48ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
16-25 Νοεμβρίου 2007
MASTERCLASS ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ
Για τα πρώτα του βήματα στον κινηματογράφο, τη σχέση του με το Μεξικανικό σινεμά και το Χόλιγουντ, αλλά και τη νέα γενιά κινηματογραφιστών μίλησε ο καταξιωμένος Μεξικανός δημιουργός Αλφόνσο Κουαρόν στο masterclass που έδωσε τη Δευτέρα, 19 Νοεμβρίου, το πρωϊ στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης.
Τον Αλφόνσο Κουαρόν προλόγισε η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δέσποινα Μουζάκη λέγοντας χαρακτηριστικά: «Φαίνεται πως η κάμερα αποτελεί προέκταση του σώματος του Μεξικάνου δημιουργού και πως ο κινηματογράφος είναι ο αέρας που αναπνέει». Στον δικό του χαιρετισμό ο υπεύθυνος συντονισμού του Διεθνούς Προγράμματος του Φεστιβάλ, Αλέξης Γρίβας, τόνισε πως το Φεστιβάλ στηρίζει παραδοσιακά τον Μεξικάνικο κινηματογράφο και κατέληξε λέγοντας πως «ο Αλφόνσο Κουαρόν μας χρωστούσε μια επίσκεψη από παλιότερα».
Ξεκινώντας το masterclass o Αλφόνσο Κουαρόν εκμυστηρεύτηκε στο κοινό πως όταν ήταν μικρός είχε μια κάμερα, αλλά λόγω περιορισμένων οικονομικών πόρων, τραβούσε διαρκώς χωρίς φιλμ. Συνέχισε λέγοντας πως ξεκίνησε την καριέρα του ως μπούμαν και ως βοηθός σκηνοθέτη σε πολλές παραγωγές, χαρακτήρισε μάλιστα τον εαυτό του ως “blue collar worker” του σινεμά. Μόλις έκανε την πρώτη του ταινία, αποφάσισε να κόψει τις γέφυρες με το μεξικάνικο σινεμά. «Το Μεξικό ήταν απομονωμένο για 80 χρόνια, οι καλλιτέχνες του αναγκάζονταν να ζουν σε μια φούσκα, χωρίς ορίζοντες. Αν παρέμενα εκεί, θα ήμουν αναγκασμένος να δουλεύω πάνω σε πρότζεκτ της κυβέρνησης, σε κυβερνητικά ντοκιμαντέρ, και ως βοηθός σκηνοθέτη. Εγώ ήθελα τα φιλμ μου να ταξιδεύουν, να είναι κομμάτι της κοινωνίας του κόσμου. Ήθελα να κάνω πράγματα με τον δικό μου τρόπο», είπε χαρακτηριστικά δικαιολογώντας αυτήν του την απόφαση.
Όταν βρέθηκε στο Χόλιγουντ, έχοντας κάνει ήδη κάνει τις ταινίες Little Princess και Great Expectations, λάμβανε καθημερινά πολλές προτάσεις για να σκηνοθετήσει. Το γεγονός όμως ότι τα στούντιο επενέβαιναν στο έργο του, τον ώθησε να αλλάξει πορεία. «Επιθυμούσα να έχω τον απόλυτο έλεγχο των ταινιών μου, να γράφω τα δικά μου σενάρια, και όχι να με περιμένει κάθε μέρα στην πόρτα μου ένας πάκος από σενάρια-σκουπίδια. Από εκείνη την περίοδο διδάχτηκα ότι πρέπει να ελέγχω και τη ζωή μου εκτός από την καριέρα μου», δήλωσε σχετικά.
Μιλώντας για την αρχική του επιφύλαξη στην πρόταση να σκηνοθετήσει το Χάρι Πότερ 3 δήλωσε πως, ως εκείνη την στιγμή, δεν είχε διαβάσει κανένα βιβλίο της σειράς. Άλλαξε γνώμη όταν ο Μπενίτσιο Ντελ Τόρο του είπε πως το τρίτο Χάρι Πότερ είναι το καλύτερο, και πως πίστευε ότι είναι ο καταλληλότερος σκηνοθέτης για να το γυρίσει. Τα γυρίσματα του Χάρι Πότερ κράτησαν δύο χρόνια και ο Κουαρόν ανέφερε πως η ζύμωση του με τον χώρο των οπτικών εφέ σε αυτήν την ταινία τον βοήθησε πολύ στη δημιουργία της αμέσως επόμενης ταινίας του The Children of Men.
Σε ερώτηση για τη νέα γενιά κινηματογραφιστών του μεξικανικού σινεμά, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Είναι μια γενιά δημιουργών που δεν εντυπωσιάζεται εύκολα, ξέρει πότε υπάρχουν οπτικά εφέ και πότε όχι, γνωρίζει τα κόλπα του επαγγέλματος, και προχωράει πέρα απ’ αυτά. Με άλλα λόγια έχει απομυθοποιήσει το σινεμά, και λόγω των νέων τεχνολογιών μπορεί πλέον να κάνει ταινίες από το τίποτα. Θεωρώ ότι αυτή η «ψηφιακή επανάσταση» είναι σημαντικότερη ακόμη και από την μετάβαση από τον βωβό κινηματογράφο στον ομιλούντα ή το πέρασμα από το ασπρόμαυρο στο έγχρωμο φιλμ».
Κλείνοντας, μίλησε για την παγκοσμιότητα της έβδομης τέχνης, δηλώνοντας πως δεν στέκεται στην εθνικότητα μιας ταινίας: «Με ενδιαφέρουν αποκλειστικά οι κινηματογραφιστές με δυνατές ρίζες και δυνατές κουλτούρες. Σε μια εποχή που η αρρώστια του εθνικισμού εξαπλώνεται, πρέπει να βρούμε κοινούς κανόνες που θα μας ενώνουν, καταργώντας εν τέλει τις σημαίες και τα διαβατήρια».