Τα αφιερώματα του 44ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

 

  21 – 30 Νοεμβρίου 2003

Ένα μήνα ακριβώς πριν από την έναρξή του, το 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει τα τέσσερα μεγάλα αφιερώματα της φετινής διοργάνωσης. Όπως κάθε άλλο χρόνο, έτσι και φέτος τα αφιερώματα επικεντρώνονται σε σκηνοθέτες του νεώτερου και σύγχρονου παγκόσμιου κινηματογράφου. Από τη δεκαετία του ‘60 μέχρι σήμερα και από το Χονγκ Κονγκ μέχρι τη Γεωργία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, τα πρόσωπα που φωτίζονται από την 44η διοργάνωση καλύπτουν την ευρεία και σύνθετη γεωγραφία του αποκαλούμενου «σινεμά των δημιουργών». Τα αφιερώματα συνοδεύονται από εκδόσεις για το έργο των σκηνοθετών, συνεχίζοντας έτσι την παράδοση των μονογραφιών του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

OTAR IOSSELIANI

Γεννήθηκε στο Τμπίλιζι της Γεωργίας το 1934. Αποφοίτησε από Κρατικό Ωδείο της Σοβιετικής Ενωσης το 1952, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μαθηματικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας και να παραιτηθεί ύστερα από δύο χρόνια. Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες τον οδηγούν στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου, το ιστορικό VGIK, όπου μαθήτευσε δίπλα σε θρυλικές μορφές του Σοβιετικού σινεμά, όπως τον Alexander Dovzhenko. Οι σχέσεις του, ωστόσο, με το Σοβιετικό καθεστώς στάθηκαν δύσκολες. Η πρώτη του ταινία, η μεσαίου μήκους Aprili (1961), μπλοκάρεται από τη λογοκρισία και ο Iosseliani εγκαταλείπει τον κινηματογράφο, δουλεύοντας για δύο χρόνια ως ναύτης σε ψαράδικα και εργάτης μεταλλουργείων. Επτά χρόνια μετά, η δεύτερη ταινία του, το Giorgobivste (1968) προβάλλεται στην Εβδομάδα των Κριτικών του Φεστιβάλ των Κανών, όπου αποσπά το βραβείο Fipresci. Όταν όμως, το 1976, η ταινία του Pastorali μένει στο ράφι της λογοκρισίας για έξι χρόνια, ο Iosseliani γίνεται σκεπτικός για τα όρια της καλλιτεχνικής ελευθερίας της χώρας του. Το Pastorali προβάλλεται τελικά το 1982 στο Φεστιβάλ του Βερολίνου και, δύο χρόνια μετά, ο Iosseliani εγκαταλείπει τη γενέτειρά του για το Παρίσι, όπου γυρίζει το Les Favoris de la Lune, κερδίζοντας το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ της Βενετίας.

Εκτοτε, ζει και εργάζεται στη Γαλλία, έχοντας αποσπάσει βραβεία από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου και έχοντας αποκτήσει επάξια μια θέση ανάμεσα στους μετρ του Ευρωπαϊκού σινεμά. Ο κινηματογράφος του Iosseliani διακρίνεται από το λεπτό χιούμορ, που φέρει επιρροές από το σινεμά του Jacques Tatie, το έμμεσο κοινωνικό σχόλιο και έναν ιδιότυπο, τελείως προσωπικό, λυρισμό. Απολαυστικά ειρωνικός και διακριτικά αλληγορικός, ο Otar Iosseliani είναι ο σκηνοθέτης του κομψού αλλά αιχμηρού υπαινιγμού. Η τελευταία του ταινία, Δευτέρα Πρωί (2002) προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, αποσπώντας τα βραβεία Σκηνοθεσίας και Fipresci. Στο 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα προβληθεί το σύνολο του έργου του.

 WONG KAR-WAI

Γεννήθηκε το 1958 στη Σανγκάη. Στα πέντε του χρόνια, η οικογένειά του μετακόμισε στο, βρετανικό τότε, Χονγκ Κονγκ, όπου ζει και εργάζεται μέχρι σήμερα. Σπούδασε γραφιστική στο Πολυτεχνείο του Χονγκ Κονγκ, αντλώντας την έμπνευσή του από τις φωτογραφίες του Robert Frank, του Henri Cartier-Bresson και του Richard Avedon και θέτοντας τα θεμέλια ενός εικαστικού κόσμου που θα διέκρινε στο μέλλον τη σκηνοθετική του δουλειά. Ξεκινώντας την καριέρα του στο Χονγκ Κονγκ της δεκαετίας του ’80, ο Kar Wai δεν άργησε να εισέλθει στο χώρο του κινηματογράφου. Ηταν η εποχή που το σινεμά του Χονγκ Κονγκ γνώριζε μια εντυπωσιακή εμπορική άνθηση, με τον John Woo και τον Tsui Hark να μεσουρανούν στο είδος του αστυνομικού θρίλερ και της ταινίας πολεμικών τεχνών και τον Jackie Chan να γνωρίζει διεθνή φήμη πρωτοφανών διαστάσεων, ως ο διάδοχος του αείμνηστου Bruce Lee.

Εχοντας διατελέσει βοηθός παραγωγής και σεναριογράφος σε τηλεοπτικές σειρές και σαπουνόπερες, ο Wong Kar-Wai κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1988 με το As Tears Go by, μια εκδοχή των Κακόφημων Δρόμων στο σύγχρονο Χονγκ Κονγκ. Η ταινία τοποθετεί αυτομάτως τον σκηνοθέτη στη λίστα των ανερχόμενων ταλέντων, κάτι που επαναλαμβάνεται το 1991 με τη δεύτερη ταινία του, The Days of Being Wild. Ηταν, ωστόσο, η τρίτη του ταινία, το Chunking Express (1994), που έκανε τον Wong Kar-Wai γνωστό διεθνώς. Σημειώνοντας μια εντυπωσιακή πορεία στα φεστιβάλ του κόσμου, το Chunking Express διανέμεται στην Αμερική από τη νεοσύστατη εταιρία του Quentin Tarantino και αποσπά διθυραμβικές κριτικές.

Εκτοτε, οι ταινίες του έχουν προβληθεί σε όλο τον κόσμο, έχουν λάβει τα μεγαλύτερα βραβεία -ανάμεσά τους και το Βραβείο Σκηνοθεσίας του Φεστιβάλ των Κανών εις διπλούν, για το Happy Together (1997) και την Ερωτική Επιθυμία (2000)- και, κυρίως, έχουν κάνει τον Wong Kar-Wai έναν από τους πιο δημοφιλείς Ασιάτες σκηνοθέτες, από εκείνους που μπορούν με ταινίες τους να δημιουργήσουν νέες τάσεις και στιλ σε χώρους μέσα και έξω από τον κινηματογραφικό. Το σύμπαν του Wong Kar-Wai εγκολπώνεται την ασιατική κινηματογραφική παράδοση, το μοντερνισμό της γαλλικής nouvelle vague και την γοητεία του κλασικού αμερικανικού σινεμά. Αισθητικά, ο κινηματογράφος του Wong Kar-Wai μπορεί να είναι πληθωρικός, εστιάζοντας ταυτόχρονα στην ελάχιστη λεπτομέρεια μέσα από εικαστικές συνθέσεις εξαιρετικής κομψότητας. Οι ήρωές του ενσωματώνουν τη μοναξιά και τον ανεκπλήρωτο έρωτα, αγαπημένα θέματα του σκηνοθέτη. Κινηματογραφικοί του σύντροφοι όλα αυτά τα χρόνια είναι ο διευθυντής φωτογραφίας Christopher Doyle, το πινέλο της σκηνοθετικής του μαεστρίας, και οι ηθοποιοί Magie Cheung και Tony Leung, τα πρόσωπα-φετίχ των πανέμορφων πορτρέτων του. Στο 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα προβληθεί το σύνολο του έργου του.

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ  

Γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα. Το 1961 εγκαταλείπει την Ελλάδα για το Παρίσι, όπου διαμένει πάνω από μια δεκαετία. Η έλευσή του στη γαλλική πρωτεύουσα συμπίπτει με μια από τις πλέον ιστορικές περιόδους στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Στη δεκαετία του ’60, το γαλλικό νέο κύμα, η γνωστή nouvelle vague, βρίσκεται στο απόγειό της. Σκηνοθέτες όπως ο Francois Truffaut, Jean Luc Godard και ο Eric Rhomer φέρνουν με κάθε τους νέα ταινία τη ρήξη με το κλασικό παραδοσιακό σινεμά, δημιουργώντας τις βάσεις για το σύγχρονο ευρωπαϊκό -αν όχι παγκόσμιο- κινηματογράφο.

Στο κλίμα αυτό, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος περνάει το χρόνο του στις αίθουσες της γαλλικής ταινιοθήκης και διαμορφώνει την κινηματογραφική του ταυτότητα, που θα έφερνε με τη σειρά της μια μικρή ρήξη με τον «παλαιό» ελληνικό κινηματογράφο. Το 1973 ο Παναγιωτόπουλος επιστρέφει στην Ελλάδα και σε ένα χρόνο γυρίζει την πρώτη του ταινία, Τα Χρώματα της Ιριδος, που βραβεύεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η μεγάλη «ρήξη» έρχεται με τη δεύτερή του ταινία: Οι Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας κερδίζουν τη Χρυσή Λεοπάρδαλη στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο και σφραγίζουν ανεξίτηλα την ιστορία του νέου ελληνικού σινεμά. Η ξεκάθαρη κινηματογραφική του ματιά, το καυστικό κοινωνικό σχόλιο και η σαρδόνια ειρωνεία είναι χαρακτηριστικά που συνοδεύουν το Νίκο Παναγιωτόπουλο μέχρι σήμερα, όπου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους και, σίγουρα, παραγωγικότερους σκηνοθέτες της Ελλάδας. Στο 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα προβληθεί το σύνολο του έργου του.

 JOΑO CΕSAR MONTEIRO 

Γεννήθηκε στη Φιγουέιρα ντα Φοζ το 1939 και πέθανε στη Λισσαβόνα το Φεβρουάριο του 2003. Σπούδασε κινηματογράφο στο Λονδίνο, όπου ξεκινάει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία με τίτλο Silvestre. Η ταινία ολοκληρώθηκε το 1965 και προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας, το φεστιβάλ που, έπειτα από χρόνια, θα τον βράβευε δύο φορές με τον Αργυρό Λέοντα για το Recodacoes de Casa Amarela (1989) και το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής για το Comedia de Deus (1995).

Ο Joao Cesar Monteiro είναι ένας γνήσιος αναρχικός του σινεμά. Υποδυόμενος τον εαυτό του στις ταινίες (συχνά με το ψευδώνυμο Joao de Deus - ο Ζοάο του Θεού, δηλαδή - ο Monteiro είναι από τους δημιουργούς αυτούς που μπόρεσαν να ταυτίσουν πλήρως την κινηματογραφική τους περσόνα με τη ζωή τους. Η περσόνα του Monteiro είναι κατεξοχήν προβοκατόρικη: πίσω από την επιφάνεια των «συμβατικών» ταινιών κρύβεται ένα αναρχικό πνεύμα, που φέρνει αυτομάτως στο νου τον Bunuel. Στο εικονοκλαστικό του σινεμά, ο Monteiro θίγει με θράσος κοινωνικούς θεσμούς, όπως η θρησκεία, και ταμπού, όπως το σεξ στην καθολική πορτογαλική κοινωνία. Το έργο του, άκρως διασκεδαστικό και ανατρεπτικό, παραμένει άγνωστο στο ελληνικό – και όχι μόνο – κοινό. Ετσι, το 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει μια ανθολογία με πέντε από τις μόλις επτά μεγάλου μήκους ταινίες, αφιερωμένες στη μνήμη του μεγάλου αυτού αιρετικού του σινεμά.