61ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ||
5- 15/11/2020
Directors’ Corner: Τι έγινε την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου
Η τρίτη από μια σειρά διαδικτυακών συζητήσεων, ανοιχτών σε όλους, με τους σκηνοθέτες των ταινιών που συμμετέχουν στα δύο διαγωνιστικά τμήματα, Διεθνές Διαγωνιστικό και Meet the Neighbors, καθώς και των ελληνικών ταινιών του προγράμματος, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου, στο κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.
Το κοινό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους σκηνοθέτες Τζόναθαν Κουάρτας (Η καρδιά μου δεν χτυπά ώσπου να της το ζητήσεις), Δάφνη Χαριζάνη (Στην πυρά), Αλέξανδρο Βούλγαρη – The Boy (Γυμναστήριο), Τζώρτζη Γρηγοράκη (Digger), Φιλίπ Λακότ (Η νύχτα των βασιλιάδων) και Φερνάντα Βαλαντές (Χαρακτηριστικά γνωρίσματα). Τη συζήτηση, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των δράσεων της Αγοράς, συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου.
Τον λόγο πήρε αρχικά η Δάφνη Χαριζάνη, μιλώντας για την ταινία της Στην πυρά: «Η ταινία αφορά δύο αδερφές, η μία βρίσκεται στη Γερμανία και η άλλη στο Ιράκ. Η μία είναι επαγγελματίας στρατιωτικός και συμμετέχει εθελοντικά σε μια αποστολή στο Ιράκ με σκοπό την εκπαίδευση Κούρδων που πολεμούν τον ISIS. Οι δυο τους συναντιούνται ξανά στον πόλεμο».
Για την ταινία του Γυμναστήριο, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης είπε: «Πρόκειται για την έκτη μου ταινία. Γυρίστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα με τους μαθητές μου από το Εθνικό Θέατρο, καθώς θέλαμε να κάνουμε κάτι για το τέλος της χρονιάς. Τα γυρίσματα θα γίνονταν σε ένα γυμναστήριο, αλλά λόγω της πανδημίας δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο. Είναι δεκαεπτά έντονοι μονόλογοι για ένα γυμναστήριο που δεν υπάρχει πουθενά. Επομένως, είναι οι μονόλογοι, τα πρόσωπα και η μουσική που έγραψα. Θα ήταν μια κλασική ensemble movie, αλλά μας προέκυψε κάτι διαφορετικό που μας αρέσει περισσότερο τελικά».
Ο Τζόναθαν Κουάρτας, αναφέρθηκε στην ταινία του Η καρδιά μου δεν χτυπά ώσπου να της το ζητήσεις: «Το φιλμ γυρίστηκε πέρσι στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα. Είναι ένα σκοτεινό οικογενειακό δράμα, που αφορά δύο αδέρφια, τα οποία φροντίζουν τον μικρότερο αδερφό τους, που έχει μια περίεργη αρρώστια. Είναι μια ιστορία αλληλεξάρτησης, που την εμπνεύστηκα από τη γιαγιά μου και τον χρόνο που πέρασε ο μπαμπάς μου στο νοσοκομείο μέχρι τον θάνατό της. Είναι εννιά αδέρφια στην οικογένειά του και όλοι έρχονταν στο νοσοκομείο για να τη δουν».
Στη συνέχεια, η Φερνάντα Βαλαντές μίλησε για την ταινία της Χαρακτηριστικά γνωρίσματα: «Πρόκειται για ένα road movie που ξεδιπλώνει την ιστορία μιας μητέρας που αναζητά τον γιο της που εξαφανίστηκε ενώ προσπαθούσε να διασχίσει τα σύνορα Μεξικού - ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα δράμα που σχετίζεται με το θέμα της μετανάστευσης, των εξαφανίσεων και γενικότερα της βίας στο Μεξικό».
Ο Φιλίπ Λακότ πήρε τη σκυτάλη μιλώντας για την ταινία του Η νύχτα των βασιλιάδων, λέγοντας πως, «πρόκειται για τη δεύτερη ταινία μου, η οποία προβλήθηκε στους “Ορίζοντες” του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Ένας νεαρός άνδρας περνά την πρώτη του νύχτα στην πιο άγρια φυλακή της Ακτής Ελεφαντοστού και είναι υποχρεωμένος να διηγηθεί ιστορίες στους συγκρατούμενούς του μέχρι την αυγή, αν θέλει να επιβιώσει. Είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Χίλιες και μία νύχτες».
Για την ταινία του, Digger, μίλησε ο Τζώρτζης Γρηγοράκης, o οποίος ανέφερε: «Συμμετέχουμε στο Διαγωνιστικό με ένα σύγχρονο γουέστερν για έναν πατέρα και τον γιο του, που σκάβουν στην λάσπη για να βρουν τις ρίζες τους. Ο κεντρικός χαρακτήρας μου είναι σε μια κατάσταση μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, γιατί δεν μπορεί να αφήσει το μέρος που αγαπά, αλλά ούτε και μπορεί να μείνει γιατί δεν γίνεται να αντιμετωπίσει τον εχθρό που τον απειλεί. Το δίλημμα συνδέεται με το τοπίο και γίνεται ο πρωταγωνιστής».
«Τα φιλμ που έχουμε σήμερα είναι πολύ διαφορετικά. Ωστόσο, λειτουργούν ως ψηφιδωτό, ως φωνές και ιστορίες που συνδέονται», εξήγησε η συντονίστρια της συζήτησης, Έλενα Χρηστοπούλου, ζητώντας από τους σκηνοθέτες να μιλήσουν για τη δική τους ιστορία.
Σύμφωνα με τη Δάφνη Χαριζάνη, «πήγα από την Ελλάδα στη Γερμανία. Εκεί δεν ήξερα τι να κάνω με τον εαυτό μου, ήμουν πολύ μεγάλη για να πάω στο γυμνάσιο και πήγα σε μια σχολή για τέχνες. Οπότε μπήκα σε έναν κόσμο που ήταν άγνωστος σε μένα, στη μουσική, στο θέατρο, στο σινεμά. Το σινεμά ήταν βέβαια κάτι με το οποίο μεγάλωσα, πήγαινα από μικρή στο σινεμά, στη Θεσσαλονίκη. Και το σινεμά ήταν που με βοήθησε στη Γερμανία να κατανοήσω το περιβάλλον μου. Με βοήθησε να καταλάβω τη γλώσσα και την κοινωνία, έγινε από πολύ νωρίς κομμάτι μου».
«Η ιστορία μου είναι παρόμοια με της Δάφνης. Αγαπούσα το σινεμά από παιδί. Με τους γονείς μου πηγαίναμε στο σινεμά τρεις φορές την εβδομάδα. Πάντα έβλεπα ταινίες και με τον αδερφό μου, ο οποίος μάλιστα είναι και ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας. Το καλλιτεχνικό γονίδιο προήλθε από τον μπαμπά μου, που ζωγράφιζε και αγαπούσε την αρχιτεκτονική. Δεν μπορούσε, ωστόσο, να κυνηγήσει μια τέτοια καριέρα γιατί έπρεπε να επιβιώνει και η οικογένειά μας. Συμμετέχει και αυτός στην ταινία ως σχεδιαστής παραγωγής. Είναι, δηλαδή, μια οικογενειακή υπόθεση. Και η αλήθεια είναι πως από μικρός έψαχνα την ευκαιρία για να λέω ιστορίες», ανέφερε ο Τζόναθαν Κουάρτας.
Τη δική της ιστορία είπε και η Φερνάντα Βαλαντές. «Θα ήθελα να μοιραστώ την αγάπη μου για τις ταινίες που μπορούν να ταξιδεύουν και να αφηγούνται ιστορίες, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές διαφορές. Δεν είχαμε σινεμά στην πόλη όπου μεγάλωσα αλλά είχαμε video clubs που μπορούσαμε να νοικιάσουμε ταινίες. Πάντα αγαπούσα τις ταινίες, ωστόσο δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να σπουδάσω Κινηματογράφο. Σπούδασα Φιλοσοφία και σύντομα κατάλαβα πως ο τρόπος που βίωνα τα πράγματα είναι μέσα από τις ιστορίες και όχι την αφηρημένη σκέψη. Αυτό που θαυμάζω στις ταινίες είναι ότι μπορείς να συνδέσεις τις ιδέες και τους χαρακτήρες με συναισθήματα και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις τέχνες και σε επιστήμες όπως η Φιλοσοφία ή η Κοινωνιολογία».
«Το σπίτι μου ήταν κοντά σε σινεμά στο Αμπιτζάν. Η μητέρα μου όταν είχε δουλειές με άφηνε τρεις φορές την ημέρα στο σινεμά και ερχόταν αργότερα να με πάρει. Ποτέ δεν είδα ολοκληρωμένη ταινία σε εκείνο το σινεμά, μόνο διαφορετικά κομμάτια ταινιών. Και αυτό το στοιχείο υπάρχει και στις ταινίες μου. Υπάρχουν πολλές ιστορίες μέσα σε μια ιστορία. Σχετικά με τη Νύχτα των βασιλιάδων, να σας πω ότι η μητέρα μου ήταν σε αυτή τη φυλακή για πολιτικούς λόγους. Βρίσκεται μέσα στο δάσος και πήγαινα με το λεωφορείο εκεί, μία μέρα την εβδομάδα για να τη δω, και έτσι απέκτησα δυνατά συναισθήματα για αυτό το μέρος. Δεν υπήρχε κάποιο ιδιωτικό σημείο σε αυτή τη φυλακή, οπότε αν ήθελες να δεις έναν φυλακισμένο ήσουν σε ένα μεγάλο δωμάτιο με πολλά άτομα μαζί. Για μένα ήταν σαν ένα βασίλειο με βασιλιάδες και όλες αυτές οι αναμνήσεις έμειναν στο μυαλό μου», εξήγησε ο Φιλίπ Λακότ.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης ανέφερε τα εξής: «η οικογένεια μου εργαζόταν στο σινεμά, ο πατέρας μου είναι σκηνοθέτης, οπότε μεγάλωσα μέσα στα γυρίσματα. Ως οικογένεια είχαμε πολύ δυνατή σχέση με τις ταινίες και την ίδια στιγμή προέρχομαι από πολιτικό περιβάλλον. Και εμένα οι γονείς μου φυλακίστηκαν όπως του Φιλίπ, οπότε η πολιτική ήταν πάντα μονοδιάστατη για μένα, ενώ στο σινεμά έβλεπα κάτι πολυδιάστατο. Μπορούσα να είμαι πιο αληθινός».
«Δεν ήμουν ποτέ σινεφίλ, αλλά όταν πολύ ήμουν μικρός και πηγαίναμε στο εξοχικό μας, δίπλα από το σπίτι του θείου μου υπήρχε ένα σινεμά. Οπότε το έσκαγα από την πίσω αυλή και τρύπωνα για να δω ταινίες. Στην εφηβεία μου δεν πήγα καθόλου στο σινεμά, παρότι ο πατέρας μου είναι καλλιτέχνης, ενώ αργότερα σπούδασα Κοινωνική Ψυχολογία. Πιστεύω πως έκανα αυτές τις σπουδές γιατί ενδιαφέρομαι για τις σχέσεις με τους άλλους και το τι συμβαίνει γύρω μου. Υπάρχει αυτό το στοιχείο στις ταινίες μου, η αντίθεση ανάμεσα σε μια προσωπική ιστορία και το κοινωνικό περιεχόμενο στο οποίο εξελίσσεται. Βέβαια βρήκα τις σπουδές μου πολύ… περιορισμένες. Δεν υπήρχε φαντασία και έλειπε το καλλιτεχνικό στοιχείο. Οπότε το αναζητούσα. Άρχισα, λοιπόν, να αγαπώ το σινεμά φτιάχνοντας τις ταινίες μου. Αρχικά ανακάλυψα τη φωτογραφία και σταδιακά διαπίστωσα πως με αυτή μπορείς να πεις μια ιστορία», είπε ο Τζώρτζης Γρηγοράκης.
Ακολούθησαν οι ερωτήσεις του κοινού. «Πότε θα κυκλοφορήσει το σάουντρακ του Γυμναστηρίου; Η μουσική εμπνέεται από τους μονόλογους της ταινίας;» ήταν η πρώτη ερώτηση για τον Αλέξανδρο Βούλγαρη. «Θα κυκλοφορήσει αρχικά το βιβλίο με τους μονόλογους και φωτογραφίες της ταινίας και μάλλον θα συνοδεύεται από το σάουντρακ. Όποτε γράφω ένα σενάριο πάντα ακούω μουσική, ένα συγκεκριμένο κομμάτι, γιατί με βοηθάει να συγκεντρωθώ. Όταν κάναμε τις πρόβες και τα γυρίσματα, δεν μπορούσα να καταλάβω αν παίζουν καλά ή όχι οι ηθοποιοί δίχως να ακούω τη μουσική. Οπότε άκουγα το ίδιο κομμάτι δέκα ώρες την ημέρα και έτσι αυτή η μουσική, καθώς και εκείνη που έγραψα, συνδέονται με την ταινία».
Σε ερώτηση απευθυνόμενη στη Δάφνη Χαριζάνη, για το πόσο δύσκολο ήταν να έρθει σε επαφή με γυναίκες στο Κουρδιστάν, η ίδια απάντησε: «Πήγα στο βόρειο Ιράκ και έκανα μεγάλη έρευνα, μίλησα με γυναίκες μαχήτριες και με πολύ κόσμο που έχασε κάποιον σε αυτόν τον πόλεμο, αλλά και με γερμανούς στρατιώτες. Ωστόσο, είχα υποστήριξη και είχαμε πάντα κάποιον στρατιωτικό που μας συνόδευε για την ασφάλειά μας. Δεν μπορούσαμε βέβαια να γυρίσουμε την ταινία εκεί για λόγους ασφαλείας και τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα. Στο Ιράκ κάναμε γυρίσματα μόνο για δύο μέρες ώστε να έχουμε σκηνές από το τοπίο και από ένα καταστραμμένο χωριό που υπάρχει μέσα στην ταινία. Δεν είναι τόσο δύσκολη η έρευνα όταν οι άνθρωποι ξέρουν ότι ενδιαφέρεσαι για αυτούς. Είναι πολύ ανοιχτοί και έχουν πολύ χιούμορ ανεξάρτητα από τις καταστάσεις που βιώνουν».
«Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Βαγγέλη Μουρίκη;» ήταν η ερώτηση που απευθύνθηκε στον Τζώρτζη Γρηγοράκη: «Είναι η τέταρτη φορά που συνεργάζομαι μαζί του –υπήρξαν και τρεις ταινίες μικρού μήκους– και αυτή η ταινία γράφτηκε για τον ίδιο. Συνεργαστήκαμε και στο σενάριο. Πέρα από το ότι είναι υπέροχος ηθοποιός, εμπλέκεται με την ιστορία και είναι τόσο έμπειρος που δεν χρειάζεται πολλά για να ερμηνεύσει, μόνο μια σταθερή σκηνοθετική καθοδήγηση. Έδωσε πολλά σε αυτόν τον ρόλο. Ήταν κάτι δύσκολο που δεν είχε ξανακάνει – και όχι επειδή είναι η ταινία μας, αλλά ειλικρινά πιστεύω ότι δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του».
Σε επόμενη ερώτηση του κοινού για το πόσο σημαντική είναι για τους ίδιους η κριτική των ταινιών τους, ο Φιλίπ Λακότ ανέφερε πως, «δεν είναι καθόλου σημαντική. Δεν υπάρχει η προσωπική άποψη σε αυτές τις κριτικές, αλλά η παραδοχή που επικρατεί. Όταν ένας σκηνοθέτης είναι αποδεκτός, όλοι τον αγαπούν. Όταν θέλεις να δημιουργήσεις κάτι διαφορετικό και δεν το καταλαβαίνουν, οι κριτικές δεν σε βοηθούν».
Όπως είπε ο Τζόναθαν Κουάρτας, «για μένα είναι η πρώτη μου ταινία και οι κριτικές με επηρεάζουν, είτε είναι αρνητικές είτε θετικές. Η κριτική με βοηθάει να επικυρώσω τα όσα θα ήθελα να κάνω στην επόμενη ταινία μου. Κάποιες φορές πονάει να διαβάζεις κακές κριτικές, ωστόσο είναι ωραίο να βλέπουν την ταινία σου και να μπαίνουν στη διαδικασία να γράψουν γι’ αυτή».
Τον λόγο πήρε αμέσως μετά η Φερνάντα Βαλαντές, λέγοντας τα εξής: «συμφωνώ με τον Φιλίπ και προσπαθώ να μην τις διαβάζω. Νομίζω πως οι κριτικές είναι χρήσιμες για το κοινό διότι του προτείνουν τι να δει. Προτιμώ τα σχόλια των συναδέλφων από των κριτικών».
Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, «όποτε διαβάζω μια κριτική ή μια άποψη για την ταινία μου πάντα τη σκέφτομαι και μπορεί να με επηρεάσει συναισθηματικά, αλλά δεν θα επηρεάσει τη δουλειά μου. Μου αρέσει να διαβάζω κριτικές, όμως όχι για τις ταινίες μου!».
«Είναι η πρώτη μου ταινία και δεν ξέρω πώς θα είναι οι κριτικές στο μέλλον. Με ενδιαφέρουν να τις διαβάζω, αλλά θέλω να καταλάβω την οπτική τους. Αν μοιάζει με τη δική μου τις λαμβάνω υπόψη, διαφορετικά τις απορρίπτω. Μπορεί να είναι πολιτική, ιδεολογική ή κοινωνική η οπτική. Πολλές φορές μαθαίνω από τις κριτικές γιατί είναι καλογραμμένες και μου δίνουν και μια προσέγγιση που δεν είχα σκεφτεί», είπε ο Τζώρτζης Γρηγοράκης.
Η Δάφνη Χαριζάνη ανέφερε με τη σειρά της: «Το πρώτο μου ντοκιμαντέρ είχε προβληθεί στην Μπερλινάλε και μέχρι τότε ποτέ δεν είχα σκεφθεί πως θα γυρίσω κάποτε μια ταινία. Ωστόσο, οι κριτικές ήταν τόσο καλές που όλοι με πήραν στα σοβαρά. Δέχτηκα θερμές κριτικές και γι’ αυτή την ταινία». Όσο για το αν εμπνεύστηκε από αληθινές μαχήτριες για την ταινία, δήλωσε τα εξής: «Όχι, έκανα την έρευνά μου στον γερμανικό στρατό και είναι ο συνδυασμός όλων αυτών των ανθρώπων που γνώρισα. Τις δημιούργησα. Δεν εμπνεύστηκα από αληθινά πρόσωπα».
«Πιστεύετε ότι το ελληνικό κοινό θα καταλάβει την κινηματογραφική σας γλώσσα;» ήταν μια ερώτηση από το κοινό για τον Φιλίπ Λακότ. Όπως είπε ο ίδιος, «το ελπίζω, υπάρχουν διάφορα στοιχεία στην ταινία που συνδέονται με την αφρικανική κουλτούρα, αλλά νομίζω ότι θέματα όπως οι πολιτικές αντιπαραθέσεις έχουν παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ποτέ δεν γυρίζω μια σκηνή για την οποία το κοινό θα χρειάζεται να έχει τις γνώσεις από πριν για να την καταλάβει».
«Η ταινία σας είναι πολύ όμορφη, αλλά είναι και μια γροθιά στο στομάχι, ήταν δύσκολα τα γυρίσματα για ένα τέτοιο θέμα;». Στην παραπάνω ερώτηση κλήθηκε να απαντήσει η Φερνάντα Βαλαννηνεμβρίου, ασκευή, του. Η α τηννιdemidf themhhered to Belgium (*art in the prestigious competion the latter might trigger a devτές: «Πιο δύσκολη ήταν η διαδικασία της έρευνας για τις διάφορες δολοφονίες που είχαν γίνει σε περιοχές του Μεξικού, για τους επιζώντες και τις οικογένειες τους. Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια ιστορία για την πολυπλοκότητα της βίας στο Μεξικό. Θέλαμε να μιλήσουμε για την αγάπη που νιώθουν οι οικογένειες και οι μητέρες των ανθρώπων που έχουν εξαφανιστεί. Μέσα σε αυτό το σκοτάδι, ξεπροβάλλει ένα φως. Ήμουν πολύ τυχερή που δούλεψα με τη Μερσέντες Ερνάντες, την πρωταγωνίστρια της ταινίας μου. Με βοήθησε να δουλέψω και με τους μη επαγγελματίες ηθοποιούς. Οι έφηβοι ηθοποιοί ήταν μια πρόκληση και τους βοήθησε να καταλάβουν πως μια ταινία, ακόμη και αν δεν είναι η αληθινή ζωή, πρέπει να έχει αληθινά συναισθήματα».
«Το να φροντίζεις κάποιον που αγαπάς, είναι φυλακή;». Σύμφωνα με Τζόναθαν Κουάρτας, «ναι, μπορεί συναισθηματικά να είναι δύσκολο, αλλά υπάρχει και η ελπίδα. Στην ένταση και την αρνητικότητα της κατάστασης του να φροντίζεις κάποιον, παράλληλα υπάρχει και η αγάπη. Είναι γλυκόπικρο το συναίσθημα όταν πρέπει να πάρεις όλες αυτές τις αποφάσεις για τη ζωή κάποιου άλλου και ειδικά κάποιου αγαπημένου σου. Μπορεί να αισθάνεσαι πως δεν αναπνέεις και ότι βρίσκεσαι σε φυλακή, αλλά την ίδια στιγμή το κάνεις για κάποιον που αγαπάς. Πρόκειται για περίπλοκες καταστάσεις».
«Μια φράση στην ταινία σας λέει “Δεν θα τους κάνουμε σκλάβους αλλά πελάτες”. Τελικά ο καπιταλισμός υπάρχει παντού;» Ο Φιλίπ Λακότ απάντησε ως εξής: «Σε αυτή την φυλακή στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία της ταινίας μου, υπάρχει διαμάχη ανάμεσα σε δύο γκρουπ. Τους βασιλιάδες της φυλακής που χρησιμοποιούν τους άλλους φυλακισμένους σαν σκλάβους και της ομάδας των νεαρών φυλακισμένων που αντιδρούν σε αυτό το κατεστημένο, όχι από ηθική άποψη, αλλά επειδή θέλουν να κάνουν business μέσα στη φυλακή. Θέλουν να χρησιμοποιήσουν τους φυλακισμένους ως πελάτες. Να τους πουλήσουν κάτι. Ήθελα λοιπόν να παρουσιάσω αυτές τις δύο ιδέες στην ταινία».
Ο Τζόναθαν Κουάρτας απαντώντας για το ποιοι σκηνοθέτες τον επηρέασαν δήλωσε τα εξής: «Νομίζω ο Γιώργος Λάνθιμος με επηρέασε αρκετά. Δημιουργεί αυτές τις μυθολογίες, αυτούς τους κόσμους που είναι πολύ διαφορετικοί, αλλά παράλληλα μπορείς να τους τοποθετήσεις στην πραγματικότητα. Είναι σαν φανταστικοί κόσμοι, ωστόσο όχι και τόσο διαφορετικοί τελικά από την πραγματικότητα και τα όσα βιώνουμε. Κουβαλούσα αυτές τις σκέψεις μαζί μου όταν έγραφα την ιστορία μου. Είναι νέος σκηνοθέτης αλλά σίγουρα βαδίζει στα μονοπάτια ενός αληθινού auteur».
Όσο για τη Φερνάντα Βαλαντές έμπνευση για την ταινία της Χαρακτηριστικά γνωρίσματα ήταν η Λαρίσα Σεπτίκο. Σύμφωνα με τον Φιλίπ Λακότ, «έχω επηρεαστεί από πολλούς σκηνοθέτες αλλά ο Αντρέι Ταρκόφσκι είναι ένας δάσκαλος για μένα. Όταν έχω ερωτήσεις, πάντα βρίσκω τις λύσεις στο έργο του. Η Δάφνη Χαριζάνη συμπληρώνει: «κάθε ταινία που βλέπω με επηρεάζει. Είναι πολλοί οι σκηνοθέτης που αγαπώ όπως ο Κασαβέτης. Όταν ήμουν μικρή είδα μια ταινία του στη γερμανική τηλεόραση και ήμουν τόσο εντυπωσιασμένη γιατί δεν είχα δει ποτέ κάτι τέτοιο πέρα από χολιγουντιανές ταινίες. Με άγγιξε πολύ».
Σε όλες τις ταινίες σας, υπάρχει από την πλευρά σας τρυφερότητα προς το θέμα, τους χαρακτήρες, της ιστορίες τους. Μπορείτε να είστε σκηνοθέτες, δίχως να είστε συμπονετικοί; Απαντώντας στην ερώτηση της Έλενας Χρηστοπούλου, ο Φιλιπ Λακότ είπε: «Αν δεν αγαπάς τους χαρακτήρες σου, ούτε το κοινό θα τους αγαπήσει».
«Όχι μόνο όσον αφορά την ιστορία σου, αλλά το να δουλεύεις με πολλούς ανθρώπους σε μια παραγωγή για αρκετές ώρες την ημέρα απαιτεί αυτή την τρυφερότητα», ανέφερε ο Τζόναθαν Κουάρτας.
Σύμφωνα με τη Φερνάντα Βαλαντές, «όταν λες μια ιστορία πρέπει να είσαι αληθινός γιατί βάζεις τους χαρακτήρες σου αντιμέτωπους με διάφορες καταστάσεις, με εμπόδια, με σχέσεις. Ερωτεύεσαι τους χαρακτήρες σου. Αν δεν τους συμπαθείς δεν θα υπάρχει ενδιαφέρον».
Οι συζητήσεις του Directors’ Corner πραγματοποιούνται στα αγγλικά και θα είναι διαθέσιμες κάθε απόγευμα στις 17:00, έως την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου, μέσα από το κανάλι του Φεστιβάλ στο YouTube.
Συντονιστείτε εδώ: https://www.facebook.com/events/387052425668755/