ΗΜΕΡΙΔΑ: Ο ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ. ΤΡΟΠΟΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ
Η πρόσβαση των Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ σε ολοένα και περισσότερους θεατές, αλλά και τα ξεχωριστά δεδομένα που ισχύουν σε κάθε κοινωνικό περιβάλλον, αναλύθηκαν στην ημερίδα με θέμα «Ο κοινωνικός ρόλος των Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Τρόποι αξιοποίησης των Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ από τους δημιουργούς του είδους», που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 17 Μαρτίου, στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Στην ημερίδα συμμετείχαν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, Δημήτρης Εϊπίδης, η διευθύντρια του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Άμστερνταμ (IDFA), Ally Derks, ο υπεύθυνος επιλογής προγράμματος του Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι, Karel Och, η παραγωγός και εκπρόσωπος του Tribeca Film Institute, Pamela Cohn, η διευθύντρια του Φεστιβάλ Ρέικιαβικ, Hronn Marinosdottir, καθώς επίσης ο κινηματογραφιστής και παραγωγός, Peter Wintonick. Την ημερίδα συντόνισε ο Κωνσταντίνος Κοντοβράκης.
«Οι λόγοι για να δημιουργήσεις ένα Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ ποικίλλουν. Σε άλλες χώρες, όπου υπάρχει μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή, χρειάζεται ένα φόρουμ για να προβληθεί το έργο των σκηνοθετών. Στην Ελλάδα, δεν ίσχυε αυτό, χρειαζόταν, ωστόσο, η θέσπιση ενός Φεστιβάλ για να αποκτήσουμε πρόσβαση στην παγκόσμια παραγωγή του είδους και με τον τρόπο αυτό να έχουμε εναλλακτική ενημέρωση, για θέματα που δεν έφταναν ποτέ στην τηλεόραση ή τις εφημερίδες», υπογράμμισε ο Δημήτρης Εϊπίδης και συμπλήρωσε, σχολιάζοντας την διαρκώς αυξανόμενη ανταπόκριση του κοινού: «Την πρώτη χρονιά, οι θεατές ήταν πολύ παθητικοί. Δεν έθεταν ερωτήσεις, δεν συμμετείχαν ενεργά. Αυτό έχει αλλάξει πλέον δραστικά. Ενδεικτικό αυτής της αλλαγής είναι το γεγονός ότι από τις 8.000 έχουμε φτάσει στις 40.000 θεατές το χρόνο. Την ίδια στιγμή το Φεστιβάλ ταξιδεύει σε πολλές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, στοιχείο που δείχνει τη μεγάλη αύξηση ενδιαφέροντος των Ελλήνων για το ντοκιμαντέρ». Σύμφωνα με τον κ. Εϊπίδη, το μεγάλο στοίχημα για το μέλλον είναι η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών: «Θα ήθελα, με τη χρήση της τεχνολογίας, να ενσωματώσουμε το πρόγραμμα του Φεστιβάλ στο internet ή στην τηλεόραση, προκειμένου να διευρύνουμε πολύ περισσότερο τα ποσοστά των Ελλήνων θεατών που θα έχουν πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ». Αναφερόμενος, τέλος, στην κοινωνική διάσταση του θεσμού, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Μέσα από το Φεστιβάλ, μπορούμε να αναδείξουμε φλέγοντα κοινωνικά θέματα. Αυτός είναι και ο λόγος που φέτος πραγματοποιούμε αφιέρωμα στην Αφρική. Από το ξεκίνημα του θεσμού είχαμε ταινίες που αναφέρονταν στην Αφρική, αλλά σπάνια αυτές προέρχονταν από Αφρικανούς δημιουργούς. Συνήθως ήταν έργο ξένων, που ταξίδευαν και αποτύπωναν τις εικόνες τους, χωρίς όμως να γνωρίζουν ‘εκ των έσω’ καταστάσεις όπως αυτές που βιώνουν οι μόνιμοι κάτοικοι των αφρικανικών χωρών».
«Σε ένα Φεστιβάλ, το ζητούμενο είναι η αλληλεπίδραση. Να συζητούν οι σκηνοθέτες με τους θεατές, να γίνεται ανταλλαγή ιδεών», υποστήριξε η Ally Derks, που είναι διευθύντρια του φημισμένου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Άμστερνταμ (IDFA) από τη θέσπισή του, το 1988. Συγκρίνοντας το παρελθόν με το παρόν του θεσμού, ανέφερε ενδεικτικά: «Όταν ξεκινήσαμε, πριν από 21 χρόνια, τα ντοκιμαντέρ δεν προβάλλονταν στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο. Σήμερα, δεχόμαστε 3.000 αιτήσεις ταινιών το χρόνο και έχουμε περισσότερους από 150.000 θεατές, ενώ επίσης περιοδεύουμε σε ολόκληρη την Ολλανδία, προβάλλοντας τις 10 καλύτερες ταινίες του Φεστιβάλ από πόλη σε πόλη, τόσο σε arthouses όσο και σε εμπορικές αίθουσες. Επιπλέον, κάθε εβδομάδα, σε ολόκληρη τη διάρκεια του χρόνου, διοργανώνουμε προβολές στη Βιβλιοθήκη του Άμστερνταμ».
Μεγάλη είναι και η ιστορία του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κάρλοβι Βάρι, στην Τσεχία. «Το Φεστιβάλ υπάρχει από το 1946, αλλά στα χρόνια του υπαρκτού σοσιαλισμού φιλοξενούνταν εναλλάξ στο Κάρλοβι Βάρι και στη Μόσχα. Σήμερα, αφιερώνουμε το 10% του προγράμματός μας σε ντοκιμαντέρ. Έχουμε μόνο 10 θέσεις για feature films στο διαγωνιστικό, αλλά προσπαθούμε να χωρέσουμε περισσότερα ντοκιμαντέρ σε άλλα τμήματα, επειδή κάθε χρόνο δεχόμαστε 800-900 αιτήσεις από δημιουργούς ταινιών τεκμηρίωσης», σημείωσε ο υπεύθυνος επιλογής προγράμματος του Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι, Karel Och, ο οποίος πρόσθεσε πως προτεραιότητα του είναι το στιλ κινηματογράφησης ενός ντοκιμαντέρ: «Στα ντοκιμαντέρ που δεχόμαστε, δεν θέτουμε κανέναν περιορισμό στη φόρμα ή στο περιεχόμενο. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία επιλογής, δίνουμε κάπως μεγαλύτερη βαρύτητα στη φόρμα».
Η ανεξάρτητη Αμερικανίδα παραγωγός και εκπρόσωπος του Tribeca Film Institute, Pamela Cohn, μίλησε για τα δεδομένα που ισχύουν στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. «Η κοινότητα των δημιουργών ντοκιμαντέρ, στη Νέα Υόρκη και στις ΗΠΑ γενικότερα, αλλάζει τους τελευταίους μήνες, εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Γι’ αυτό, προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε πόρους για τη δημιουργία ταινιών μέσα από το ταμείο Gucci Tribeca Documentary Fund. Πέρσι δεχθήκαμε 450 αιτήσεις. Δεν έχουμε μακρόχρονη ή πλούσια παράδοση, αλλά διαθέτουμε στη Νέα Υόρκη σημαντικούς δημιουργούς, που βοηθούν τους νέους κινηματογραφιστές με την εμπειρία τους. Αναζητούμε κυρίως το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, δηλαδή την διήγηση πραγματικών ιστοριών σε κινηματογραφικό περιβάλλον, και όχι τόσο το ‘τηλεοπτικό’ ρεπορτάζ - ντοκιμαντέρ», είπε η Pamela Cohn και συμπλήρωσε: «Στις ΗΠΑ, αναζητούμε από τους δημιουργούς ντοκιμαντέρ να καλύψουν με το έργο τους το κενό ενημέρωσης που αφήνουν τα μεγάλα ΜΜΕ. Ζούμε σε μια χώρα όπου πολλοί πολίτες είναι αδιάφοροι και παθητικοί. Υπάρχουν, όμως, όλο και περισσότεροι νέοι που είναι συνειδητοποιημένοι, έχουν κοινωνική ευαισθησία και διψάνε να δουν καινούργια πράγματα».
Στην μεγάλη αύξηση του ενδιαφέροντος για τα ντοκιμαντέρ και στη δική της χώρα, την Ισλανδία, αναφέρθηκε η διευθύντρια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ρέικιαβικ, Hronn Marinosdottir: «Ο θεσμός αυτός μετρά μόλις 6 χρόνια ζωής. Είχαμε ξεκινήσει με 15 ταινίες, την πρώτη χρονιά, αλλά τώρα το πρόγραμμα περιλαμβάνει γύρω στις 400 και έχουμε περίπου 20.000 θεατές κάθε Σεπτέμβριο. Τα ντοκιμαντέρ καταλαμβάνουν το 30% με 40% του συνολικού προγράμματος, ποσοστό που δείχνει την αγάπη μας για τις ταινίες τεκμηρίωσης».
Από την πλευρά του, ο ανεξάρτητος σκηνοθέτης και παραγωγός Peter Wintonick, χαρακτήρισε το ντοκιμαντέρ ως «ενημερωτική τέχνη» και ομολόγησε πως είναι...εθισμένος στα Φεστιβάλ: «Έχω μαζέψει 400-500 διαπιστεύσεις. Τις μαζεύω σε μία γυάλα, που κάθε χρόνο γεμίζει περισσότερο! Το πρόβλημα για μένα είναι ότι υπάρχουν τόσο πολλά Φεστιβάλ Κινηματογράφου, περίπου 3.600 σε όλον τον κόσμο. Έστω και αν αρκετά από αυτά δεν περιλαμβάνουν ντοκιμαντέρ, είναι δύσκολο να προλαβαίνω να τα παρακολουθώ όλα, όπως θα ήθελα. Είμαι πάντως σαν τον τσιγγάνο, που βρίσκεται διαρκώς στο δρόμο, αναζητώντας το τέλειο Φεστιβάλ».
Η ημερίδα ολοκληρώθηκε με ερωτήσεις που έθεσε στους εισηγητές το κοινό, μία εκ των οποίων αφορούσε στην καταγγελία φαινομένων λογοκρισίας από την ιταλική κυβέρνηση στο Φεστιβάλ του Τορίνο. «Θα προτιμούσα να κλείσω το Φεστιβάλ, παρά να δεχθώ οποιασδήποτε μορφής λογοκρισία. Τα ντοκιμαντέρ είναι ελευθερία, πρεσβεύουν το δικαίωμα να εκφράζει ο κάθε δημιουργός την άποψή του», τόνισε ο Δημήτρης Εϊπίδης, ενώ και οι υπόλοιποι παριστάμενοι υπογράμμισαν ότι δεν έχουν δεχθεί καμία παρέμβαση για το τι «πρέπει» να περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ τους και τι όχι. Ο Peter Wintonick, ωστόσο, έδωσε μια διαφορετική διάσταση στο θέμα: «Χρειάζεται ισχυρή θέληση από τον διευθυντή ενός Φεστιβάλ, για να μην ενδώσει στις πιέσεις, από όπου κι αν προέρχονται. Οι πιέσεις αυτές ίσως είναι πιο έντονες όπου υπάρχει κρατική χρηματοδότηση, αλλά έχει και πιο ‘υπόγειες’ μορφές. Η ύπαρξη δεκάδων ‘χρυσών’ και ‘πλατινένιων’ χορηγών, όπως για παράδειγμα στο Hot Docs στο Τορόντο, οδηγεί κατά τη γνώμη μου σε μια υποδόρια μορφή εξάρτησης».