής σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, δεν συνεχίστηκε μέχρι το τέλος. «Όταν ήρθε η επιτυχία, ο Ίον θύμωσε που δεν είχε συμβόλαιο και δεν είχε κατοχυρώσει το ποσοστό του από την πώληση των έργων του. Η Πινακοθήκη στο Παρίσι, όπου ταξίδεψε η έκθεσή του, έδινε χρήματα στην Πινακοθήκη του Βουκουρεστίου, ωστόσο ο ίδιος δεν ελάμβανε όσα έπρεπε. Θύμωσε και μαζί μου, καθώς θεώρησε ότι η επιτυχία της ταινίας οφείλεται στον ίδιο, και απαίτησε οικονομική βοήθεια. Ούτε λίγο ούτε πολύ, λοιπόν, μια φορά που ταξίδεψα στη Ρουμανία, μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο, διάβασα στις εφημερίδες τρεις συνεντεύξεις εναντίον μου, στις οποίες έλεγε ότι είμαι ένα σκουπίδι και ότι τα έκανα όλα για το κόκκινο χαλί. Από τότε δεν μιλάμε», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Ο Ίον Μπ. εγκατέλειψε και πάλι του σπίτι του και σήμερα ζει στο κελάρι όπου διέμενε πριν γίνει διάσημος. Όσο για τον σκηνοθέτη; Σκέφτεται να επιστρέψει στο Βουκουρέστι για να κάνει μια δεύτερη ταινία με θέμα τον κόσμο της τέχνης στη Ρουμανία, ο οποίος, όπως ανέφερε, «εξακολουθεί να είναι μαύρη αγορά. Όλα γίνονται μόνο για τα λεφτά».

Στο ντοκιμαντέρ Πορτρέτο ενός άντρα του φιλανδού σκηνοθέτη Βίσα Κόισο-Κάντιλα, πρωταγωνιστής είναι ένας 40χρονος άντρας που βιώνει μια κρίσιμη περίοδο στη ζωή του, καθώς δοκιμάζεται η σχέση του με τον μικρό γιο του, αλλά και με το αλκοόλ. «Ο πατέρας του Καρλ, του πρωταγωνιστή μου, υπήρξε αλκοολικός και αυτόχειρας. Σε αυτή τη φάση της ζωής του, ο ήρωάς μου βλέπει στον εαυτό του κάτι από τον πατέρα του, και προσπαθεί να αλλάξει τη ζωή του», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Στη Φινλανδία καταγράφονται τα περισσότερα περιστατικά αυτοκτονιών στον δυτικό κόσμο. Οι μεσήλικες και κυρίως οι άνδρες δεν ζητούν βοήθεια και στήριξη και αυτός είναι ο λόγος που αποφάσισα να κάνω αυτή την ταινία». Ο δημιουργός και ο πρωταγωνιστής συνδέονται με δεσμούς φιλίας, γεγονός που έκανε τον Καρλ να ανοιχτεί ευκολότερα μπροστά στον φακό του κ. Κόισο-Κάντιλα. «Η γενιά μας γενικότερα προσπαθεί να αλλάξει. Δεν είναι στην κουλτούρα μας να εκφράζουν οι άντρες τα συναισθήματά τους, τα πρότυπα είναι διαφορετικά και στο πλαίσιο αυτό προσπαθούμε να κάνουμε κάποια βήματα μπροστά», ανέφερε ο δημιουργός. Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο σκηνοθέτης αποφάσισε να αγγίξει ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, ήταν το ότι και ο ίδιος είχε κακές σχέσεις με τον πατέρα του. «Δεν είχα καλές σχέσεις με τον πατέρα μου. Έλειπε και ως φυσική παρουσία και σε συναισθηματικό επίπεδο», υπογράμμισε σχετικά. Όσο για τον ίδιο τον Καρλ, ο σκηνοθέτης δήλωσε ότι βοηθήθηκε από την όλη διαδικασία, αλλά και ότι «παραμένει ένας μοναχικός τύπος, όμως έχει καλούς φίλους».

Με τη σειρά της, η σκηνοθέτιδα Τζένιφερ Άρνολντ αναφέρθηκε στην ταινία της Μια μικρή πράξη. Το ντοκιμαντέρ καταγράφει την ιστορία του Κρις Μμπούρου, ενός νεαρού επαρχιώτη μαθητή από την Κένυα, ο οποίος κατάφερε να τελειώσει το σχολείο και να σπουδάσει, χάρη στη χορηγία που έλαβε από την Χίλντα Μπακ, μια εβραία επιζήσασα του Ολοκαυτώματος. Η ίδια η κ. Μπακ δεν περίμενε ποτέ ότι θα λάμβανε νέα του «προστατευόμενού» της, μέχρι που ο Κρις - νυν απόφοιτος του Χάρβαρντ και δικηγόρος του ΟΗΕ στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων - αποφάσισε να βρει την άγνωστη ευεργέτιδά του και να ακολουθήσει το παράδειγμά της, θεμελιώνοντας ένα ταμείο αρωγής που το βάφτισε “Χίλντα Μπακ”. «Ο Κρις Μμπούρου, ενθυμούμενος ο ίδιος πόσο ευεργετήθηκε από την κ. Μπακ, ξεκίνησε μια προσπάθεια να βοηθήσει τους μικρούς μαθητές στο δημοτικό σχολείο του Μουκούμπου, όπου φοιτούσε κάποτε ο ίδιος», επεσήμανε η δημιουργός. «Όταν ξεκινούσαμε την ταινία δίνονταν υποτροφίες σε δέκα μαθητές. Μετά το τέλος της, είχαμε ήδη καταφέρει να συγκεντρώσουμε 90.000 δολάρια, ενώ μετά από ενάμιση χρόνο συγκεντρώθηκαν από δωρεές 750.000 δολάρια στο ταμείο αρωγής “Χίλντα Μπακ” και σε άλλα ταμεία”», πρόσθεσε η κ. Άρνολντ.
Η ζωή των πρωταγωνιστών του ντοκιμαντέρ είναι σήμερα καλύτερη. «Όσοι συμμετείχαν στην προσπάθειά μας είναι πολύ καλά. Η Χίλντα αισθάνεται σαν σταρ του σινεμά. Στα 88 της χρόνια, γνώρισε, έστω και αργά, τη δημοσιότητα και είναι ενθουσιασμένη με αυτό. Τα παιδιά που εμφανίζονται στην ταινία φοιτούν τώρα στην πρώτη τάξη του Λυκείου και προετοιμάζονται για να πάνε στο Πανεπιστήμιο», δήλωσε η δημιουργός.