MASTERCLASS ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΜΠΣΟΝ

MASTERCLASS ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΤΖΟΜΠΣΟΝ

Για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δίνει η χρήση του ψηφιακού φορμά στον σύγχρονο κινηματογράφο μίλησε ο σκοτσέζος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός Ρίτσαρντ Τζόμπσον - δημιουργός του New town killers που περιλαμβάνεται στις Ειδικές Προβολές του Διεθνούς προγράμματος του 49ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης - στο masterclass που παρέδωσε το Σάββατο 22 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας.

Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον, ο οποίος δουλεύει αποκλειστικά με ψηφιακό βίντεο, έχει ήδη γυρίσει τέσσερις low budget ταινίες μεγάλου μήκους: «Ο χαμηλός προϋπολογισμός αποτελεί σημαντικό προτέρημα, επειδή σου επιτρέπει να πειραματιστείς, να δοκιμάσεις τις ιδέες σου. Στον συμβατικό κινηματογράφο, πολλοί σκηνοθέτες γυρίζουν μόνο μία ταινία και όλα τελειώνουν εκεί γι’ αυτούς. Αν η ταινία δεν πάει καλά, δεν τους δίνεται η δυνατότητα να κάνουν κι άλλες. Ισχύει ό,τι ακριβώς και στη μουσική βιομηχανία, όπου έχεις μόνο μια ευκαιρία για να σημειώσεις επιτυχία. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πολύ λυπηρό», τόνισε ο σκηνοθέτης, ο οποίος από την εφηβεία του κιόλας υπήρξε τραγουδιστής και στιχουργός του punk συγκροτήματος The Skids, ενώ στην συνέχεια δούλεψε ως τηλεπαρουσιαστής, για να περάσει τελικά στο χώρο του κινηματογράφου. Πρόσθεσε, μάλιστα, ότι «στη Βρετανία τουλάχιστον, ο κινηματογράφος αποτελεί ένα χόμπι για πλούσιους. Είναι κάτι που με ενοχλεί, αλλά πρέπει πάντα να χρησιμοποιείς το θυμό σου δημιουργικά, γιατί αλλιώς θα κουβαλάς πικρία μέσα σου και τελικά αυτό θα σκοτώσει τη δημιουργικότητά σου».

Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον αναφέρθηκε στην συνέχεια στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει. «Ξεκίνησα το 2003 και κατά μέσο όρο γυρίζω μία ταινία κάθε ενάμιση χρόνο. Ακολουθώ πιστά το πλάνο μου και μέχρι στιγμής αποδίδει. Η πρώτη μου ταινία, το Sixteen Years Of Alcohol, στοίχισε γύρω στις 400.000 στερλίνες. Η δεύτερη, το The Purifiers, κόστισε τόσο λίγα που δεν θυμάμαι καν το ποσό. Πρέπει να ήταν γύρω στις... 50 πένες! Κατόπιν, γύρισα το A Woman In Winter με προϋπολογισμό 300.000 στερλίνες και η νέα μου ταινία, New Town Killers, είναι η ακριβότερη όλων, με συνολικό κόστος 1 εκατ. στερλίνες», είπε χαρακτηριστικά και συμπλήρωσε: «Πάντοτε ξεκινώ γνωρίζοντας εκ των προτέρων τον προϋπολογισμό. Αντίθετα μάλιστα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες κινηματογραφικές παραγωγές, στις δικές μου ταινίες το κόστος δεν πρόκειται να αυξηθεί στην πορεία. Η ψηφιακή τεχνολογία σου δίνει τη δυνατότητα να διατηρήσεις τον έλεγχο της κατάστασης».

Παράλληλα, υπερασπίστηκε την αισθητική του ψηφιακού φορμά: «Πριν από την είσοδο του high definition, o ψηφιακός κινηματογράφος έμοιαζε πολύ επίπεδος, έλειπε εντελώς το βάθος πεδίου. Πλέον, όμως, αυτό έχει αλλάξει. Η ψηφιακή εικόνα δεν μου αρέσει μόνο για λόγους οικονομίας, αλλά κυρίως για την αισθητική και για την ταχύτητά της. Κάποιος σχολίασε τις ταινίες μου, που είναι γυρισμένες σε high definition, χαρακτηρίζοντάς τις υπερβολικά θορυβώδεις και γρήγορες. Εγώ, όμως, ενθουσιάστηκα! Επιπλέον, η ψηφιακή καταγραφή σου δίνει τη δυνατότητα να δεις τί τράβηξες την ίδια στιγμή και να διορθώσεις άμεσα τα λάθη στο γύρισμα. Τέλος, κάνει ευκολότερη την επεξεργασία μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή καθώς και την προσθήκη ειδικών εφέ».

Ο 48χρονος Σκοτσέζος, που χρησιμοποιεί ουκ ολίγα στοιχεία δράσης και πολεμικών τεχνών στις προσωπικές του δημιουργίες («από την παιδική μου ηλικία, λάτρευα τις ταινίες κουνγκ φου»), υποστήριξε επίσης ότι στο έργο του η εικόνα και το sound designing είναι σημαντικότερα στοιχεία από ό,τι το σενάριο: «Ο διάλογος δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο στις ταινίες μου. Δεν μου αρέσουν τα δράματα κλειστού χώρου. Η εικόνα δύο ανθρώπων που κάθονται σε μια καφετέρια και φλυαρούν, ταιριάζει στην τηλεόραση και όχι στον κινηματογράφο. Θέλω να υπάρχει οπτική γλώσσα, να μιλάει η εικόνα, με τη βοήθεια της μουσικής και των ήχων. Ίσως οι ταινίες μου να υστερούν στην αφήγηση, αλλά είναι όμορφες στην εικόνα και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Για μένα προσωπικά ο κινηματογράφος ήταν μια διέξοδος, γι’ αυτό δεν μου αρέσει το ρεαλιστικό σινεμά. Προτιμώ μια ταινία να σε βάζει σε έναν άλλο, μυστηριώδη κόσμο».

Με αφορμή την μικρού μήκους ταινία του I Am Digital, ο Τζόμπσον μίλησε για τον μελλοντικό «θάνατο» του φιλμ: «Το φιλμ 35mm έχει τελειώσει, είναι θέμα χρόνου να χάσει τα πρωτεία. Σήμερα, η πλειοψηφία των ανθρώπων του χώρου κρατά περίεργη στάση απέναντι στον ψηφιακό κινηματογράφο, ωστόσο στο μέλλον οι περισσότεροι σκηνοθέτες θα γυρίζουν τις ταινίες τους ψηφιακά», υποστήριξε, διευκρινίζοντας πως «η ψηφιακή επανάσταση δεν γίνεται σήμερα. Συνέβη πριν από 15-20 χρόνια, απλώς τώρα βλέπουμε τα αποτελέσματά της».

Δεν παρέλειψε, εξάλλου, να μιλήσει για τις εναλλακτικές οδούς προώθησης ταινιών που έχουν γυριστεί με ψηφιακά μέσα. «Χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, για μια ταινία δεν υπάρχουν πλέον μόνο οι κινηματογραφικές αίθουσες και το DVD. Για παράδειγμα, η Sony ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι με βάση το I Am Digital, αλλά και να αποτελέσει αφορμή για μια ταινία μεγάλου μήκους, που θα παρέχεται μέσω της κονσόλας παιχνιδιών PS3 ή μέσω κινητών τηλεφώνων. Επιπλέον, συζητώ με την Apple για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας, που θα επιτρέπει την προβολή και πώληση ψηφιακών ταινιών μέσω του διαδικτύου».

Ο Ρίτσαρντ Τζόμπσον, που από το 2007 έχει ιδρύσει στην πατρίδα του το Jobson Digital Film School, μια σχολή στην οποία διδάσκει τις θεμελιώδεις αρχές του ψηφιακού σινεμά σε επίδοξους μιμητές του, ολοκλήρωσε το masterclass δίνοντας συμβουλές προς αρχάριους: «Στην σχολή μου, προσπαθώ να βοηθήσω τους σπουδαστές, δείχνοντάς τους τρόπους για να αναπτύξουν μια σεναριακή ιδέα μέσα από τις ψηφιακές δυνατότητες. Στην punk μουσική σκηνή, χρειαζόσουν απλώς τρεις συγχορδίες και να έχεις κάτι να πεις. Το ίδιο ισχύει και με το ψηφιακό σινεμά. Ένας πρωτάρης στον χώρο θα πρέπει να έχει ξεκάθαρες ιδέες για την ταινία που θέλει να κάνει, να ασχοληθεί σοβαρά και να αξιοποιήσει την εικόνα, γιατί αν επενδύσει υπερβολικά στο διάλογο θα πρόκειται για μεγάλο λάθος. Παράλληλα, θα πρέπει να βρει φιλόδοξους ηθοποιούς, αλλά και εξίσου φιλόδοξους συνεργάτες για το post-production. Και σε καμία περίπτωση να μην αφαιρεί στοιχεία από το σενάριο, εφόσον μειωθεί ο προϋπολογισμός της ταινίας, αλλά αντίθετα να αναζητεί δημιουργικές λύσεις».