Το masterclass της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και του Τάσου Μπουλμέτη, με τίτλο «Ο ήχος του σκηνοθέτη και το βλέμμα της μουσικού», πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Νοεμβρίου, στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της δράσης Meet the Future του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που έχει ως στόχο να αναδείξει νέους Έλληνες επαγγελματίες από διαφορετικούς κλάδους του κινηματογράφου. Το φετινό Meet the Future του 65ου ΦΚΘ φέρνει στο προσκήνιο την τέχνη του film scoring μέσα από το αφιέρωμα «Μουσική σε κίνηση: Η τέχνη του film scoring» και υποδέχεται συνθέτριες και συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής της νεότερης γενιάς από την Ελλάδα. Στο masterclass συζητήθηκαν θεματικές όπως η μουσική στο στάδιο της γραφής του σεναρίου και της προετοιμασίας, η σχέση σκηνοθέτη και μουσικού πριν και μετά τα γυρίσματα, τα θέματα, τα μοτίβα και οι γέφυρες σε ένα κινηματογραφικό score, τα ηχητικά αποσπάσματα, όπως και η σχέση ανάμεσα στον σχεδιασμό ήχου (sound design) και τη μουσική. Το masterclass συντόνισε ο καθηγητής Ήχου στη Σχολή Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Χρήστος Γούσιος.
Το masterclass προλόγισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης: «Πριν 20-21 χρόνια ο Θύμιος Παναγιωτίδης, διανομέας και πολύ καλός φίλος του Φεστιβάλ, μου είχε πει να δω οπωσδήποτε την ταινία Πολίτικη κουζίνα. Τότε δεν υπήρχαν βιντεάκια, ίσως και να την είχα δει στο γραφείο του Θύμιου ή την πρώτη μέρα που προβλήθηκε στους κινηματογράφους. Θυμάμαι το τρέιλερ που ξεκινάει με αυτή την υπέροχη μουσική, με το μαντολίνο, διαρκεί γύρω στα 20 δευτερόλεπτα, και ξαφνικά μπαίνει η ορχήστρα. Ακολουθούν οι εικόνες από την ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, και θυμάμαι να λέω πως εδώ θα έχουμε μια μεγάλη επιτυχία, μια φοβερή συνεργασία, η οποία μάλιστα συνεχίστηκε για τρεις ακόμη ταινίες. Δεν θα πω περισσότερα: θα σας τα πουν οι ίδιοι, ο Τάσος Μπουλμέτης και η Ευανθία Ρεμπούτσικα. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ που είστε μαζί μας. Και με αυτή την ευκαιρία, να ευχαριστήσω τη Σχολή Κινηματογράφου, τους καθηγητές και τους φοιτητές που συμμετέχουν», ολοκλήρωσε, δίνοντας τον λόγο στον συντονιστή της συζήτησης, Χρήστο Γούσιο.
«Θα ήθελα και εγώ να ευχαριστήσω για την ιδιαίτερη τιμή να συντονίσω το συγκεκριμένο masterclass. Ευχαριστώ θερμά το Φεστιβάλ για αυτή την πρόσκληση. Αυτή η σειρά των masterclasses έχει ένα βαθύ εκπαιδευτικό όφελος για το τμήμα μας, καθώς υπάρχει η δυνατότητα όλα τα νέα παιδιά που φοιτούν στη σχολή μας να ακούσουν όλους αυτούς τους σημαντικούς καλλιτέχνες να μιλούν για τις συνεργασίες τους, αλλά και να ενημερωθούν για το πώς έχουν προκύψει όλα αυτά τα εξαιρετικά έργα», ανέφερε σχετικά. Στη συνέχεια, προχώρησε σε μια σύντομη παρουσίαση των ομιλητών: «Η Ευανθία Ρεμπούτσικα είναι μια πολύ δημοφιλής μουσικός, γνωστή για τη μουσική της, αλλά και για τη μουσική που έχει συνθέσει για τον κινηματογράφο. Μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας στην τηλεόραση, συνέθεσε τη μουσική για την Πολίτικη κουζίνα, η οποία θεμελίωσε την παρουσία της στον χώρο της κινηματογραφικής μουσικής. Όμως η σχέση της με το σινεμά ξεκίνησε από την παιδική της ηλικία, καθώς ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης κινηματογράφου. Έχει βραβευτεί πολλαπλά για το έργο της και συνεχίζει τη δραστηριότητα της στη μουσική, τόσο την κινηματογραφική όσο και γενικότερα», ανέφερε αρχικά.
Αμέσως μετά, ο Χρήστος Γούσιος μίλησε για τον Τάσο Μπουλμέτη: «Ο Τάσος Μπουλμέτης κατάφερε, με τη δεύτερη του ταινία το 2003, να παρουσιάσει την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία στη χώρα μας, με έναν ασύλληπτο αριθμό εισιτηρίων που άγγιξε το ενάμισι εκατομμύριο. Είχε προηγηθεί η Βιοτεχνία ονείρων και μετά ακολούθησαν ο Νοτιάς και το 1968. Στις τελευταίες τρεις ταινίες του η μουσική έγινε σε συνεργασία με την Ευανθία Ρεμπούτσικα. Αυτό όμως που είναι έκδηλο, αν παρακολουθήσει κανείς το έργο του Τάσου Μπουλμέτη, είναι ότι έχει μια μεγάλη ευαισθησία στο soundtrack. Και όταν λέω soundtrack, πέρα από την μουσική, συμπεριλαμβάνω και τον ήχο στο περιεχόμενο της λέξης. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που νοιάζεται για το ηχητικό κομμάτι, θα τολμήσω να πω ισότιμα με το κομμάτι της εικόνας. Επίσης, ένα χαρακτηριστικό του είναι ότι απολαμβάνει την εκπαιδευτική διαδικασία και χαίρεται ιδιαίτερα να μοιράζεται τις εμπειρίες του με νέους και εκκολαπτόμενους δημιουργούς», κατέληξε.
Στο σημείο αυτό, και σχετικά με την αρχή της συνεργασίας τους, η Ευανθία Ρεμπούτσικα ανέφερε: «Με τον Τάσο γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, πολύ πριν την Πολίτικη κουζίνα. Δεν περίμενα ποτέ μου να γυρίσουμε ταινία μαζί. Για την ακρίβεια, δεν περίμενα ότι θα γράψω γενικά μουσική για τον κινηματογράφο. Πίστευα πως θα γίνω σολίστ βιολίστρια. Με τον Τάσο βρεθήκαμε στην Κωνσταντινούπολη το 2000. Ήταν Πάσχα, θυμάμαι. Μας γύρισε σε όλα τα μέρη που σύχναζε μικρός, στις γειτονιές, στο σπίτι του, στην παιδική χαρά που έκανε κούνια, στο σχολείο του, μας γνώρισε ακόμη και τη δασκάλα του. Με συγκίνησε πάρα πολύ η ιστορία του Τάσου και της οικογένειάς του. Ένα βράδυ βρεθήκαμε σε ένα ξενοδοχείο δίπλα στον Βόσπορο, και τότε μου πρότεινε να συνεργαστούμε και εδώ αποδέχτηκα με μεγάλη μου χαρά. Ήταν η πρώτη μου ταινία. Πρωτύτερα, δούλευα εντατικά στην τηλεόραση. Ως προς την ταινία, η στενή μου σχέση με τον Τάσο λειτούργησε πολύ βοηθητικά».
Ακολούθως, ο Τάσος Μπουλμέτης ανέφερε: «Η Ευανθία έχει ανατολίτικες ρίζες. Ο πατέρας της είχε τελειώσει τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Κάποτε, ο πατέρας της είχε έρθει σπίτι μου, όπου έχω ένα χειρόγραφο βυζαντινής μουσικής από τον 16ο αιώνα, γραμμένη από έναν ιερομόναχο. Τότε άρχισε να ψέλνει: ήταν μία από τις πιο μαγικές στιγμές που έζησα στο σπίτι μου, και βεβαίως τον έχουμε τιμήσει σε μια σκηνή από την Πολίτικη κουζίνα». Η Ευανθία Ρεμπούτσικα ανέλυσε τη σχέση της με τον κινηματογράφο και τη μουσική, η οποία είχε ως εκκίνηση την παιδική της ηλικία: «Μεγάλωσα σε έναν κινηματογράφο. Ο πατέρας μου ήθελε πάρα πολύ να γίνει σκηνοθέτης, αλλά δεν μπόρεσε, έτσι άνοιξε κινηματογράφο. Τη μητέρα μου την έπιασαν οι πόνοι του τοκετού στο ταμείο του σινεμά. Χρόνια μετά, ξαναβρέθηκα στον χώρο του κινηματογράφου. Είναι σαν να ζω μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα και να εναλλάσσονται μπροστά μου άλλοτε χρωματιστές εικόνες και άλλοτε ασπρόμαυρες. Ο κινηματογράφος για μένα είναι μια πολύ μεγάλη αγάπη, είναι η ζωή μου μπορώ να πω. Εκεί μέσα έζησα στην κυριολεξία, παρέα με τις ταινίες που έβλεπα και τα θέατρα που έφερνε ο πατέρας μου με τους καραγκιοζοπαίχτες. Ταυτόχρονα,έζησα σε ένα σπίτι που ήταν εντελώς μουσικό, με έναν μπαμπά που έψελνε. Ένα σπίτι όπου τέσσερα από τα έξι αδέρφια ασχοληθήκαμε με τη μουσική. Όλη η παιδική μου ηλικία ήταν βασισμένη στον κινηματογράφο και στη μουσική, εφόδια τα οποία κουβαλώ μέχρι και σήμερα».
Απαντώντας σε ερώτηση του Χρήστου Γούσιου για τη μουσική στην Πολίτικη κουζίνα, ο Τάσος Μπουλμέτης εξήγησε: «Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να συναντηθώ με την Ευανθία. Ήθελα με κάποιο τρόπο να κινητοποιήσω τη φαντασία της και να της δώσω να καταλάβει και τα δικά μου αισθήματα. Αμέσως μετά, της έδωσα το σενάριο, το οποίο διάβασε πολύ πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Η Ευανθία μού έδωσε τέσσερα μουσικά θέματα, τα οποία ήταν όλα υπέροχα. Από αυτά τα θέματα καταλήξαμε σε δύο. Εγώ εμπνεύστηκα από αυτά τα θέματα, μου άνοιξαν δρόμους και χάραξαν την ατμόσφαιρα της ταινίας. Η Πολίτικη κουζίνα είναι μια ταινία που έχει πάρα πολλά μουσικά θέματα, στοιχείο που δεν λειτούργησε αρνητικά στο κοινό», δήλωσε.
Σχετικά με τη μεθοδολογία που ακολουθεί ως σκηνοθέτης, ο Τάσος Μπουλμέτης ανέλυσε: «Είμαι από τους σκηνοθέτες που γράφουν τα σενάρια μόνοι τους. Η πρακτική αυτή κρύβει πολλά προβλήματα και πολλές παγίδες, ενώ είναι και εξαιρετικά χρονοβόρα. Συνήθως δεν ξέρω ποιο θα είναι το φινάλε της ταινίας, γνωρίζω όμως ποιο συναίσθημα θέλω να προκαλέσω όταν φύγει ο θεατής μετά την ταινία. Δημιουργώ δηλαδή ένα συναίσθημα και δεν αναζητώ μια δραματουργική λύση. Το συναίσθημα είναι ο οδηγός μου. Είναι αυτό που με καθοδηγεί τόσο στο πεδίο της μουσικής όσο και δραματουργικά. Όταν γράφω το σενάριο, είμαι εγκλωβισμένος σε κάποια μουσικά ακούσματα. Μέχρι να τελειώσω το σενάριο, ζω μέσα σε μουσικές. Σιγά σιγά, αυτές οι μουσικές ενώνονται και μπορώ να συνδέσω πολύ πιο εύκολα τις σκηνές μεταξύ τους».
Στο σημείο αυτό, και σχετικά με τη δική της μεθοδολογία εργασίας, η Ευανθία Ρεμπούτσικα ανέφερε: «Πηγαίνω εντελώς με το ένστικτό μου. Όταν μου έδωσε ο Τάσος το σενάριο το διάβασα, και όσο το διάβαζα νόμιζα ότι ζούσα μέσα στην ταινία, ένιωσα σαν πρωταγωνίστρια. Άρχισα να περπατάω έξω και να σκέφτομαι πράγματα που ήθελα να γράψω. Γράφω με ένα μαντολίνο και ένα πιάνο, την παρτιτούρα μου, το μολύβι μου, ή ακόμη και με στυλό γιατί δεν σβήνω εύκολα. Όπως βλέπω την ταινία, προσπαθώ να σιγοτραγουδήσω την εικόνα. Σαν να περπατάω και να ταξιδεύω μαζί της. Το ταξίδι αυτό με κάνει να γράψω όλο αυτό που είδα μέσα στην εικόνα. Φυσικά, παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο και με ποιον σκηνοθέτη έχεις να κάνεις. Ο Τάσος Μπουλμέτης μού έδωσε ελευθερία και τον ευχαριστώ».
Σχετικά με τη χρήση temp music, δηλαδή μιας προσωρινής μουσικής σύνθεσης για τις ανάγκες του μοντάζ, ο Τάσος Μπουλμέτης δήλωσε: «Κάποια στιγμή, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης μού είπε πως χρειάζεται μουσική για να μοντάρει, και ότι χωρίς μουσική δεν μπορεί να προχωρήσει. Εκεί, ως σκηνοθέτης είμαι αναγκασμένος να βρω κάτι που να ταιριάζει ρυθμικά και χρωματικά στην ατμόσφαιρα της σκηνής. Στην Ευανθία έχω εμπιστοσύνη γιατί δεν επηρεάζεται από το temp music». Στη συνέχεια, έδειξε κάποια βίντεο από κάποιες αρχικές 3D απεικονίσεις από την Πολίτικη κουζίνα σε αντιπαραβολή με την πραγματική σκηνή της ταινίας.
Αναφορικά με τις αναθέσεις στους μουσικούς συνθέτες και τα temp scores, η Ευανθία Ρεμπούτσικα δήλωσε: «Ο στόχος μου είναι πάντα να δημιουργώ μια δική μου ταυτότητα. Έχω την ικανότητα δηλαδή να ακούσω το temp score χωρίς να επηρεαστώ καθόλου. Αν αφήσετε τον εαυτό σας και λειτουργήσει το ένστικτό σας, θα πετύχετε πολύ ωραία πράγματα. Αφήστε την έμπνευσή σας να πετάξει σαν πουλί και θα βρείτε τον εαυτό σας. Η μουσική σύνθεση ισοδυναμεί με ψυχανάλυση, με ένα παιχνίδι. Αφήστε τον εαυτό σας να κυλήσει σαν το ποτάμι διότι κάπου θα καταλήξει. Προτιμώ να μην ακούω τα temp scores γιατί θέλω να βγει αυτό που έχω μέσα μου. Θέλω μόνη μου να ονειρευτώ τα αρώματα και τα χρώματα της Πόλης, από τις ιστορίες του Τάσου, από το ταξίδι που κάναμε μαζί στην Πόλη».
Ακολούθως, και σχετικά με τη σημασία του σεναρίου στο έργο του, ο Τάσος Μπουλμέτης τόνισε: «Είμαι φοβερά οργανωτικός και πιστεύω πως η ταινία φτιάχνεται πριν τα γυρίσματα. Στο γύρισμα πρέπει να είναι όλα ήδη πανέτοιμα. Μπορούν να προκύψουν πολλά απρόβλεπτα προβλήματα, φυσικά. Το γύρισμα θα πρέπει να είναι τρόπον τινά “βαρετό” για τον σκηνοθέτη. Όταν έχω το 60% ή το 70% αυτού που έχω στο μυαλό μου, τότε είμαι έτοιμος για γύρισμα. Θέλω να πηγαίνω στο γύρισμα ξέροντας ότι έχω εξασφαλίσει αυτό που έχω στο μυαλό μου. Πολύ σπάνια αισθάνομαι ανασφάλεια ή ότι δεν είμαι προετοιμασμένος για κάτι. Ο σκηνοθέτης νιώθει άλλωστε μια απίστευτη μοναξιά, γιατί κανένας δεν καταλαβαίνει τι είναι αυτό που έχει στο μυαλό του. Από όλους τους συνεργάτες που περικλείουν τον σκηνοθέτη, ο μουσικός είναι ο μοναδικός που νιώθει την ίδια μοναξιά. Επίσης, δεν μπορείς ποτέ να προβλέψεις τι αποτέλεσμα θα σου φέρει». Αμέσως μετά, πρόβαλε μια αγαπημένη του σκηνή από την δική του ταινία, τον Νοτιά, σε αντιπαραβολή με μια δοκιμαστική σκηνή που είχε γυρίσει ως πρόβα. Έδειξε επίσης ένα storyboard για τον Νοτιά, γεμάτο ήχο και εικόνες, τακτική που ακολουθεί σε κάθε ταινία του.
Στο σημείο αυτό, η συζήτηση άνοιξε προς το κοινό. Η Ευανθία Ρεμπούτσικα, απαντώντας σε ερώτηση για το πώς γράφει μουσική, ανέφερε: «Δεν σταμάτησα ποτέ να γράφω ακριβώς όπως ξεκίνησα, ποτέ δεν έχω καθίσει σε υπολογιστή. Η μουσική σύνθεση μπήκε στη ζωή μου σε μια πολύ άσχημη περίοδο που ήμουν στα πατώματα, και μου προσέφερε ένα φως για να προχωρήσω πιο εύκολα. Πιστεύω επίσης ότι ένας μουσικός που δουλεύει για τον κινηματογράφο οφείλει να εξοικειωθεί με την ιστορία της μουσικής του κινηματογράφου, τους μεγάλους συνθέτες και τα ακούσματά τους. Να μην μένουν προσκολλημένοι μόνο στο σήμερα, αλλά να γνωρίσουν και μουσικούς από το παρελθόν. Για παράδειγμα, είμαι μεγάλη θαυμάστρια του Ένιο Μορικόνε. Πάντα σκέφτομαι ότι το να γράφουμε μουσική για τον κινηματογράφο δεν είναι εύκολο, πρέπει να ριζώσει μέσα μας, πρέπει να ακούσουμε, να διαβάσουμε και να ψάξουμε». Παράλληλα, διευκρίνισε πως δεν της αρέσει μια ταινία να είναι φορτωμένη με μουσική: «Θέλω ανάσες, παύσεις και αναπνοές. Θέλω να υπάρχουν μεγάλα πλάνα με ήχους της φύσης και ήχους του δωματίου. Όταν χρησιμοποιείται πολύ η μουσική, είναι σαν να καίγεται για μένα».
Σε ερώτηση του κοινού σχετικά με τις διαφωνίες που έχουν προκύψει ανά τα χρόνια της συνεργασίας τους, οι δύο συνεργάτες συμφώνησαν πως, πέρα από ελάχιστες δημιουργικές διχογνωμίες, δεν έχουν έρθει ποτέ σε σύγκρουση. Στη συνέχεια, ο Τάσος Μπουλμέτης απάντησε σε ερώτηση για το τι επάγγελμα θα είχε διαλέξει αν δεν είχε γίνει σκηνοθέτης: «Αυτό που με ενθουσιάζει είναι το sound design, εάν δεν γινόμουν σκηνοθέτης θα γινόμουν σίγουρα sound designer. Είμαι αυτό που λένε “ηχάκιας”. Ακόμα και για να γράψω το σενάριο, σε κάποιες σκηνές ακούω ήχους για τη συγκεκριμένη ατμόσφαιρα. Στην Πολίτικη κουζίνα δεν είχαμε sound designer, έκανα τους ήχους εγώ σε έναν υπολογιστή της πλάκας, το 2002, με ένα τεράστιο μικρόφωνο των 150 ευρώ και ένα καλώδιο. Όλος ο ήχος στην Πολίτικη κουζίνα είναι δικός μου».
Στη συνέχεια, η Ευανθία Ρεμπούτσικα υπογράμμισε τη σημασία της καλής μίξης ήχου στον κινηματογράφο, δηλώνοντας πως πρόκειται για «το Α και το Ω». Ο Τάσος Μπουλμέτης αναφέρθηκε συνολικά στην τεράστια σημασία που έχει γι’ αυτόν το ηχητικό αποτέλεσμα στις ταινίες του: «Ο ήχος είναι πολύ πιο φτηνός από την εικόνα. Μιλάμε για το 1/10, ίσως το 1/20 του κόστους της εικόνας. Παρόλα αυτά, στο τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι το 50% ή και το 60% της ταινίας. Είναι απίστευτη η δυνατότητα που έχει η ηχητική επεξεργασία, έχουμε να κάνουμε με έναν τομέα με μεγάλη δημιουργικότητα. Με καλό sound design μπορείτε να δώσετε φοβερό όγκο και production value στην ταινία σας». Σχετικά με την τεχνολογία, ανέφερε ότι είναι σύμμαχος του σκηνοθέτη, όπως άλλωστε και η Τεχνητή Νοημοσύνη: «Μην επηρεάζεστε από το εντελώς αρνητικό κλίμα που υπάρχει γύρω από το AI. Εξυπακούεται πως μπορεί να υπάρξει και κακή χρήση. Μπορεί να παρεκτραπείς και να μπερδέψεις λιγάκι τι είναι δικό σου και τι όχι. Το ίδιο ισχύει και για τη μουσική», κατέληξε η Ευανθία Ρεμπούτσικα.
Στο θέμα των σχέσεων εξουσίας μεταξύ σκηνοθέτη και συνθέτη, ο Τάσος Μπουλμέτης δήλωσε: «Αυτό το θέμα δεν το έχουμε αντιμετωπίσει με την Ευανθία. Οποιαδήποτε διαφωνία την έχουμε συζητήσει και την έχουμε λύσει πολύ δημιουργικά. Θυμάμαι πως ο συγχωρεμένος Βαγγέλης Παπαθανασίου σού έδινε ένα κομμάτι λέγοντας “take it or leave it”. Η Ευανθία δεν ήταν ποτέ έτσι. Εξαρτάται βέβαια και από το τι έχει υπογράψει ο καθένας στα συμβόλαιά του. Εμείς έχουμε μια πολύ ωραία δημιουργική συνεργασία, χωρίς την παραμικρή σύγκρουση».
Τέλος, αναφορικά με τον τρόπο εργασίας του και τον τρόπο που κινητοποιεί την έμπνευσή του, ο Τάσος Μπουλμέτης σχολίασε: «Εμπνεύσεις υπάρχουν άπειρες και ο καθένας δουλεύει διαφορετικά. Τουλάχιστον στην Ευρώπη ξεκινάμε από ιδέες και ερεθίσματα που έχουμε μέσα. Από την καθημερινότητα μας και από το παρελθόν μας, από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Αυτή τη στιγμή έχω μια ιδέα που δουλεύω εδώ και τρία χρόνια. Έχω αφιερωθεί σε αυτό και προσπαθώ να βρω μια δημιουργική διέξοδο». Στο ίδιο θέμα, η Ευανθία Ρεμπούτσικα συμπλήρωσε: «Γενικά, περπατάω πάρα πολύ για να εμπνευστώ. Τα πράγματα που τελικά με ενθουσιάζουν είναι πολύ απλά, το άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, μια συνθήκη που προσομοιάζει και στη σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα».