16ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 21/3

16ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης –
Εικόνες του 21ου Αιώνα
14-23 Μαρτίου 2014
 
ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΖΟΝΤΑΣ 21/3

 
Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 16ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014. Συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Γιαρόν Σανί (Ισόβια δεσμά), Άννα Μπρας (Αφήνοντας την Ελλάδα), Αγάθη Δαρλάση (Η ζωή στη χώρα των συνόρων), Ελίζα Αμορούζο (Εκτός δρόμου), Μάικλ Όμπερτ (Τραγούδι απ' το δάσος), Τσάρλι Πέτερσμαν (Κάντος), Σαμάνθα Γκραντ (Μια επισφαλής εμπιστοσύνη: λογοκλοπή, εξουσία και ο Τζέισον Μπλερ στους Νιου Γιορκ Τάιμς) και Αύρα Γεωργίου (Τα δολάρια του Αγίου), ενώ τη συζήτηση συντόνισε η Τόμπι Λι, καθηγήτρια κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
 
Η πολυποίκιλη θεματολογία των ταινιών των παρόντων σκηνοθετών συζητήθηκε φέρνοντας στην επιφάνεια κοινά στοιχεία μεταξύ τους. Η ταινία Αφήνοντας την Ελλάδα της Άννα Μπρας παρακολουθεί την πορεία τριών μεταναστών από το Αφγανιστάν που προσπαθούν να φύγουν από την Ελλάδα προς τον ευρωπαϊκό Βορρά, το ντοκιμαντέρ Κάντος είναι το πορτρέτο τεσσάρων ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στην ύπαιθρο της Κούβας και Το Τραγούδι απ' το δάσος του Μάικλ Όμπερτ παρακολουθεί τον Λούις ο οποίος εγκατέλειψε τη Νέα Υόρκη για να μείνει με τη φυλή Μπαγιάκα στη ζούγκλα της κεντρικής Αφρικής. Τα Ισόβια δεσμά ακολουθούν τα παιδιά μίας εβραίας μητέρας και ενός άραβα πατέρα ο οποίος φυλακίζεται για δεκατέσσερα χρόνια για τρομοκρατικές πράξεις, ενώ σε άλλο μήκος κύματος, το Εκτός δρόμου παρουσιάζει την ερωτική ιστορία μιας μίας γυναίκας και μίας διεμφυλετικής γυναίκας στην Ιταλία. Η Πάτμος και οι άνθρωποί της πρωταγωνιστούν στο ντοκιμαντέρ Η ζωή στη χώρα των συνόρων, ενώ το Μεσολόγγι και το πανηγύρι του Άη Συμιού κυριαρχούν στην ταινία Τα δολάρια του Αγίου.
 
Το πρώτο κοινό νήμα που βρέθηκε να συνδέει πολλές από τις ταινίες ήταν το θέμα του ταξιδιού, είτε από ανάγκη, είτε ως ταξίδι εσωτερικό, είτε ως διαφυγή. Οι σκηνοθέτες συζήτησαν για το προσωπικό τους ταξίδι μέσα από τη δημιουργία των ταινιών τους. Η Άννα Μπρας μίλησε για την εμπειρία της: «Βρίσκεις τους ήρωες, αρχίζεις να τρέχεις ή να συμπορεύεσαι μαζί τους και ξαφνικά κάτι συμβαίνει και σε εσένα τον ίδιο. Κάθε ταινία είναι ένα ταξίδι και μετά από αυτό δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Σε αυτή την περίπτωση ένας καινούριος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου, δύο καινούριες κουλτούρες. Ξεκίνησα με μερικές ερωτήσεις και κατέληξα μετά την ολοκλήρωση της ταινίας με περισσότερες. Διευρύνθηκε η σκέψη μου». Η δημιουργός αναφέρθηκε και στα ηθικά ζητήματα που αντιμετώπισε κινηματογραφώντας ένα ταξίδι που συνήθως μένει αόρατο: «Αναρωτιόμουν συχνά που πρέπει να τοποθετήσω το όριο και εάν προσέθετα στις ζωές τους επιπλέον κίνδυνο. Τελικά έθεσαν αυτοί το όριο. Όταν για παράδειγμα πληρώνουν λαθρεμπόρους, δεν μπορούσα να τους κινηματογραφήσω. Έδωσα στους ίδιους κάμερες εάν είχαν το χρόνο και το θάρρος να τις χρησιμοποιήσουν. Στη συνέχεια συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν γιατί θεωρήθηκαν οι ίδιοι λαθρέμποροι εξαιτίας των καμερών. Φυσικά μετά πρέπει εσύ να αντιμετωπίσεις το πρόβλημα αφού τους έβαλες σε αυτή τη θέση».
 
Ο Μάικλ Όμπερτ μίλησε για το ταξίδι του ήρωα της ταινίας του : «Ο Λούις ξεκίνησε ως ένα ατίθασο παιδί από τη δυτική Νέα Υόρκη που έκανε παρέα με τους Ramones και τον Τζιμ Τζάρμους. Μία μέρα άκουσε στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι που τον συνεπήρε, πήγε στον τόπο που είχε δημιουργηθεί, στη ζούγκλα της κεντρικής Αφρικής σε μία φυλή ιθαγενών και δεν ξαναγύρισε. Τώρα ταξιδεύει με τον 13χρονο γιο του, πίσω στην πόλη. Θεωρώ ότι τα ταξίδια είναι μια είδους μύηση. Έτσι ήταν και στην περίπτωση του πατέρα και του γιου του, Σαμντί, ο οποίος φεύγει ως αγόρι και επιστρέφει άντρας».  Ο Γιαρόν Σανί είπε από την πλευρά του: «Ο δικός μου ήρωας έχει πολλά ονόματα, ένα εβραϊκό, ένα αραβικό, ένα καναδικό και προέρχεται από μία οικογένεια διαφορετικών εθνικοτήτων και ταυτοτήτων. Ωστόσο ο ίδιος δεν ήθελε να υιοθετήσει καμία ταυτότητα. Το ταξίδι της ζωής του είναι να βρίσκεται σε πολλά μέρη αλλά να μην ανήκει πουθενά. Όλοι οι άνθρωποι στη ζωή του ήθελαν από αυτόν να γίνει κάτι, εβραίος, καθολικός, μουσουλμάνος, που δεν μπορούσε να είναι. Αρνήθηκε να ακολουθήσει τα ψεύτικα συστήματα και την πλύση εγκεφάλου». Αναφερόμενος στο πόσο τον επηρέασε η ταινία, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Εγώ άλλαξα πολύ, ελπίζω ότι και οι θεατές θα αλλάξουν πολύ μετά από αυτή την ταινία, γιατί η αλλαγή είναι το πρώτο βήμα ενάντια στην καταπίεση».
 
Η Σαμάνθα Γκραντ μίλησε για το πρόσωπο που βρισκόταν στο κέντρο του σκανδάλου που ερεύνησε: Ο Τζέισον Μπλερ είναι ένας πολύ περίπλοκος άνθρωπος. Ένιωσα πολλά πράγματα για αυτόν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Από τη δημοσιογραφική σκοπιά ένιωσα θυμό που είχε κάνει αυτά που είχε κάνει, όμως ήθελα να μείνω αντικειμενική. Με ενδιέφερε τι είναι αυτό που κινητοποιεί τους ανθρώπους να παίρνουν λανθασμένες αποφάσεις. Στην περίπτωση του Τζέισον Μπλερ δεν μπορούσα να καταλάβω το κίνητρό του. Τα είχε όλα. Ήταν είκοσι-τριών χρόνων, δούλευε στους New York Times, είχε χρήματα, έγραφε διεθνή θέματα, κέρδιζε βραβεία όμως τα κατέστρεψε όλα. Κάποιοι είπαν ότι όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γίνει διάσημος μέσα στην εφημερίδα αποφάσισε να γίνει διάσημος για αρνητικό λόγο». Η Ελίζα Αμορούζο αναφέρθηκε στη γνωριμία της με τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας της: «Γνωριστήκαμε τυχαία. Μία φίλη μου πρότεινε να γνωρίσω από κοντά τον μηχανικό της, όντας σίγουρη ότι θα θέλω να κάνω μία ταινία για αυτόν. Πρόκειται για έναν μηχανικό αυτοκινήτων και οδηγό ράλι, τον Πίνο, που στα σαράντα του χρόνια αποφασίζει να γίνει γυναίκα, η Μπεατρίς. Στο μικρό γραφείο του συνεργείου του είδα στους τοίχους από τη μία μεριά βραβεία και φωτογραφίες από αγώνες ράλι και από την άλλη φωτογραφίες της Μέριλιν Μονρόε. Η διπλή του ταυτότητα υπήρχε από την πρώτη στιγμή που τον γνώρισα. Μετά την αλλαγή φύλου ερωτεύτηκε μία γυναίκα η οποία προερχόταν από ένα μικρό χωριό της Ρουμανίας και δε γνώριζε τι σημαίνει διεμφυλετικός. Ωστόσο στο πρόσωπό της Μπεατρίς βρήκε την αγάπη».
 
Η συζήτηση στη συνέχεια επικεντρώθηκε σε ένα άλλο κοινό στοιχείο των ταινιών, αυτό της ουσιαστικής απεικόνισης ενός τόπου. Ο Τσάρλι Πέτερσμαν μίλησε για την παραμονή του στην Κούβα: «Δεν είχα ξαναπάει εκεί. Ήθελα να δημιουργήσω το πορτραίτο της καθημερινότητας αυτών των τεσσάρων ανθρώπων στην Κούβα. Εισήλθα σε ένα σύστημα πολύ αντίθετο από το δικό μου. Σε προσωπικό επίπεδο με ενδιέφεραν περισσότερο οι περιθωριακοί άνθρωποι, οι οποίοι ανοίχτηκαν και μου μίλησαν. Νομίζω ότι όταν αφιερώνεις χρόνο στους ανθρώπους, στην Κούβα ή σε άλλες χώρες που δεν υπάρχει ελευθερία του λόγου, θέλουν να σου μιλήσουν. Αν δώσεις προσοχή στους ανθρώπους σου ανοίγουν την πόρτα και έχουν τόσα πολλά να πουν»
 
Η Αγάθη Δαρλάση μίλησε για ένα διαφορετικό τόπο, την Πάτμο που πρωταγωνιστεί στο ντοκιμαντέρ της Η ζωή στη χώρα των συνόρων: «Η ταινία ξεκίνησε σαν ένα εργαστήριο στα πλαίσια του Φεστιβάλ της Πάτμου που έγινε τον περασμένο Ιούλιο. Το θέμα ήταν πορτρέτα των ανθρώπων του νησιού. Επτά σκηνοθέτες κινηματογράφησαν ο καθένας από ένα πορτρέτο στη διάρκεια αυτών των ημερών ενώ τελικά για διάφορους λόγους στην ταινία περιλαμβάνονται πέντε εξ αυτών. Θέλαμε οι χαρακτήρες να ανήκουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, καθώς στην ειδυλλιακή Πάτμο υπάρχει ένας ιδιότυπος πληθυσμός. Από τη μία υπάρχουν πολλοί τουρίστες από το εξωτερικό και πλούσιοι παραθεριστές που έχουν αγοράσει σπίτια στη χώρα και περνούν εκεί το καλοκαίρι, από την άλλη υπάρχουν οι καλόγεροι λόγω του μοναστηριού και φυσικά οι ντόπιοι». Για την προσωπική της εμπειρία, η σκηνοθέτις σημείωσε: «Για εμένα μετά την ταινία έγινε σαφές το εξής, ότι σε όποιο τόπο και να πας οι δαίμονές σου θα σε ακολουθούν».  
 
Τέλος η Αύρα Γεωργίου αναφέρθηκε στην ταινία της η οποία διαδραματίζεται στο Μεσολόγγι: «Πάντα με ενδιέφεραν τα διονυσιακά δρώμενα και τελετουργικά. Όταν πληροφορήθηκα για το πανηγύρι στο Μεσολόγγι και πήγα εκεί το 2002 εντυπωσιάστηκα. Η γιορτή ξεκινά το Σάββατο το βράδυ και τελειώνει την Τετάρτη το πρωί χωρίς διακοπή. Ακούγεται μουσική από παντού, υπάρχουν δεκαπέντε ομάδες Ρομά που παίζουν, η καθεμία με τη δική της διάθεση και στυλ. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό και εθιστικό για μία πόλη. Όταν βρίσκεσαι εκεί βγαίνεις από τον εαυτό σου, αφήνεις τη ζωή και τα προβλήματά σου, μπαίνεις σε έκσταση. Όμως πέρα από την ιερότητα υπάρχει και το αστείο στοιχείο, όπως για παράδειγμα όταν οι άνθρωποι πετούν στον αέρα δολάρια, ο καθένας με το στυλ του». Η σκηνοθέτιδα μίλησε και για τη διαδικασία ολοκλήρωσης της ταινίας της: «Η ταινία ολοκληρώθηκε μετά από δέκα χρόνια. Δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο θα ήταν να δημιουργήσω μία συνεκτική αφήγηση και καθώς η γιορτή είναι ετήσια κάθε χρόνο άλλαζαν τα δεδομένα, ήταν απρόβλεπτο. Η δημιουργία της ταινίας ήταν ένα προσωπικό ταξίδι γεμάτο γνώση».