Ο πολυαγαπημένος δημιουργός Γιώργος Τσεμπερόπουλος, ο οποίος μας έχει χαρίσει ορισμένες από τις πιο σπουδαίες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, όπως τις ταινίες Ξαφνικός Έρωτας, Άντε Γεια, Πίσω Πόρτα και O εχθρός μου, παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 23 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, στο πλαίσιο του 2ου Evia Film Project, με τίτλο «Επαγγελματίας, Καλλιτέχνης, Κινηματογραφιστής».
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του μια σπουδαία διαδρομή πέντε δεκαετιών, έχοντας περάσει από όλα τα στάδια της κινηματογραφικής παραγωγής, είχε τιμήσει με την παρουσία του και την περσινή διοργάνωση του Evia Film Project, όπου παρουσίασε στο κοινό την ταινία Μέγαρα, που είχε συνσκηνοθετήσει με τον Σάκη Μανιάτη. Η Ελένη Ανδρουτσοπούλου, υπεύθυνη του Ελληνικού Προγράμματος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πήρε αρχικά τον λόγο, καλωσορίζοντας «έναν αγαπημένο φίλο και συνοδοιπόρο του Φεστιβάλ», προτού δώσει τη σκυτάλη στον Γιώργο Τσεμπερόπουλο.
«Η βόρεια Εύβοια είναι το δεύτερο σπίτι μου και το Φεστιβάλ είναι στην καρδιά μου, έχω υπάρξει μέλος και επί τεσσεράμισι χρόνια του Διοικητικού Συμβουλίου. Όταν μου έγινε η πρόταση να μιλήσω στους φοιτητές των Ψαχνών, δέχτηκα με τη μία, χωρίς καν να έχω σκεφτεί το θέμα. Ανέτρεξα στην εποχή όπου ήμουν στην ηλικία σας και σκέφτηκα αυτές τις τρεις λέξεις. Επαγγελματίας. Καλλιτέχνης. Κινηματογραφιστής. Με ποια σειρά όμως βάζει κανείς αυτές τις λέξεις, αυτό είναι το δίλημμα, εκεί κρύβεται όλη η ουσία. Προσωπικά μιλώντας, σας εφιστώ την προσοχή να μη βγάλετε ποτέ από την εξίσωση το “επαγγελματίας”, να μην κολλήσετε αυτή τη διαχρονική ασθένεια. Συνοψίζοντας την προσωπική μου πορεία, μέχρι τα 20 μου χρόνια σπούδαζα Οικονομικά. Στην πραγματικότητα, τριγύριζα όλη μέρα με τη φωτογραφική μηχανή, αποτυπώνοντας ό,τι υπήρχε γύρω μου. Κατάλαβα, όμως, ότι εκείνο που έλειπε από τις φωτογραφίες μου και δεν μπορούσαν να αποδώσουν τις στιγμές που βίωνα και έβλεπα στην αληθινή ζωή ήταν η μουσική. Κάπως έτσι, αποφάσισα να στραφώ στο σινεμά και βρέθηκα στο γύρισμα μιας ταινίας να δουλεύω ως φωτογράφος, φυσικά χωρίς αμοιβή. Καθόμουν σε μια γωνία, έστηναν το πλάνο, φωτογράφιζα και μετά περίμενα να στήσουν το επόμενο. Με ξετρέλανε να βλέπω τόσες πολλές ειδικότητες να δουλεύουν μαζί, τόσους ανθρώπους να συνεργάζονται μεθοδικά για έναν κοινό στόχο. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι στις φλέβες μου κυλούσαν 24 καρέ, ότι θα δινόμουν ολόψυχα στο σινεμά. Κι επειδή δεν μπορούσα απλώς να περιμένω, προσφερόμουν να βοηθήσω όπου είχαν ανάγκη, να μπαλώσω όποια τρύπα υπήρχε. Πολύ σύντομα απέκτησα πείρα σε ταινίες μικρού μήκους και γρήγορα κατάλαβα ότι θέλω να διηγούμαι τις δικές μου ιστορίες», δήλωσε αρχικά προτού περάσει σε έναν απολογισμό της σκηνοθετικής πορείας στο ελληνικό σινεμά.
«Αυτή η διαδρομή ζωής στο σινεμά απέφερε πέντε μικρού και μεσαίου μήκους ταινίες και άλλες πέντε μεγάλου μήκους. Στην πορεία έκανα όλες τις δουλειές που υπάρχουν στο πλατό και έγραψα πολλά περισσότερα σενάρια από τις ταινίες που γύρισα. Ήμουν πάντως τυχερός γιατί ανακάλυψα από νωρίς ότι ο δρόμος μου περνούσε μέσα από τη σκηνοθεσία. Αυτό που θέλω να σας μεταδώσω είναι πόση δουλειά μεσολαβεί από την πρώτη έμπνευση, από την πρώτη ιδέα μιας ταινίας μέχρι αυτή να γίνει πραγματικότητα, ύστερα από δύο, τρία ή πέντε χρόνια. Θα έλεγα πως μου ηχεί κάπως παράξενος και ο όρος “masterclass”. Υπάρχει η αντίστοιχη ελληνική λέξη που μου αρέσει πολύ: μάστορας. Ας πούμε ο Νίκος Περάκης είναι ένας αληθινός μάστορας του ελληνικού σινεμά. Πρέπει να γίνεις μάστορας ως σκηνοθέτης γιατί είναι υποχρεωμένος να συγχρωτιστείς με αμέτρητες άλλες ειδικότητες, να καταλάβεις τη δουλειά τους γιατί θα σου προσφέρουν πάρα πολλά», ανέφερε σχετικά.
Στη συνέχεια ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος έκανε ειδική μνεία για την πειθαρχία που οφείλει να επιδεικνύει σε σταθερή βάση κάθε επίδοξος δημιουργός. «Αν δεν χαλαρώνεις μέσα από την ένταση της δουλειάς, δεν κάνεις για κινηματογραφιστής. Συγχωρήστε μου ότι είμαι τόσο κάθετος σε αυτό το ζήτημα, αλλά το πιστεύω ακράδαντα. Γενιές επί γενεών ξοδεύουν τον χρόνο τους συζητώντας για τις ταινίες που ονειρεύονται να γυρίσουν αντί να τις γυρίζουν. Δεν είναι τυχαίος ο υπότιτλος της σημερινής μου ομιλίας, “Ιστορίες καθημερινής πειθαρχίας”. Αποκτήστε εμπειρία δοκιμάζοντας και δουλεύοντας, αφιερώστε αρκετές ώρες κάθε μέρα στο γράψιμο, γυρίστε ταινίες με όποιον τρόπο μπορείτε μέχρι και με την κάμερα του κινητού, δεν γίνεται να γράφετε και να ασχολείστε με το σινεμά ευκαιριακά. Μονάχα γράφοντας επίμονα θα μπορέσεις κάποτε να δώσεις μορφή και υπόσταση στους χαρακτήρες και στην πλοκή σου, δεν αποκλείεται να χρειαστείς ακόμη και πενήντα σελίδες γραψίματος για μία μικρού μήκους πέντε λεπτών, τουλάχιστον σύμφωνα με τον δικό μου τρόπο λειτουργίας. Το βασικό είναι να έχετε τις κεραίες σας ανοιχτές, η πραγματικότητα εκεί έξω είναι γεμάτη κινηματογραφικά ερεθίσματα. Στο δικό μου μυαλό, η ζωή και το σινεμά δεν είναι ξέχωρα το ένα από το άλλο», εξήγησε χαρακτηριστικά.
Αμέσως μετά ο αγαπημένος έλληνας δημιουργός στάθηκε στη μαγεία της αίθουσας, κάνοντας μια σύγκριση ανάμεσα στην εκφραστική δύναμη του σινεμά και της τηλεόρασης. «Κατά τη γνώμη μου η κινηματογραφική αίθουσα δεν θα πεθάνει, ίσως να χάσει τον λαϊκό της χαρακτήρα αλλά δεν θα πεθάνει. Η ενέργεια της αίθουσας, που σε αναγκάζει σε μια βιωματική και προσηλωμένη παρακολούθηση, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τη μικρή οθόνη. Στην τηλεόραση εκ των πραγμάτων συγχωρείς ευκολότερα αβλεψίες και ευκολίες. Η οικονομία και η συμπύκνωση του κινηματογράφου είναι ασυναγώνιστη, στην τηλεόραση έχεις περιθώριο να αναπτύξεις μια ιστορία σε δεκάδες ώρες, στο σινεμά έχεις στη διάθεσή του μιάμιση ή δύο ώρες. Κατανοώ, φυσικά, το σκέλος του βιοπορισμού και η αλήθεια είναι ότι στην εποχή μας η τηλεόραση είναι πολύ πιο προσοδοφόρα. Είχα κι εγώ ένα παράλληλο επάγγελμα με το σινεμά, διετέλεσα παραγωγός σε περισσότερα από 800 διαφημιστικά, ενώ άλλοι συνάδελφοι στράφηκαν στο θέατρο ή στην τηλεόραση. Φυσικά, πολλά ονόματα που γνωρίζουμε πλέον από την τηλεόραση, μεταπήδησαν εκεί από το σινεμά, όπως ο Λευτέρης Χαρίτος, ο Βαρδής Μαρινάκης ή ο Νίκος Περάκης, για να κάνω μια ενδεικτική αναφορά. Στην παρούσα φάση μόνο η Γαλλία σε ολόκληρη την Ευρώπη επενδύει συστηματικά στην κινηματογραφική παραγωγή, έχοντας εγκαθιδρύσει ένα ισχυρό σύστημα στήριξης, το οποίο μένει ανεπηρέαστο από τις κυβερνητικές αλλαγές και τα πολιτικά παιχνίδια».
Ολοκληρώνοντας την τοποθέτησή του, ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος συνομίλησε με το κοινό και μοιράστηκε ανεκδοτολογικές εμπειρίες από την περίοδο των κινηματογραφικών του σπουδών στις ΗΠΑ, ενώ μίλησε εκτενώς στη χρησιμότητα της διαφήμισης ως πεδίου δημιουργικού πειραματισμού και εξάσκησης για κάθε νέο κινηματογραφιστή που προσπαθεί να βρει το δικό του ύφος, κάνοντας ξεχωριστή αναφορά και στην περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της Βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού, τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας και τον Οργανισμό Λιμένων Ν. Ευβοίας ΑΕ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.