MASTERCLASS VILMOS ZSIGMOND
Για την ξεχωριστή τέχνη του κινηματογραφιστή, για τις εμπειρίες από την συνεργασία με διάσημους σκηνοθέτες, αλλά και για τη διαφορά του αμερικανικού κινηματογράφου του ’60 και ’70 από τον σημερινό, μίλησε μεταξύ άλλων ο πολυβραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας Βίλμος Ζίγκμοντ / Vilmos Zsigmond, στο masterclass που παρέδωσε την Τετάρτη 18 Μαρτίου στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης», στο πλαίσιο του 11ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Ο ουγγρικής καταγωγής κινηματογραφιστής, που έχει τιμηθεί με Όσκαρ φωτογραφίας για την ταινία Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου ( το διεκδίκησε τρεις ακόμη φορές με τις ταινίες Ο Ελαφοκυνηγός, Το Ποτάμι της Οργής και Η Μαύρη Ντάλια) και έχει συνεργαστεί με κορυφαίους δημιουργούς, όπως ο Μάικλ Τσιμίνο, ο Μπράιαν Ντε Πάλμα, ο Ρόμπερτ Όλτμαν, ο Γούντι Άλεν και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ Χωρίς Υπότιτλους: Ο Λάζλο κι ο Βίλμος του Τζέιμς Κρεσάνθις, που ακολουθεί τις παράλληλες διαδρομές του Ζίγκμοντ και του συμπατριώτη και συναδέλφου του, Λάζλο Κόβατς.
Στο masterclass συμμετείχε και ο Τζέιμς Κρεσάνθις, τον οποίον ο Βίλμος Ζίγκμοντ περιέγραψε ως έναν «από τους καλύτερους νέους κινηματογραφιστές. Τον γνωρίζω από το 1987, όταν τον είχα για συνεργάτη στα γυρίσματα της ταινίας Οι Μάγισσες του Ίστγουικ. Μπορεί να μην έχει ακόμα κάποια υποψηφιότητα για Όσκαρ, αλλά έχει κάνει σπουδαία δουλειά», ήταν το κολακευτικό σχόλιο του Βίλμος Ζίγκμοντ για τον «μαθητή» του.
Ο 79χρονος καλλιτέχνης, που έχει υπογράψει μέχρι σήμερα τη φωτογραφία σε 82 ταινίες, μίλησε για το ξεκίνημά του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αλλά και για τις ευνοϊκές συγκυρίες της εποχής. «Τα πρώτα χρόνια στις ΗΠΑ ήταν δύσκολα. Προκειμένου να ζήσω, φωτογράφιζα βαφτίσια και γενέθλια. Και μάλιστα χωρίς να γνωρίζω τη γλώσσα. Μου πήρε 10 χρόνια μέχρι να μου δοθεί η ευκαιρία για την πρώτη μου μεγάλη ταινία», υπογράμμισε και συμπλήρωσε: «Κατά ευνοϊκή σύμπτωση, ο Λάζλο και εγώ βρεθήκαμε στις ΗΠΑ την κατάλληλη στιγμή, την περίοδο που ξεκινούσε το αμερικανικό νέο κύμα, δηλαδή οι ανεξάρτητες ταινίες από νέους δημιουργούς της εποχής, κατά παρόμοιο τρόπο με τον ιταλικό νεορεαλισμό και τη γαλλική νουβέλ βαγκ».
Συγκρίνοντας, μάλιστα, το παρελθόν με το παρόν, τόνισε: «Εκείνη την εποχή, ο σκηνοθέτης ήταν ο βασιλιάς του σετ. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70, ήταν η χρυσή εποχή του νέου κύματος. Τότε, σπουδαίοι ηθοποιοί όπως η Τζούλι Κρίστι, ο Αλ Πατσίνο, ή ο Τζιν Χάκμαν ήταν χαρούμενοι για τις ταινίες που γύριζαν, παρότι πληρώνονταν ίσα για να καλύψουν το νοίκι τους. Σήμερα, αν κάποιος ηθοποιός έχει αμοιβή κάτω από 10 εκατομμύρια δολάρια, είναι δυσαρεστημένος! Επιπλέον, τώρα χρειάζονται 20 εκατομμύρια δολάρια τουλάχιστον , μόνο και μόνο για την προώθηση μιας ταινίας».
Σε αντιδιαστολή με αυτόν τον «γιγαντισμό», χαρακτήρισε «θαύμα» την επιτυχία του Slumdog Millionaire: «Δεν υπάρχει παρόμοια ταινία για να συγκριθεί μαζί της. Έδειξε ότι δεν είναι απαραίτητο να ξοδέψεις εξωφρενικά ποσά για να δημιουργήσεις μια εξαιρετική ταινία. Το μόνο που χρειάζεται είναι ταλέντο. Πρόκειται για ένα θαύμα το ότι συνέβη κάτι τέτοιο με δεδομένες τις σημερινές συνθήκες στο χώρο».
Ξεχωριστή αναφορά, έπειτα από σχετική ερώτηση του κοινού, έκανε ο Βίλμος Ζίγκμοντ στην ταινία Heaven’s Gate του Μάικλ Τσιμίνο, η οικονομική αποτυχία της οποίας αποτέλεσε την αφορμή ώστε τα αμερικανικά στούντιο να πάψουν να προσφέρουν στους σκηνοθέτες τον πλήρη έλεγχο κατά την παραγωγή μιας ταινίας. «Η βερσιόν που διαρκούσε 3 ώρες και 20 λεπτά ήταν πραγματική καταστροφή από πλευράς εισπράξεων, γι’ αυτό το στούντιο έκοψε την ταινία στα 95 λεπτά. Ήταν, πιστεύω, ένας γελοίος τρόπος για να ‘πουλήσουν’ την ταινία στους θεατές και φυσικά δεν πέτυχε», είπε ο κ. Ζίγκμοντ και συνέχισε: «Θεωρώ ότι το Heaven’s Gate ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Σήμερα είναι επίκαιρο, λόγω της οικονομικής κρίσης. Τότε, όμως, ο καπιταλισμός ήταν σε άνθηση και το κοινό δεν ήθελε να δει μια ταινία για τις άσχημες συνθήκες και τη φτώχεια που επικρατούσε στη χώρα στις αρχές του αιώνα».
Με αφορμή ένα σχόλιο του Τζέιμς Κρεσάνθις για τη διαμάχη που είχε εκείνη την περίοδο ο Μάικλ Τσιμίνο με τα αμερικανικά ΜΜΕ, ο Ούγγρος διευθυντής φωτογραφίας σχολίασε: «Ο Ελαφοκυνηγός, η πρώτη σπουδαία ταινία του Τσιμίνο, που αναφερόταν στον πόλεμο του Βιετνάμ και την επίδρασή του στους ανθρώπους, αντιμετωπίστηκε ως ‘δεξιά’ ταινία από τον αμερικανικό Τύπο, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε έντονες αριστερές τάσεις. Έλεγαν ότι ο Τσιμίνο δεν άξιζε να βρεθεί στα Όσκαρ, πράγμα που τον έκανε έξαλλο. Έτσι, αποφάσισε να απαγορεύσει πλήρως την πρόσβαση στον Τύπο στα γυρίσματα του Heaven’s Gate. Ήταν μεγάλο λάθος, γιατί δεν γίνεται να πολεμήσεις τον Τύπο. Είναι πανίσχυρος και μπορεί να σε σκοτώσει, όπως σκότωσε το Heaven’s Gate».
Σχετικά με την καθημερινή διαδικασία που ακολουθεί σ’ ένα γύρισμα, ο Βίλμος Ζίγκμοντ είπε: «Το πρώτο πράγμα που κάνω, είναι να πιω πολύ καφέ! Συνήθως ρωτώ τον σκηνοθέτη από το προηγούμενο βράδυ πώς θέλει να γυρίσει τις σκηνές του για να είμαι προετοιμασμένος. Ωστόσο, έχω δουλέψει και με σκηνοθέτες που αυτοσχεδίαζαν, όπως ο Ρόμπερτ Όλτμαν, με τον οποίο συνεργάστηκα σε τρεις ταινίες. Όταν γυρίζαμε το McCabe & Mrs Miller, δεν υπήρχε καν γραμμένο το σενάριο για την επόμενη μέρα. Ωστόσο, παρά την έλλειψη προετοιμασίας, μου άφηνε όσο χρόνο χρειαζόμουν προκειμένου να μελετήσω τις συνθήκες φωτισμού».
Ο καταξιωμένος καλλιτέχνης μίλησε εκτενώς και για τη μαγεία του φωτισμού. «Λατρεύω τον φωτισμό. Το σημαντικό είναι να δημιουργήσεις μέσα απ’ αυτόν τη διάθεση μιας σκηνής, μιας ταινίας. Πρέπει να επιλέξεις την κατάλληλη ώρα, όπως για παράδειγμα νωρίς το πρωί που έχει καταπληκτικό φως και δεν χρειάζεσαι τεχνητό φωτισμό. Οι ηλιαχτίδες, οι φωτοσκιάσεις, αυτά είναι τα στοιχεία που κυνηγώ. Εξοικονομώ χρόνο, φροντίζοντας να γυρίζονται οι σκηνές την κατάλληλη ώρα της ημέρας με φυσικό φωτισμό», είπε, κάνοντας ειδική μνεία στην «καταπληκτική μελέτη του φωτός» που είχε κάνει ο συνάδελφός του και συνεργάτης του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, Σβεν Νίκβιστ.
Πηγές έμπνευσης για τον Ζίγκμοντ, υπήρξαν όπως αποκάλυψε ο ίδιος, οι ασπρόμαυρες κλασσικές ταινίες, αλλά και οι κλασσικοί πίνακες ζωγραφικής. «Στην Ουγγαρία δεν βλέπαμε πολλές ταινίες του δυτικού κόσμου. Με είχε επηρεάσει πολύ ο Πολίτης Κέιν, που ήταν εξαιρετική ταινία και τη μελέτησα ξανά και ξανά. Επίσης, με είχε εντυπωσιάσει ο Άμλετ με τον Λόρενς Ολίβιε. Γενικά λάτρευα τις ασπρόμαυρες ταινίες. Τα έγχρωμα φιλμ που έχω κάνει, είναι γυρισμένα σαν να ήταν ασπρόμαυρα. Μπορείτε να το διαπιστώσετε, αν αφαιρέσετε το χρώμα από τις τηλεοράσεις σας. Το φως είναι κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό. Η χρωματική σύνθεση είναι για μένα δευτερεύουσα», δήλωσε ο κ. Ζίγκμοντ και συνέχισε: «Επίσης, διδάχθηκα πολλά από τους πίνακες ζωγράφων όπως ο Ρέμπραντ, ο Καραβάτζιο ή ο Λατούρ, οι οποίοι ήταν φωτισμένοι σαν να επρόκειτο για σκηνές από ταινίες». Κατά την άποψή του, άλλωστε, ο διευθυντής φωτογραφίας «είναι καλλιτέχνης, κάτι σαν ζωγράφος. Αντί, όμως, για πινέλα και μπογιές, χρησιμοποιεί κάμερες, ελικόπτερα και steadicam».
Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι αποφεύγει συνειδητά να έχει ένα συγκεκριμένο, προσωπικό στιλ κινηματογράφησης: «Το καλύτερο είναι όταν ο διευθυντής φωτογραφίας δεν έχει προσωπικό στυλ, καθώς κάθε ταινία έχει το δικό της ξεχωριστό ύφος».
Ακολούθησε ένα απόσπασμα της ταινίας The Rose, από τις πιο χαρακτηριστικές δουλειές του Ζίγκμοντ, ενώ αμέσως μετά ο δημιουργός αποκάλυψε σε ποιου είδους ταινίες απολαμβάνει να συμμετέχει και σε ποιες όχι. «Απεχθάνομαι τις βίαιες ταινίες. Ο Ελαφοκυνηγός ήταν η ταινία που είχε όσο περισσότερη βία άντεχα να γυρίσω. Δεν μου άρεσαν οι σκηνές βίας, αλλά ήταν δικαιολογημένες μέσα στην ταινία, λόγω των συνθηκών πολέμου. Δεν καταλαβαίνω, πάντως, γιατί γυρίζονται τόσο πολλές ταινίες με ανόητη βία. Δεν κατανοώ ούτε γιατί τις βλέπει ο κόσμος. Πρέπει να εκπαιδεύσουμε το κοινό, να μην βλέπει ταινίες που προβάλλουν σκουπίδια, σεξ και βία. Δεν μου αρέσουν, επίσης, τα ειδικά εφέ, αλλά στις Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου ήταν απολύτως απαραίτητα, εξαιτίας της ιστορίας», υπογράμμισε και κατέληξε λέγοντας: «Στις περισσότερες ταινίες που έκανα, είπα το ‘ναι’ επειδή μου άρεσε η ιστορία ή ο σκηνοθέτης. Έχω ένα δωμάτιο γεμάτο από σενάρια που δεν γυρίστηκαν ποτέ και που θα μου άρεσαν να κάνω. Μου αρέσουν οι μικρές, ανθρώπινες ιστορίες, οι ιστορίες αγάπης».