ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΜΟΝΟ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ / ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΙ /
ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011, στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Καλλιόπη Λεγάκη (Μόνο οι λέξεις συνεχίζουν), Άννα Τσιάρτα (Σε τούτο το καρτέρι) και Σταύρος Στρατηγάκος (Κλείσε τα μάτια για να δεις), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Η ιδέα για την ταινία της Καλλιόπης Λεγάκη Μόνο οι λέξεις συνεχίζουν - ένα ψηφιδωτό από εξομολογήσεις ανθρώπων - προήλθε από τον συνεργάτη της Άλκη Γούναρη, ο οποίος το χειμώνα του 2010 ξεκίνησε το πρότζεκτ «The Confession Session», καταγράφοντας τις εξομολογήσεις που άκουγε πίσω από την μπάρα στο μπαρ Dasein, στα Εξάρχεια. «Η ιδέα του Άλκη μου γέννησε προβληματισμούς γύρω από την έννοια της εξομολόγησης. Είναι εκπληκτικό να παρακολουθεί κανείς τον ανθρώπινο λόγο. Το ύφος που χρησιμοποιεί ο καθένας υποδηλώνει χαρακτήρα, νοοτροπία, συναισθήματα», τόνισε η δημιουργός και εξήγησε ότι ο τίτλος της ταινίας είναι εμπνευσμένος από τον στίχο «μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν» του ποιητή χαϊκού Ματσούο Μπασό. «Αναζητώντας τρόπο να συνδέσω τις εξομολογήσεις μεταξύ τους, σκέφτηκα πλάνα από το θόρυβο της πόλης ή από την καθημερινότητα του μπαρ. Συμπτωματικά, βρήκα στη βιβλιοθήκη μου ένα βιβλίο του Μπασό και σκέφτηκα ότι αυτός ο τελείως διαφορετικός λόγος μπορεί να λειτουργήσει ως κάθαρση, γιατί προέρχεται από μια τελείως διαφορετική κουλτούρα, στοιχεία της οποίας ενέταξα τελικά στην ταινία», υπογράμμισε η σκηνοθέτις. Για την αμεσότητα των εξομολογήσεων που κάνουν σχεδόν τον θεατή να νιώθει ότι κρυφακούει μέσα από τοίχο, επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Μερικές φορές πιστεύω ότι οι άνθρωποι όχι μόνο δεν κρυφακούνε, αλλά δεν ακούν καθόλου, ούτε καν τον άνθρωπο που έχουν απέναντί τους. Οι άνθρωποι που εξομολογούνται μιλούν στην κάμερα αυθόρμητα. Και το ευχάριστο είναι ότι κανένας τους δεν μετάνιωσε για όσα είπε, δεν είχε ενοχές». Και συνέχισε: «Ακόμα και αν θεωρηθεί σχεδόν ηδονοβλεπτική η αίσθηση που έχει ο θεατής απέναντι σε όσα ακούει, γιατί να παρεξηγούμε τη λέξη ηδονή;». Στο τέλος του ντοκιμαντέρ η σκηνοθέτις περνάει μπροστά από κάμερα, κάνοντας η ίδια τη δική της εξομολόγηση. «Μέσα από τη διαδικασία των άλλων εξομολογήσεων ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω κι εγώ. Ήταν μια ένδειξη τιμιότητας απέναντι στους ανθρώπους που μίλησαν μπροστά στην κάμερα», σχολίασε η κ. Λεγάκη.
Έναυσμα για το ντοκιμαντέρ Σε τούτο το καρτέρι ήταν για την Άννα Τσιάρτα οι επιστροφές λειψάνων ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων το 2007, που μέχρι τότε θεωρούταν αγνοούμενοι. «Πήγα στην κηδεία του πατέρα ενός φίλου μου και ήταν συγκλονιστική αλλά και περίεργη εμπειρία. Ο κόσμος ήταν αμήχανος, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, να κλάψει ή να ανακουφιστεί που μετά από 33 χρόνια δόθηκε ένα τέλος; Όλο το καλοκαίρι του 2007 η κυπριακή κοινωνία ήταν εντελώς 'αλλού', υπήρχε μια τάση από την κυβέρνηση να κρατηθούν χαμηλοί τόνοι, το θέμα απασχόλησε πολύ λίγο τους δημοσιογράφους. Ένιωσα ότι κάτι πρέπει να κάνω», διηγήθηκε. Σε ερώτηση για το πως κατάφερε να διατηρήσει την αντικειμενικότητά της σε ένα θέμα που την αφορά άμεσα, μιας και η ίδια είναι ελληνοκύπρια, υπογράμμισε: «Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι ουδέτερος παρατηρητής. Ευτυχώς, συνεργάστηκα με μια Αμερικανή, η οποία που υπενθύμιζε πόσο σημαντικό είναι να διατηρώ την αντικειμενικότητά μου. Ωστόσο, δέχτηκα και σχόλια από Τουρκοκύπριους ότι η ταινία μου είναι ελληνοκυπριακή προπαγάνδα. Ενώ από την άλλη πλευρά, Ελληνοκύπριοι μου είπαν ότι η ταινία αφιερώνει πολύ χρόνο στους τουρκοκύπριους, την ώρα που η δική τους πλευρά υπέφερε περισσότερο». Η ίδια έκανε έρευνα σε αρχειακό υλικό από ξένα τηλεοπτικά δίκτυα όπως το ΒΒC θέλοντας να δει πως καταγράφηκαν τα γεγονότα από εξωτερικούς παρατηρητές. «Ήταν πολλά τα στοιχεία της ιστορίας που με εξόργισαν, κάποιες φορές σκέφτηκα ότι κάνω λάθος ντοκιμαντέρ και ότι έπρεπε να κάνω μια πολιτική ταινία με όλα όσα έγιναν. Όμως νομίζω ότι προηγούνταν μια ταινία που να καταγράφει τι πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι, αναλώνοντας μια ζωή με την ελπίδα και την άγνοια για το αν ζουν οι αγαπημένοι τους».
Με το ντοκιμαντέρ του, Κλείσε τα μάτια για να δεις ο σκηνοθέτης Σταύρος Στρατηγάκος φέρνει στο φως σπάνιο αρχειακό υλικό σχετικά με την ιστορία του ραδιοφώνου στην Ελλάδα. Η έρευνά του στα αρχεία της ΕΡΤ ξεκίνησε με αφορμή ένα βιβλίο των εκδόσεων του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, του 1961. Όπως ανέφερε ο κ. Στρατηγάκος αν και το ραδιόφωνο στην Ελλάδα υπήρχε από τη δεκαετία του '30, μόλις το 1952 άρχισε η καταγραφή των εκπομπών, καθώς τότε προμηθεύτηκε η ΕΡΤ μαγνητόφωνα. «Ότι γινόταν μέχρι τότε στο ραδιόφωνο χανόταν» ανέφερε. Το ντοκιμαντέρ του κ. Στρατηγάκου καλύπτει την περίοδο από το 1952 έως το 1965, όταν έκανε την εμφάνισή της η τηλεόραση. Αλλά και μετά το 1952 «υπάρχουν μαύρες τρύπες στο αρχείο της ΕΡΤ, με αποτέλεσμα πολλές φορές να σκοντάψει η έρευνα εκεί. Τώρα γίνεται μια προσπάθεια ψηφιοποίησης του αρχείου της ΕΡΤ και της ΥΕΝΝΕΔ. Αυτός ο θησαυρός ανήκει σε όλο το λαό» είπε. Αν και σκηνοθέτης στην τηλεόραση της ΕΡΤ ο κ. Στρατηγάκος θεωρεί ότι το ραδιόφωνο έχει μια μαγεία που λείπει από την τηλεόραση. «Η τηλεόραση έχει έναν εγωισμό, βάζει σύνορα στη φαντασία. Όπως είπε ο Εμπειρίκος, δείχνει τον άνθρωπο μικρό αλλά με μεγάλη φωνή. Επιπλέον, η τηλεόραση ποδηγετεί και κακοποιεί τον ήχο, τον κάνει δεκανίκι της εικόνας. Στην τηλεόραση δεν μπορείς να ξεφύγεις από το ρεαλιστικό κατάλοιπο της εικόνας».
Στο ντοκιμαντέρ γίνεται λόγος για το ραδιόφωνο και τη διασύνδεσή του με το δημοτικό τραγούδι, το λυρικό τραγούδι ή το θέατρο. Σε ερώτηση για το αν έχει εκλείψει μια τόσο άμεση σχέση μεταξύ ενός επικοινωνιακού μέσου και των τεχνών, ο κ. Στρατηγάκος, είπε χαρακτηριστικά: «Φυσικά και έχει εκλείψει. Πολλά έχουν εκλείψει. Ξέρετε, υπήρχε ένα ήθος στους ανθρώπους του ραδιοφώνου εκείνης της εποχής. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε ο Αντώνης Λάβδας πως ‘για τον Γούναρη λέγαμε ο λαοφιλής τραγουδιστής, δε λέγαμε ο μεγάλος γιατί τότε τι θα λέγαμε για τον Μπετόβεν;’ Σήμερα τα υπερθετικά χρησιμοποιούνται με απίστευτη ευκολία».