49ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
14-23 Νοεμβρίου 2008
FOCUS: ΚΟΙΝΟΒΙΟ 2008
Κοινόβιο. Όχι απαραίτητα με τη στενή, ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή την από κοινού συμβίωση μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά με την ευρύτερη έννοια της δημιουργίας μικρών ή μεγαλύτερων κοινωνικών πυρήνων στην περιφέρεια - ή το περιθώριο - του κοινωνικού κατεστημένου. Αν οι «Σύγχρονοι Πόλεμοι», ο περυσινός θεματικός άξονας της ενότητας FOCUS, εστίαζαν σε εκείνα που μας χωρίζουν το FOCUS του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κάτω από τον τίτλο «Κοινόβιο 2008», φιλοδοξεί να ρίξει φως σε εκείνα που, έστω και εφήμερα ή φαντασιακά, μπορούν να μας ενώσουν…
Η δημιουργία εναλλακτικών και αυτοπροαίρετων κοινωνικών «υπο-συνόλων» δεν αποτελεί φυσικά παροδικό φαινόμενο της εποχής ή ενδεικτικό σημείο των καιρών μας. Μέσα από μια επιλογή ταινιών πρόσφατης παραγωγής (2007 – 2008) απ’ όλο τον κόσμο, η ενότητα FOCUS – την οποία επιμελείται ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης - θα επιχειρήσει να ερευνήσει τις σύγχρονες συνισταμένες του θέματος, αλλά και τη διαλεκτική του με ιστορικά-κοινωνικά προηγούμενα, όπως είναι ο χιπισμός ή τα ευρωπαϊκά κινήματα του ’68. «Η ανθολογία του FOCUS, με διαφορετικό θέμα εστίασης κάθε χρόνο, αναζητά τις τάσεις του σύγχρονου κινηματογράφου, διερευνώντας, όμως, παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο το σινεμά μπορεί να αποτελέσει τον καθρέπτη των τάσεων της σημερινής κοινωνίας», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Δέσποινα Μουζάκη. Τί αλήθεια διαφοροποιεί τη γενιά της αμφισβήτησης, από τη σημερινή Generation Y της παγκοσμιοποίησης, όσον αφορά στον τρόπο που επιλέγει να δημιουργήσει ομάδες και να δραστηριοποιηθεί, αντιδρώντας σε μια παγιωμένη τάξη πραγμάτων; Το «η φαντασία στην εξουσία» μπορεί να έχει δώσει τη θέση του σε μια πιο εξατομικευμένη μορφή διαμαρτυρίας, το ουσιαστικό αίτημα, ωστόσο, παραμένει ίδιο: Η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία που πάντα θα βρίσκει την πλέον πηγαία έκφρασή της στην γένεση τέτοιων κλειστών κοινωνικών ομάδων. Η ουτοπία δεν χάθηκε, απλώς άλλαξε συντεταγμένες.
Τη δική τους ουτοπία αναζητούν οι πρωταγωνιστές του Delta του Ούγγρου Kornel Mundruczo. Δύο ετεροθαλή αδέλφια που ζουν απομονωμένα στις όχθες ενός ποταμού, σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό περιβάλλον, προκαλούν το μένος των κατοίκων του γειτονικού χωριού με τα «ανάρμοστα» ερωτικά συναισθήματα που αναπτύσσονται ανάμεσα τους. Με τον σκηνικό χώρο να ενέχει δραματουργικά το ρόλο ενός ακόμη χαρακτήρα και τους απόηχους του Badlands να χρωματίζουν την αφήγηση, το Delta, που συμμετείχε στο Διαγωνιστικό Πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Καννών, περικλείει σε μια ερωτική δυάδα ένα ολόκληρο σύμπαν, αποδεικνύοντας πως ο ερωτικός μικρόκοσμος ενός ζευγαριού μπορεί να αποτελέσει μια ισχυρή κοινωνική ομάδα, ικανή να σταθεί και εν τέλει να αναμετρηθεί με το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Η μάχη που καλείται να δώσει ο έφηβος Τζος, κεντρικός χαρακτήρας του καναδικού Tout est parfait, είναι διαφορετική. Όταν ανακαλύπτει πως οι τέσσερις κολλητοί του διέπραξαν ομαδική αυτοκτονία, αφήνοντάς τον έξω από την απονενοημένη πράξη τους, πρέπει εκτός από την οδύνη της απώλειας να διαχειριστεί και το γεγονός πως είναι ο μοναδικός επιζών. Το Tout est parfait του Yves-Christian Fournier, ένα ειλικρινές και διεισδυτικό πορτραίτο των γεμάτων αντιφάσεις σύγχρονων εφήβων, δεν πραγματεύεται μόνο το θέμα των φιλικών δεσμών αλλά και το πως ο θάνατος μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς και δεσμός «αίματος» μιας ολόκληρης ομάδας, απομονώνοντάς την από τον περίγυρο μέχρι τον ύστατο βαθμό.
Μια ευκαιρία να συμφιλιωθεί με τον χαμένο χρόνο, αποκαθιστώντας τη σχέση της με τον εξάχρονο γιο της, αναζητά η Άλμπα, μια νεαρή μητέρα από την Αργεντινή. Η αναζήτηση αυτή θα την οδηγήσει στο κοινόβιο του El Bolson, μιας απομονωμένης κοιλάδας στην Παταγονία που υπήρξε μέκκα των χίπις της δεκαετίας του ’70 και εξακολουθεί να αποτελεί καταφύγιο για «φυγάδες της ζωής», όπως αυτή. Το Salamandra, το πρώτο μεγάλου μήκους πόνημα του Αργεντίνου σκηνοθέτη Pablo Aguero - το οποίο προβλήθηκε στο φετινό Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών του φεστιβάλ των Καννών – είναι μια αποδραματοποιημένη, κριτική ματιά πάνω στην ουτοπία της χίπικης ιδεολογίας του κοινοβίου, σε αντιπαραβολή με τον κοινωνικό ιστό της οικογένειας.
Διαφορετικού ύφους, αλλά εξίσου καυστική, είναι η κριτική που ασκεί πάνω στο πνεύμα του Μάη του ’68, το - βραβευμένο με το φετινό βραβείο Jean Vigo - μικρού μήκους Les paradis perdus του Helier Cisterne. Η Ιζαμπέλ, μια νεαρή έφηβη στο Παρίσι εκείνης της περιόδου, παθιασμένη με τα όσα συμβαίνουν στους δρόμους της πόλης της, υποχρεώνεται από τους μεγαλοαστούς γονείς της να την εγκαταλείψει για ένα πιο «ασφαλές» μέρος στην εξοχή. Αρνούμενη να χάσει τις εξελίξεις, θα προσπαθήσει να γυρίσει πίσω κρυφά. Το ταξίδι της επιστροφής θα αποδειχθεί, εντελώς απροσδόκητα, εξαιρετικά διαφωτιστικό, μαθαίνοντάς της πως οι προσωπικές, αφανείς «επαναστάσεις» έχουν το ίδιο μεγάλη σημασία και, κάποιες φορές, μεγαλύτερο ρίσκο και κόστος από τις συλλογικές.
Αναλόγως διαφωτιστικό είναι και το ταξίδι της μεσήλικης Τάεκο, σε ένα μικρό νησί του ιαπωνικού Νότου. Στις εκτός προγράμματος διακοπές της σε αυτό και μέσα από τη συναναστροφή της με την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια και τους ενοίκους ενός παραθαλάσσιου πανδοχείου, θα συνειδητοποιήσει πως το πλέον ευδαιμονικό συναίσθημα όλων, είναι αυτό της αποδέσμευσης από τις περιττές αποσκευές των συμβάσεων της σύγχρονης ζωής. Αυτό της ελευθερίας. Ένα γλυκόπικρο, μίνιμαλ κινηματογραφικό μάθημα ζεν με τίτλο Megane, από τη Γιαπωνέζα Naoko Ogigami, που εδώ υπογράφει την τρίτη της σκηνοθετική δουλειά.
Στο The way Ι see things, την πρώτη ταινία του Αμερικανού Brian Pera, ο κεντρικός ήρωας, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει τον αιφνίδιο θάνατο του επί μια δεκαετία συντρόφου του, αποσύρεται σε ένα new age κοινόβιο, τα μέλη του οποίου ενθαρρύνονται να ανακαλύψουν τον «αυθεντικό εαυτό» τους. Το δικό του ταξίδι, ένα αποκαλυπτικό ταξίδι ενδοσκόπησης, θα τον βοηθήσει να καταλάβει πως ο μόνος τρόπος να προχωρήσεις μπροστά, είναι να στραφείς βαθιά μέσα σου.
Εντελώς διαφορετικό είναι το σκηνικό του γαλλικού Adhen. Οι εργάτες ενός εργοστασίου στα περίχωρα του Παρισιού, Άραβες και Αφρικανοί μετανάστες στην πλειοψηφία τους, διχάζονται όταν ο εργοδότης τους –στον οποίο έχουν δώσει το παρατσούκλι “Μάο”- αποφασίζει να τους χτίσει ένα τζαμί, ορίζοντας όμως ο ίδιος τον ιμάμη τους. Εγκλωβισμένο ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις της κοινής θρησκείας –που φαινομενικά ενώνει- και της διαφορετικής εθνικότητας – που φαινομενικά χωρίζει - το ανθρώπινο ψηφιδωτό της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας του Rabah Ameur-Zaimeche, αναζητά τον συνεκτικό του ιστό: Μια συμπαγή ταξική συνείδηση.
Το πλήρες πρόγραμμα του FOCUS: Κοινόβιο 2008 θα ανακοινωθεί στη συνέντευξη Τύπου του Φεστιβάλ.