Ο αγαπημένος μουσικός και τραγουδοποιός Κωστής Μαραβέγιας επέστρεψε στο Evia Film Project για ένα masterclass πάνω στη μουσική στην εικόνα, για το αν, πώς ή πότε τελικά η μουσική βοηθάει τον αφηγηματικό και εικονιστικό κόσμο, ενώ αναφέρθηκε και στη μουσική που έγραψε για τη δημοφιλή σειρά του Βασίλη Κεκάτου, Milky Way.
Ο Κωστής Μαραβέγιας ανέλυσε τον τρόπο που εκείνος δουλεύει με τους σκηνοθέτες στο θέατρο και το σινεμά, από τη στιγμή του εντοπισμού των σκηνών που ζητούν μουσική στο σενάριο μέχρι την τελική επιλογή ήχων και σύνθεσης. Ξεκινώντας τη συζήτηση, είπε πως δεν μιλάει ως μουσικός αλλά ως σινεφίλ σε υποψήφιους κινηματογραφιστές. Τόνισε ότι θεωρεί σημαντικό κάθε κινηματογραφιστής να ξέρει από μουσική, να καταλαβαίνει τους τρόπους της μουσικής σύνθεσης για να μπορεί να συνεννοείται απρόσκοπτα με τον εκάστοτε συνθέτη.
«Η μουσική, σε αντίθεση με το σινεμά, με τη ζωγραφική ή τη φωτογραφία δεν είναι αναπαραστατική τέχνη, επομένως δεν έχει αντικειμενικές αναφορές ως προς την εικόνα. Δεν έχουμε σημεία αναφοράς σε κάτι συγκεκριμένο. Έτσι, δημιουργείται θέμα στο πώς εμπλέκεται η μουσική σε ένα αναπαραστατικό σύμπαν: σίγουρα δεν πρέπει να γίνεται βεβιασμένα, να εισβάλλει, να παρεμβαίνει», σημείωσε.
Στη συνέχεια, έθεσε την ερώτηση εάν χρειάζεται τελικά η μουσική στο σινεμά και είπε αστειευόμενος: «Σε κάθε συνθήκη υπάρχει μια μουσικότητα, ας μην τα καταστρέφουμε όλα βάζοντας μουσική!». Διαχώρισε τα μουσικά είδη στο σινεμά σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στην διηγητική μουσική, την μουσική δηλαδή που προέρχεται από το ίδιο το φιλμικό σύμπαν (ο χαρακτήρας που τραγουδάει στο μπάνιο, ένα διερχόμενο όχημα που παίζει ραδιόφωνο δυνατά) και στη μη διηγητική, την εξωτερική μουσική δηλαδή που εισέρχεται στο φιλμικό σύμπαν με τη συνδρομή των συνθετών.
Ο Κωστής Μαραβέγιας τόνισε πως αυτό που χαράσσει και οριοθετεί το αισθητικό πλαίσιο της ταινίας, τον χαρακτήρα της και την ταυτότητά της δεν είναι η μουσική εν γένει, αλλά η έξυπνη χρήση της. Η μουσική είναι ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας και πρέπει να έχει χαρακτήρα και ταυτότητα, όπως ο πρωταγωνιστής. Ταυτόχρονα, διατηρεί τη δύναμη να γεφυρώσει ανόμοια πράγματα και να κάνει τη μετάβαση μεταξύ σκηνών πολύ ομαλή.
Αναφέρθηκε σε ορισμένους πυλώνες της μουσικής που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία:
- Το ηχόχρωμα
- Ο ρυθμός
- Η μελωδία
- Η ένταση
«Καμία άλλη μορφή τέχνης δεν μπορεί να κινήσει το συναίσθημα τόσο άμεσα και σε τέτοιο βάθος όσο η μουσική» είπε. Στη συνέχεια, αναφορικά με τη μελωδία, σχολίασε πως μία από τις εκφάνσεις της είναι μίνιμαλ, διακριτική και πως αυτό είναι μια πολύ δημοφιλής επιλογή στο σινεμά. Αυτό του ζήτησε και ο Βασίλης Κεκάτος για το Milky Way, μια μουσική που μπορεί να μην είναι καν ακουστή, να μην την προσέχει καν ο θεατής: «Η μουσική αυτή δημιουργεί υποσυνείδητα μια κατάσταση, διαστέλλει το χρόνο, δεν καταγράφεται καν στο συνειδητό. Η εικόνα και ο διάλογος καταγράφονται στο συνειδητό γιατί απαιτούν μια νοητική διεργασία: «Η μουσική πάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Αν θέλετε να μην αποσπάσετε τον θεατή από αυτό που συμβαίνει στην οθόνη, αλλά να του προκαλέσετε μια υποσυνείδητη αλλαγή, τότε χρησιμοποιείστε τη μουσική», τόνισε.
Στη συνέχεια, σχετικά με την ένταση στη μουσική, δήλωσε ότι είναι σημαντική διότι κορυφώνει μια σκηνή -όπως και η απουσία της. Στο σημείο αυτό έβαλε ορισμένα μουσικά θέματα να παίξουν -από το Ντόλτσε Βίτα του Φεντερίκο Φελίνι και το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου (το οποίο λατρεύει), μέχρι το Τζόκερ του Τοντ Φίλιπς και το Σινεμά ο Παράδεισος του Τζουζέπε Τορνατόρε. Δήλωσε τον απόλυτο θαυμασμό του για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της μελωδικής σύνθεσης του Μορικόνε: «Με αποκαθηλώνει, με αφήνει σύξυλο, κάθε φορά που τον ακούω πείθω τον εαυτό μου ότι δεν αξίζει να γράψω ποτέ ξανά μουσική», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο Κωστής Μαραβέγιας βρέθηκε σε ένα καλοκαιρινό workshop του Ένιο Μορικόνε, διάρκειας ενός μήνα. Ήταν η πρώτη του επαφή με τη μουσική για τον κινηματογράφο. Ο μεγάλος συνθέτης τούς έδειξε δυο ασπρόμαυρες σκηνές και τους έβαλε να γράψουν μουσική για να τη συνοδεύσουν. «Εγώ γράφω ένα θέμα το οποίο θεωρούσα ιδιοφυές» είπε ο Κωστής Μαραβέγιας. «Πίστευα πως θα με προσκαλέσει να συνεργαστούμε, τόσο πολύ το είχα πιστέψει. Το διαβάζει όμως και με ρωτάει, τι έχετε κάνει εδώ; Δεν είναι μουσική αυτό κύριε Μαραβέτζα. Δεν έχει μελωδία. Όταν γράφετε μουσική, είτε για το σινεμά, είτε για τη διαφήμιση, είτε για τη γυναίκα σας, πρέπει ο θεατής και ο ακροατής μετά να σφυρίζει αυτό που γράψατε», μοιράστηκε με το κοινό. Και πρόσθεσε πως ο Μορικόνε ήταν ένας πραγματικός οπαδός της μελωδικότητας, η οποία σπανίως εμφανίζεται στις μέρες μας.
Σχετικά με το θέμα της Μπέλα Μπάξτερ από το Poor Things του Γιώργου Λάνθιμου, δήλωσε ότι του έχει ιδιαίτερη αδυναμία και το αγαπά απείρως περισσότερο από τη μουσική του Όπενχαϊμερ, στο οποίο η χρήση της μουσικής είναι άφθονη: «Το μουσικό θέμα γίνεται όλο και πιο διάφωνο, ώσπου μας κάνει να αισθανόμαστε πραγματικά άβολα. Ξαφνικά, το θέμα οδηγεί σε μια συμφωνία. Η συνθέτης φαίνεται να μας λέει πως αυτό το αλλόκοτο κορίτσι (η Έμμα Στόουν στον ρόλο της Μπέλα Μπάξτερ) κρύβει τελικά μια ευαισθησία. Το λέει χωρίς λόγια. Εσύ θεατή μου ξέρεις όμως ότι μέσα σ’ αυτήν την παραφωνία κρύβεται κάπου μια συμφωνία. Η Μπέλα, όπως και η μουσική, γίνεται ολοένα και πιο ανθρώπινη, ολοένα και πιο συγκινητική. Το μουσικό αυτό θέμα δεν ωραιοποιεί απολύτως τίποτα, όπως και η ίδια η ζωή, όπως και η κατάσταση εδώ στην Εύβοια. Όταν όμως έρχεται τελικά η σύμφωνη στιγμή, μεγεθύνεται επί δέκα», σχολίασε.
Στη συνέχεια, αναφέρθηκε σε δύο διαφορετικά είδη μουσικής ανάπτυξης, τη μουσική παράλληλη και τη μη παράλληλη. Η πρώτη ακολουθεί τον κώδικα του μέσου του σινεμά, μια μουσική που συναισθάνεται αυτό που συμβαίνει και (παρ)ακολουθεί. Η δεύτερη δημιουργεί βαθιά ερωτήματα, υποσυνειδήτως κάνει τους θεατές να αναρωτιούνται τι συμβαίνει. Συμβούλεψε, επίσης, το κοινό να βλέπει μια ταινία με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, ως θεατές, ως σκηνοθέτες, ως φωτογράφοι, ως μουσικοί: «Είναι όλα μέσα στην ταινία, τίποτα δεν είναι κρυμμένο. Όποιος ψάχνει πραγματικά τις απαντήσεις, μπορεί να τις βρει».
Στο σημείο αυτό, πέρασε στο θέμα του λάιτ μοτίφ, που είναι κομβικής σημασίας για τη μουσική στον κινηματογράφο: ένα μικρό, μελωδικό μοτίβο που ταυτίζεται πλήρως με έναν χαρακτήρα, με μια τοποθεσία, με μια συνθήκη. Αναφέρθηκε στο αριστούργημα του Στίβεν Σπίλμπεργκ Τα σαγόνια του καρχαρία, που προβλήθηκε στο Σινέ Απόλλων στην Αιδηψό και στην υπέροχη μουσική από τον Τζον Γουίλιαμς με το χαρακτηριστικό, εμβληματικό λάιτ μοτίφ, δηλωτικό της απειλής του καρχαρία, αόρατου αλλά παρόντα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Ο Κωστής Μαραβέγιας μίλησε με τα πιο θερμά λόγια για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Κεκάτο, σημειώνοντας πως ήταν αδιάλειπτα παρών στη διαδικασία της μουσικής ένδυσης του Milky Way, σχεδόν στον βαθμό της συγκατοίκησης, με πολλή αγάπη για τη μουσική: «Όταν τον ρώτησα τι σημαίνει γι’ αυτόν η σειρά, μου είπε: για μένα Κωστή είναι Χριστούγεννα και ελευθερία. Αν ακούσετε προσεκτικά το θέμα του Milky Way, περιλαμβάνει δύο μέτρα από τον Μικρό τυμπανιστή», ανέφερε. Τόνισε πόσο σημαντικό είναι να υπηρετηθεί το όραμα του σκηνοθέτη σε μια παραγωγή, χωρίς να γίνεται δυνάστης. Δήλωσε χαρακτηριστικά πως για εκείνον, «το σινεμά έχει αρχές κοινοβιακές».
«Η μουσική είναι μοναχικό σπορ αλλά το σινεμά όχι», είπε μιλώντας για τη συνεργασία του με τον Βασίλη Κεκάτο και τον μοντέρ του, Λάμπη Χαραλαμπίδη. Χαρακτήρισε τον Βασίλη Κεκάτο οξυδερκή και ικανό να βγάζει το καλύτερο στους συνεργάτες του. Είπε πως σύντομα περιμένουμε την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους του Βασίλη Κεκάτου, με τίτλο Our Wildest Days, στην οποία έχει γράψει επίσης τη μουσική και, μάλιστα, όπως ανέφερε, μέσα σε μόλις 26 ημέρες. Σε ερώτηση πότε πρόλαβε, απάντησε: «Με απορρόφησε το σινεμά. Μόνο έτσι γίνεται: πρέπει να κοιμάσαι το βράδυ με τους ήρωές σου και να ξυπνάς με την αγωνία τους. Το σινεμά θέλει αφοσίωση. Αν δεν μπορείς, κάνε κάτι άλλο».