Masterclass του Λευτέρη Χαρίτου «Από την κρίση του σινεμά στην άνθιση της τηλεόρασης»

 Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 2ου Evia Film Project, ο Λευτέρης Χαρίτος, σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Dolphin Man και της σπουδαίας τηλεοπτικής επιτυχίας Άγριες μέλισσες και πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, παρέδωσε masterclass την Παρασκευή 23 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Από την κρίση του σινεμά στην άνθιση της τηλεόρασης», αποκαλύπτοντας μυστικά της τέχνης και της δουλειάς του.

Ανοίγοντας τη συζήτηση, ο κ. Χαρίτος δήλωσε ότι έχει έρθει περισσότερο για να ακούσει αυτά που έχουν να πουν οι φοιτητές του τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του ΕΚΠΑ, παρά να διδάξει. Σημείωσε ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεόρασης είναι ότι δεν διδάσκεται τι είναι τηλεόραση. «Όταν πας σε μια σχολή σου μιλάνε μόνο για τέχνη. Το έχω κάνει κι εγώ στη ζωή μου, διδάσκω πάνω από δέκα χρόνια, και είναι πάρα πολύ ωραίο να μιλάς για τον κινηματογράφο και να τον διδάσκεις. Και είναι πάρα πολύ ωραίο να κάνεις και ταινίες». Παράλληλα, τόνισε ότι με την τηλεόραση βγάζεις πιο πολλά χρήματα και πρόσθεσε ότι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι υπάρχει μία μίνι βιομηχανία στην ελληνική τηλεόραση που ανθίζει και δίνει δουλειά σε πολύ κόσμο.

Σημείωσε ότι η τηλεόραση στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη τη δεκαετία του 1990 και του 2000, περιόδους στις οποίες είχε σημειωθεί και οικονομική άνοδος. «Κάθε άνθιση οικονομική συνήθως συνοδεύεται και από μία άνθιση πολιτιστική. Γενικά η άνθιση φέρνει άνθιση» τόνισε. Σημείωσε ότι οι καλές ελληνικές ταινίες είναι περισσότερες από τις καλές ελληνικές σειρές και παραδέχθηκε ότι ένα θέμα που προκύπτει είναι ότι το ζήτημα της ποιότητας. Μιλώντας για τα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου, είπε ότι πρέπει να περιμένεις πάρα πολύ καιρό για να χρηματοδοτήσεις μια ταινία, καθώς η λογική της χρηματοδότησης είναι τελείως διαφορετική σε σχέση με την τηλεόραση, είναι αρκετά δυσκίνητη και παίρνει πάρα πολύ καιρό. Αναφερόμενος στις ελληνικές σειρές, είπε ότι «κάθε χρόνο ένα κανάλι θέλει να κάνει 3-4 σειρές. Επιλέγει κάποια σενάρια και τα χρηματοδοτεί γρήγορα και εύκολα και όχι ιδιαίτερα ποιοτικά». Σταδιακά, πρόσθεσε, υπάρχει μια απαίτηση για καλύτερη τηλεόραση από τον κόσμο που βλέπει σειρές. Ανέφερε ότι ο λόγος που μένει μια σειρά είναι το σενάριο. Ενώ στον κινηματογράφο ο βασιλιάς είναι ο σκηνοθέτης, στην τηλεόραση το σενάριο είναι πάνω απ’ όλα.

Ο κ. Χαρίτος σημείωσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει στην έννοια της κινηματογραφικής σειράς. «Ή κάνεις κινηματογράφο ή τηλεόραση, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα» είπε, αναφέροντας ως βασικές διαφορές τον αφηγηματικό χρόνο, αλλά και τον χρόνο των γυρισμάτων στα δύο μέσα. Πρόσθεσε ότι υπάρχει μια συζήτηση να έρθουν άνθρωποι από το σινεμά στην τηλεόραση, προκειμένου να ανέβει η ποιότητα και η αισθητική των τηλεοπτικών σειρών. Και τόνισε ότι αυτό δεν αφορά μόνο σκηνοθέτες, αλλά και άλλες ειδικότητες, όπως για παράδειγμα διευθυντές φωτογραφίας.

Αναφερόμενος στην πίεση του χρόνου που επικρατεί στην τηλεόραση, είπε ότι υπάρχουν φορές που δεν υπάρχει καλλιτεχνικό ζητούμενο στο γύρισμα της σκηνής. «Αν θες να σκεφτείς κάτι λίγο πιο πολύπλοκο, δεν έχεις χρόνο να το κάνεις κι αυτό πολλές φορές είναι απογοητευτικό». Χαρακτήρισε την τηλεόραση μεγάλο σχολείο και σχολιάζοντας τη θεματολογία στον ελληνικό κινηματογράφο είπε ότι υπάρχει ένας μικρός περιορισμός. «Καλώς η κακώς, στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να κάνεις μια ταινία επιστημονικής φαντασίας, ένα γουέστερν, ή μια σειρά όπως η Μάγισσα που ετοιμάζω τώρα, η οποία διαδραματίζεται στο 1800. Η τηλεόραση, αντιθέτως, σου δίνει ξαφνικά ευκαιρία να κάνεις πράγματα  που μπορεί να μη σου δοθεί ποτέ η ευκαιρία σε μία ταινία», σημείωσε.

Ανέφερε επίσης ότι ένα πολύ ωραίο ζητούμενο στην τηλεόραση είναι η έννοια της ευθύνης του να δημιουργήσεις κάτι πιο ποιοτικό, με ωραία δραματουργία, καλούς ηθοποιούς και αξιόλογη φωτογραφία. Αναφέρθηκε, επίσης, στις προσπάθειες εξωστρέφειας των ελληνικών σειρών, φέρνοντας ως παράδειγμα τη σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, Maestro, τον Σιωπηλό Δρόμο του Βαρδή Μαρινάκη, καθώς και την επερχόμενη σειρά του Βασίλη Κεκάτου The Milky Way που είτε έχουν πουληθεί στο εξωτερικό είτε προβλήθηκαν σε μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού για τηλεοπτικές σειρές.

Σημείωσε ότι στο σινεμά υπάρχει λιγότερος έλεγχος σε σχέση με την τηλεόραση για το ποιους συνεργάτες θα επιλέξεις, ενώ στην τηλεόραση επειδή ξοδεύονται πολλά χρήματα υπάρχει έλεγχος για το σενάριο, ποιο συνεργείο θα πάρεις, ποιον διευθυντή φωτογραφίας θα επιλέξεις κλπ. Ο ίδιος δεν θεωρεί τον έλεγχο αυτό ως κάτι εξ ορισμού αρνητικό, καθώς δίνεται μια ευκαιρία στον δημιουργό να δικαιολογήσει και να υποστηρίξει τις επιλογές σου.

Απαντώντας σε ερώτηση για το αν το σενάριο μιας σειράς τηρείται ευλαβικά, ο κ. Χαρίτος σημείωσε ότι εάν η σειρά είναι καθημερινή δεν υπάρχει χρόνος για αλλαγές. Ίσως αλλάξει μία ατάκα ή συμπτυχθεί η δράση σε κάποιο σημείο, αλλά δεν υπάρχει χρόνος να αλλάξει η κεντρική δράση. «Στις μίνι σειρές αλλάζουν τα πράγματα, γιατί εκεί έχεις όλα τα επεισόδια από πριν. Δηλαδή εννιά επεισόδια, όλα γραμμένα πριν ξεκινήσει το γύρισμα. Εκεί μπορεί να γίνει πολλές φορές δημιουργική κουβέντα του σκηνοθέτη με σεναριογράφους» πρόσθεσε.

Αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία του να έχεις δει πολλές ταινίες, να γνωρίζεις την ιστορία του κινηματογράφου. «Οι αναφορές είναι κάτι πολύ σπουδαίο. Όσο πιο πολύ σινεμά έχεις δει, τόσο πιο γεμάτη αναφορές είναι η σακούλα σου» είπε. Σημείωσε ότι ένα μεγάλο πρόβλημα στην τηλεόραση είναι ότι οι σκηνοθέτες δεν ξέρουν να καθοδηγούν τους ηθοποιούς, καθώς τα μαθήματα για καθοδήγηση ηθοποιών είναι πολύ υποτιμημένα. «Το μεγαλύτερο μέρος της τηλεόρασης γίνεται με παντελή έλλειψη δραματουργικής καθοδήγησης στους ηθοποιούς», είπε χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενος στο παράδειγμα του κινήματος free cinema, τη δεκαετίας του 1960 στη Βρετανία, είπε ότι γνωστοί σκηνοθέτες όπως ο Μάικ Λι, ξεκίνησαν από την τηλεόραση. Σε πολλές χώρες η τηλεόραση ξεκίνησε σαν φυτώριο νέων, στοιχείο με το οποίο συμφωνεί, σπεύδοντας να προσθέσει: «Πιστεύω ακράδαντα αυτή τη στιγμή ότι θα έπρεπε τις σειρές να τις κάνουν οι νέοι».

 

Απαντώντας σε ερώτηση για το κάστινγκ, είπε ότι είναι σημαντικό για έναν σκηνοθέτη να μπορεί να επικοινωνήσει με τους ηθοποιούς. «Ένα πράγμα που καλό είναι να γνωρίζετε είναι ότι πρέπει εσείς να καταφέρετε να βγάλετε τον καλύτερο εαυτό του ηθοποιού και δεν είστε εκεί για να φανείτε ως σκηνοθέτες. Αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν», σημειώνοντας παράλληλα ότι θα πρέπει να δημιουργήσεις ένα τέτοιο περιβάλλον ώστε σε αυτά τα 15 λεπτά που βλέπεις τον ηθοποιό να μπορέσει να σου δώσει τον καλύτερό του εαυτό.

 

Σε ερώτηση για το εάν θα εκτιμηθεί από το κοινό η προσπάθεια που θα κάνει κάποιος σκηνοθετικά στην τηλεόραση, ο κ. Χαρίτος απάντησε ότι ένας δημιουργός οφείλει να γνωρίζει τα εργαλεία του καλά και είπε ότι το καλαίσθητο είναι κάτι που όλοι εκτιμούν. Στη συνέχεια προέτρεψε τους φοιτητές να βρουν το προσωπικό τους ύφος. «Όχι με την έννοια την καλλιτεχνική, αν μοιάζει με του Ταρκόφσκι ή του Μπέργκμαν, πρέπει να βρεις εσύ με τι μοιάζεις. Αυτό έχει να κάνει με το να παρατηρείς συνέχεια και να βρίσκεις τι είναι αυτό που είσαι, αυτό που σου αρέσει» τόνισε. «Σε όλα αυτά που σας αρέσουν υπάρχει κάτι από τον εαυτό σας. Αυτό οφείλετε να ψάξετε, βρείτε και να καλλιεργήσετε και όχι να το πετάξετε στα σκουπίδια, προσπαθώντας να κάνετε κάτι άλλο» συμπλήρωσε.

 

Αναφέρθηκε, επίσης, στη σημασία του πρώτου επεισοδίου μιας σειράς, τονίζοντας ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό εκεί βάζει κανείς τα δυνατά του, καθώς στο πρώτο επεισόδιο συστήνει τους χαρακτήρες, τον κόσμο που έχει δημιουργήσει και φανερώνονται ο ρυθμός, η μουσική, η φωτογραφία που έχει επιλέξει ο δημιουργός. 

 

Μιλώντας για την επόμενη τηλεοπτική του δουλειά, τη Μάγισσα, τη χαρακτήρισε τεράστιο ρίσκο, καθώς είναι σειρά είδους και εάν πετύχει ίσως να ανοίξει τον δρόμο και για άλλες παρόμοιες σειρές. «Για μένα είναι μεγάλη πρόκληση αυτό, γιατί δεν συμβαίνει συχνά στην Ελλάδα να γυρίζει ένας σκηνοθέτης οράματα, μαγείες, δολοπλοκίες, πύργους. Και το πιο δύσκολο απ’ όλα αυτά είναι να κάνεις πιστευτό αυτό που δείχνεις», κατέληξε σχετικά.

 

Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.