Ανοιχτή συζήτηση Ρόμπερτ Μπίβερς – Μαρκ Γουέμπερ

60ό ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ανοιχτή συζήτηση Ρόμπερτ Μπίβερς – Μαρκ Γουέμπερ

Μια ανοιχτή συζήτηση ανάμεσα στον σκηνοθέτη του Ρόμπερτ Μπίβερς και τον Μαρκ Γουέμπερ, κιθαρίστα των Pulp, μελετητή του έργου του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και ανεξάρτητο επιμελητή ταινιών και βίντεο στο BFI, το Tate Modern, το Κέντρο Πομπιντού κ.ά., πραγματοποιήθηκε το Σάββατο, 2 Νοεμβρίου στο MOMus - Πειραματικό Κέντρο Τεχνών (Αποθήκη Β1- Λιμάνι), με αφορμή το αφιέρωμα που διοργανώνει το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (και επιμελείται η κριτικός κινηματογράφου Γεωργία Κορώση) «Προς το Τέμενος: Γκρέγκορι Μαρκόπουλος και Ρόμπερτ Μπίβερς».

Τη συζήτηση προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ορέστης Ανδρεαδάκης δηλώνοντας ότι το Φεστιβάλ είναι πολύ χαρούμενο που έχει τη δυνατότητα να πραγματοποιεί αυτό το ξεχωριστό αφιέρωμα και προέτρεψε το κοινό να δει τις ταινίες που προβάλλονται, «στοχαστικά φιλμ που ανοίγουν έναν άλλο κόσμο», όπως είπε χαρακτηριστικά. Από την πλευρά της η Γεωργία Κορώση επιβεβαίωσε τη σημαντικότητα του αφιερώματος και προέτρεψε με τη σειρά της το κοινό να προμηθευτεί το βιβλίο «The Collected Writings of Gregory Markopoulos» το οποίο επιμελήθηκε ο Μαρκ Γουέμπερ. 

Ξεκινώντας την κουβέντα ο κ. Γουέμπερ συστήθηκε στο κοινό του Φεστιβάλ, όχι με την ιδιότητα του μουσικού όπως είπε, αλλά με αυτήν του μελετητή ανεξάρτητων αβάν-γκαρντ ταινιών. «Κάποια στιγμή ξεκίνησα να οργανώνω ένα μεγάλο αφιέρωμα στο Νέο Αμερικάνικο Σινεμά και χωρίς να έχω δει κάποια από τις ταινίες του Γκρέγκορι Μαρκόπουλος, ένιωθα ότι πρέπει να υπάρχουν μέσα σε αυτό. Έτσι απευθύνθηκα στον Ρόμπερτ, ο οποίος είναι και αυτός κινηματογραφιστής που έζησε για πολλά χρόνια και ταξίδεψε με τον Μαρκόπουλο, γνωρίζοντας πολύ καλά τη σχέση του με την Ελλάδα», τόνισε χαρακτηριστικά. Αφού διάβασε ένα μικρό απόσπασμα από το εν λόγω βιβλίο, προσπαθώντας να αποτυπώσει την σχέση του διορατικού σκηνοθέτη με το σινεμά, απευθύνθηκε στον κ. Μπίβερς ζητώντας και τη δική του γνώμη. «Αυτό που διακρίνω στο κείμενο είναι μια υπέροχη αντίφαση. Εστιάζοντας στη διαφορά ανάμεσα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ο Μαρκόπουλος οραματίστηκε το αρχαίο θέατρο. Οραματίστηκε, όμως, μια τελείως διαφορετική διαδικασία προβολής της κινηματογραφικής ταινίας. Αυτό που εκτιμώ εγώ περισσότερο από τα κείμενά του είναι ο βαθύς ουμανισμός που εκπέμπουν, αλλά και τα στέρεα ιδανικά που ο ίδιος μοιράστηκε και με άλλους δημιουργούς της γενιάς του. Τους κινηματογραφιστές που έδρασαν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τοποθέτησαν το σινεμά στο κέντρο της ζωής τους», επεσήμανε.

Ο κ. Γουέμπερ, παρεμβαίνοντας, τόνισε ότι ο Μαρκόπουλος γεννήθηκε το 1928 στην Αμερική, σκηνοθέτησε μερικές από τις ταινίες του εκεί και μετά μετακόμισε στην Ελλάδα, όπου προσπάθησε να κατασκευάσει την πρώτη του ταινία δουλεύοντας με τον Τζέιμς Πάρις, μια συνεργασία που προφανώς δεν πήγε όπως θα ήθελε. Ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος αποτέλεσε μια κεντρική φιγούρα στο αποκαλούμενο «Νέο Αμερικάνικο Σινεμά». Ο Ρόμπερτ Μπίβερς πρόσθεσε ότι το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ρεύμα γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως ένα κίνημα αντίθετο στη λογοκρισία της εποχής που απαγόρευε, για παράδειγμα, την κινηματογράφηση σε δημόσιο χώρο. «Τότε ιδρύθηκε καιένας μικρός συνεταιρισμός από τους κινηματογραφιστές, ιδίως από αυτούς τις ταινίες των οποίων απέρριπταν, όπως τον Σταν Μπράκατζ για παράδειγμα. Εγώ έφτασα στην Νέα Υόρκη το 1965 και γνώρισα τον Γκρέγκορι. Πήρα μέρος στον συνεταιρισμό και αυτό ήταν, σε μερικούς μήνες είχα εμπλακεί ενεργά. Ήταν τελικά υπέροχο το γεγονός ότι αυτοί οι σκηνοθέτες έζησαν σε μια περίοδο τεράστιας λογοκρισίας και απόρριψης, γιατί αυτό έκανε ξεκάθαρο το τι ήθελαν ακριβώς να κάνουν και με έναν τρόπο τους έπεισε ότι μπορούν να το κάνουν. Προσωπικά, είχα μεγαλώσει με ταινίες του κλασικού Χόλιγουντ, οι οποίες ποτέ δεν μου έδιναν την εντύπωση ότι κι εγώ μπορώ τελικά να σκηνοθετήσω. Μέχρι να γνωρίσω αυτό το γκρουπ ανεξάρτητων δημιουργών δεν είχα διανοηθεί τις θυσίες τους, αλλά τελικά υπήρξε κάποια χρονική στιγμή όπου το φως του προβολέα έπεσε επάνω τους. Ολόκληρη η Αμερική άρχισε να ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, με κύριο εκφραστή τους τον Γιόνας Μέκας», υποστήριξε.

Αναφερόμενος στον Γκρέγκορι Μαρκόπουλο, ο κ. Μπίβερς τόνισε ότι είχε σκηνοθετήσει κάποια από τα πιο σημαντικά φιλμ εκείνης της περιόδου, όντας ταυτόχρονα ένα από τα πιο βασικά μέλη αυτού του γκρουπ, αλλά αποτελώντας παράλληλα και εξαίρεση, ακολουθώντας ένα πιο ριζοσπαστικό μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που απαιτούσε συγκλονιστική αφοσίωση. Όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο ο Μαρκόπουλος, αλλά και ο ίδιος επέλεξαν να φύγουν από την Αμερική και να έρθουν στην Ευρώπη, ο κ. Μπίβερς απάντησε ότι ο ελληνικής καταγωγής δημιουργός είχε ανέκαθεν πάθος με την Ελλάδα. «Σχεδόν απέρριψε τις Ηνωμένες Πολιτείες και γύρισε στην Ελλάδα, μην επιστρέφοντας ποτέ πίσω. Ταξίδευε σε χώρες της Ευρώπης για πολλά χρόνια. Το πιο σταθερό σημείο μας ήταν ένα χρηματοκιβώτιο μιας τράπεζας στην Ελβετία και αφιερώσαμε όλο μας το χρόνο ταξιδεύοντας, κινηματογραφώντας, μοντάροντας. Τη δεκαετία του 1970 ο Μαρκόπουλος αποφάσισε να αποσύρει από την κυκλοφορία όλες του τις ταινίες. Συνέχισε να σκηνοθετεί, αλλά δεν τις πρόβαλε πουθενά. Όπως θα γνωρίζετε, κάθε δημιουργός που δεν έχει χρήματα, έχει και ένα σταθερό εμπόδιο να ξεπεράσει. Ο Μαρκόπουλος είχε πάντοτε δύο σταθερά εμπόδια. Τα οικονομικά του και την ομοφυλοφιλία του. Και τα δύο αποδείχθηκαν πηγές έμπνευσης για το έργο του. Ξέρετε, αν ποτέ έδινες ένα εκατομμύριο δολάρια στον Γκρέγκορι, αυτός θα είχε ανάγκη από δύο στο τέλος! Κατάφερνε, ωστόσο, να δουλεύει δημιουργικά μέσω της φτώχιας με έναν πολύ «σωκρατικό» τρόπο: κατάφερε να συνδέσει την ιδέα του έρωτα με αυτήν της φτώχειας και όλο αυτό αποτέλεσε μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον ίδιο. Ένα όραμα και ένα μυστικισμός που τον οδήγησε σε μια πολύ δημιουργική κατεύθυνση», επεσήμανε.

Το 1971, λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Μπίβερς, ο Γκρέγκορι Μαρκόπουλος συνέλαβε την ιδέα για το «Τέμενος», το οποίο αντιλαμβανόταν ως ένα κομμάτι Γης ξεχωριστό και ξέχωρο από την υπόλοιπη πλάση, αλλά και ως έναν ιδεατό τόπο όπου τίποτε δεν γεννιέται αλλά και τίποτε δεν πεθαίνει. Για έναν δημιουργό που στοχαζόταν διαρκώς πάνω στην κινηματογραφική φόρμα, το καρέ ενός φιλμ αποτελούσε πάντα σημείο αναφοράς. Κάτι σαν ιερογλυφικό και ιδεόγραμμα ταυτόχρονα. Ο τόπος τελικά ήταν ένα πολύ μικρό χωριό κάπου στην Πελοπόννησο. Ο Ρόμπερτ Μπίβερς αφηγήθηκε πώς μια άρνηση για προβολή των ταινιών του Μαρκόπουλος στην Εθνική Πινακοθήκη, εξαιτίας των γυμνών τους σκηνών, οδήγησε αρχικά στην Τρίπολη και έπειτα σε ένα πολύ μικρό χωρίο, τη Λυσσαρέα Αρκαδίας, όπου και τελικά προβλήθηκαν τα φιλμ, σε έναν τόπο χωρίς τρεχούμενο νερό και με μερικούς ξένους, αλλά και έλληνες θεατές, ανάμεσα σε αυτούς και ο Αλέξης Μινωτής. «Ήταν μια τρέλα όλο αυτό! Αλλά ήμουν έτοιμος να το ακολουθήσω μέχρι τέλους. Εκεί, εξάλλου, γεννήθηκε και η ιδέα να κινηματογραφήσουμε κάτι. Όταν, λοιπόν, σταματήσαμε τις προβολές, ο Γκρέγκορι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο τελευταίο του πρότζεκτ, το φιλμ Ενιαίος που τον συνόδευσε ως το θάνατο το 1992, δίχως να μπορέσει να το ολοκληρώσει. Ο ίδιος έλεγε ότι προσπαθούσε να γυρίσει ένα φιλμ που θα απευθυνόταν σε έναν θεατή που δεν υπήρχε ακόμη. Έναν ψευδαισθησιακό θεατή, τον θεατή του 21ου αιώνα. Το φιλμ τελικά κατέληξε να έχει περίπου 70 με 80 ώρες διάρκεια, όντας χωρισμένο σε 22 κύκλους, δύο έως πέντε ωρών ο καθένας. Μέσα του υπάρχουν εικόνες από ολόκληρη τη φιλμογραφία του καλλιτέχνη, εναλλασσόμενες από περιόδους μη-εικόνας. Το φιλμ σίγουρα αποτελεί μια πρόκληση. Δεν θα το χαρακτήριζα μια άνετη εμπειρία», σημείωσε.

Φτάνοντας προς το τέλος της συζήτησης, ο Ρόμπερτ Μπίβερς ανέφερε πως τα τελευταία 20 χρόνια ασχολείται με την αποκατάσταση αυτού του φιλμ, μια ιδιαίτερα επίπονη και ακριβή διαδικασία. «Κάθε κύκλος κοστίζει περίπου 30.000 δολάρια και έως σήμερα, που βρισκόμαστε σχεδόν στα μισά της διαδικασίας, έχουμε ξοδέψει 700.000 δολάρια. Δουλεύω ακατάπαυστα μαζί με μια ομάδα νέων καλλιτεχνών και όλο το εγχείρημα είναι ένας συνεχής αγώνας. Έχουμε όμως ξεκινήσει μια νέα δραστηριότητα από το 2004, με προβολές στο «Τέμενος». Συμβαίνει μια φορά κάθε τέσσερα χρόνια στη Λυσσαρέα με ανοιχτές προβολές τον Ιούνιο. Η επόμενη θα γίνει το 2020. Οι προβολές ξεκινούν μόλις σουρουπώσει και κρατούν από δύο έως πέντε ώρες. Έχουμε θεατές από ολόκληρο τον κόσμο και η ενημέρωση πραγματοποιείται κυρίως μέσω e-mail αλλά και από στόμα σε στόμα. Υπάρχει και ένα website όπου μπορεί κανείς να λάβει περισσότερες πληροφορίες, το www.temenos.org. Ο μέγιστος αριθμός θεατών που μπορούμε να φιλοξενήσουμε είναι 200, αφού όλο αυτό το εγχείρημα στερείται ουσιαστικής υποδομής. Από την πλευρά μου, μπορώ να τονίσω ότι δεν φανταζόμουν ποτέ ότι κάποια στιγμή στην καριέρα μου θα έπαιζα το ρόλο του αρχειοφύλακα. Αλλά όταν θέλεις να φέρεις το έργο κάποιου στην επιφάνεια και να το διαφυλάξεις για το μέλλον, δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Το τεράστιο αυτό αρχείο υπάρχει κάπου στην Ελβετία. Αποτελεί ένα πολύ μεγάλο βάρος, αλλά ταυτόχρονα και μια απελευθερωτική δραστηριότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά, κλείνοντας την κουβέντα.