ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΣΕ ΑΣΠΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ / PAPIROSEN / ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΦΩΣ / CANICULA
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Γιούλια Ιβάνοβα (Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο), Γκαστόν Σολνίκι (Papirosen), Σκούλε Έρικσεν (Χειμωνιάτικο φως) και Χοσέ Άλβαρες (Canicula), οι ταινίες των οποίων συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.
Υπό το χειμωνιάτικο φως του αρκτικού κύκλου, ακολουθώντας τους νωχελικούς ρυθμούς της φύσης στα νησιά Λοφότεν, εκτυλίσσεται το ντοκιμαντέρ Χειμωνιάτικο φως του Σκούλε Έρικσεν. Πρόκειται για την τρίτη ταινία του σκηνοθέτη, όπου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραματίζει η ίδια η φύση. «Αποτελεί μέρος της ταυτότητάς μου. Γεννήθηκα σε ένα αγρόκτημα και σε όλη μου τη ζωή περιτριγυριζόμουν από βουνά και θάλασσα, γι’ αυτό και η νορβηγική φύση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στις ταινίες μου. Αν είχα γεννηθεί στη Σαχάρα, πιθανώς οι ταινίες μου να περιείχαν εικόνες της ερήμου», εξήγησε ο κ. Έρικσεν. Η ταινία καταγράφει το καθημερινό πέρασμα του χρόνου, με βάση την πορεία του φωτός – από ένα απαλό φθινοπωρινό φως, σε μια ανεπαίσθητη χειμωνιάτικη ηλιοφάνεια, όταν ο ήλιος έχει χαθεί κάτω από τον ορίζοντα –, ενώ επίσης αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο το φως επηρεάζει τη ζωή των απλών ανθρώπων. «Για μένα η ταινία είναι το πορτρέτο του αρκτικού τοπίου. Οι άνθρωποι βρίσκονται στο φόντο αυτού του τοπίου, ζουν πολύ ήρεμα, πολύ φυσικά και ειρηνικά κι αυτό ήθελα να δείξω» κατέληξε ο δημιουργός.
Απόλυτη αρμονία με τη φύση βιώνουν και οι ήρωες του ντοκιμαντέρ Canicula του Χοσέ Άλβαρεζ. Αρχικά ο σκηνοθέτης ξεκίνησε με αφετηρία την παράδοση στην κεραμική που είχαν οι γυναίκες των Τοτονάκας σε μια μικρή πόλη της επαρχίας Βέρα Κρους, στο Μεξικό. Στη πορεία, όμως, ανακάλυψε μια ενδιαφέρουσα ιεροτελεστία κατά την οποία οι άνδρες σκαρφαλώνουν σε έναν λόφο και δεμένοι με σκοινιά κάνουν βουτιά στο κενό. «Με ρωτάνε συχνά πού είναι οι συμμορίες, τα ναρκωτικά, οι κακοί της υπόθεσης, στην ταινία μου και η απάντηση είναι πως βρίσκονται πολύ κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Όμως όταν βλέπεις από κοντά πως ζουν, ακολουθώντας παραδόσεις 3.000 ετών, καταλαβαίνεις από πού προέρχεται η ενέργειά τους. Οι χριστιανοί πρέπει να πιστεύουν ότι υπάρχει ο θεός ψηλά στον ουρανό. Αυτοί δεν ‘‘πρέπει’’ να πιστεύουν σε οτιδήποτε. Ζουν με τη μητέρα γη και τους θεούς τους, και όταν κάνουν τελετές ζητούν από αυτούς τη γονιμότητα της γης για όλο τον κόσμο. Δεν νοιάζονται για τα χρήματα, δεν αισθάνονται ενοχές. Ξυπνούν το πρωί και σου δίνουν αγάπη. Το νιώθεις έντονα αυτό όταν είσαι εκεί», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Οι πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ δεν είχαν ξαναδεί κάμερα στη ζωή τους, ούτε και ταινία στο σινεμά. «Όταν αρχίσαμε να γυρίζουμε το φιλμ ήταν εντυπωσιασμένοι και όταν τους έδειξα πως αποτυπώνονται τα πρόσωπά τους στην κάμερα, ενθουσιάστηκαν. Σε λίγο άρχισαν να μας δίνουν σκηνοθετικές οδηγίες για το πού να στήσουμε την κάμερα για να βγει καλύτερη η σκηνή!», αφηγήθηκε ο σκηνοθέτης.
Η παράδοση και το παρελθόν διαποτίζουν με διαφορετικό τρόπο την ταινία Papirosen του Γκαστόν Σολνίκι, ο οποίος σε αυτή αποτυπώνει το πορτρέτο της οικογένειάς του, ακολουθώντας τέσσερις γενιές Εβραίων, από τη Ρωσία στην Αργεντινή, μέσα από τις σκληρές μνήμες του Ολοκαυτώματος και τις εβραϊκές παραδόσεις. Πρόκειται για ένα μωσαϊκό από καρέ, όπως ανέφερε ο σκηνοθέτης, με σκηνές τόσο γυρισμένες από τον ίδιο μέσα σε ένα διάστημα 12 ετών όσο και παρμένες και από το οικογενειακό αρχείο, που χρονολογείται από τη δεκαετία του ’50. «Κατέγραψα την ιστορία της οικογένειάς μου όχι επειδή τη θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα από αυτή άλλων οικογενειών, αλλά διότι πάντα πίστευα ότι διαθέτει κάτι το κινηματογραφικό», πρόσθεσε ο δημιουργός. Το πιο δύσκολο για τον ίδιο ήταν να διατηρήσει την απαραίτητη απόσταση από το θέμα και τον εαυτό του μέσα στην ταινία, «ειδικά αν έχεις τη μαμά σου να σου φωνάζει, σε κάποιες σκηνές», όπως υπογράμμισε χιουμοριστικά. Ο ίδιος τόνισε σχετικά με το πώς διαχειρίστηκε έναν τόσο μεγάλο όγκο υλικού: «Δεν είχα κατά νου συγκεκριμένη δομή ή σενάριο. Γύριζα σκηνές σχεδόν υποσυνείδητα, με την πίστη ότι κάτι θα βγει από όλο αυτό. Κατά τη διάρκεια του μοντάζ, ακολούθησα ένα μοτίβο που μοιάζει περισσότερο στην αφήγηση και τη μυθοπλασία, παρά στο ντοκιμαντέρ». Ξαναβλέποντας το υλικό που τράβηξε στην πορεία αυτών των 12 ετών, ο κ. Σολνίκι διαπίστωσε τις αλλαγές στον ίδιο του τον εαυτό. «Δεν υπάρχουν συμπεράσματα έπειτα από μια τέτοια ανασκόπηση ζωής. Εκτός του ότι δεν θέλω να παντρευτώ εβραία» σχολίασε με χιούμορ ο ίδιος. Όπως είπε, στόχος του είναι να περάσει ένα μήνυμα στη νέα γενιά: «Να σταματήσουμε να είμαστε τόσο προσκολλημένοι αυτές τις παραδόσεις, που μας έχουν αφήσει αρκετά τραύματα και να προχωρήσουμε. Θα ήθελα να δω τι επίδραση θα έχει η ταινία στους νέους, καθώς έκανα την ταινία κυρίως για αυτούς».
Το ντοκιμαντέρ της Γιούλια Ιβάνοβα Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο έχει επίσης ως κεντρικό του θέμα μια ασυνήθιστη οικογένεια, ωστόσο «πρόκειται για μια ταινία για οποιαδήποτε οικογένεια», όπως σημείωσε η σκηνοθέτιδα. Ηρωίδα είναι η ουκρανή Όλγκα, θετή μητέρα 16 ορφανών παιδιών, ανάμεσα στα οποία και αρκετά έγχρωμα. Στην Ουκρανία, όπου το 99,9% του πληθυσμού αποτελείται από λευκούς, «δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να γεννηθείς μαύρος. Το πιο πιθανό είναι να σε εγκαταλείψει η μητέρα σου, γιατί είναι δύσκολο για μια μόνη γυναίκα να κρατήσει ένα παιδί και μάλιστα έγχρωμο», σχολίασε σχετικά η δημιουργός. «Η Όλγκα δεν είναι η μητέρα Τερέζα. Έκανε τόσο πολλά για τα παιδιά, αλλά είναι μια αυταρχική γυναίκα, ένας περίπλοκος χαρακτήρας», διευκρίνισε η κ. Ιβάνοβα. Η Όλγκα επιτρέπει στα παιδιά να περνούν το καλοκαίρι τους στην Ευρώπη, όπου φιλοξενούνται από κάποιες οικογένειες στην Ιταλία και τη Γαλλία, αλλά θεωρεί ότι είναι η μοναδική μητέρα τους και αρνείται πεισματικά να δώσει τη συγκατάθεσή της όταν οι οικογένειες αυτές θέλουν να υιοθετήσουν κάποιο από αυτά. «Η Όλγκα δεν θέλησε να εξηγήσει τη στάση της, δεν μου έδωσε συνέντευξη, απλώς μου επέτρεψε να κάνω γυρίσματα. Είναι αντιφατικό. Ξέρει ότι μόλις γίνουν 18 ετών τα παιδιά είναι ελεύθερα να φύγουν. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι πρόκειται για μια γυναίκα που δεν ταξίδεψε ποτέ πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας», εξήγησε η σκηνοθέτιδα. Πάντως, η Όλγα είδε μια διαφορετική εκδοχή της ταινίας από αυτήν που προβάλλεται στις αίθουσες, χωρίς τις σκηνές όπου τα παιδιά της την κριτικάρουν. Παρά τις περικοπές των «επίμαχων» σκηνών, η Όλγκα ένιωσε ότι η σκηνοθέτιδα την πρόδωσε, όπως ανέφερε η κ. Ιβάνοβα. «Δεν την πρόδωσα. Αναγνωρίζω πως κάνει ό,τι δεν κάνει κανένας άλλος για αυτά τα παιδιά, θυσιάζει τη ζωή της. Σκοπός μου, όμως, ήταν να τα προστατέψω και από πλευράς μου, θα είμαι μέρος της ζωής τους όσο περισσότερο μπορώ. Για παράδειγμα ο Κύριλ, ένα από τα παιδιά της Όλγκα, είναι καλλιτεχνική φύση. Εκείνη όμως δεν πιστεύει ότι έχει νόημα να σπουδάζει κανείς στο πανεπιστήμιο ή να ασχολείται με την Τέχνη, γι’ αυτό και θύμωσε που συνέχισα να έχω επικοινωνία με τον Κύριλ. Σκοπός μας, ωστόσο είναι να βοηθήσουμε το παιδί να έρθει στις ΗΠΑ για να σπουδάσει». Όσο για τον στόχο της ίδιας της ταινίας, η σκηνοθέτιδα επεσήμανε: «Ήθελα να δείξω στους ανθρώπους ότι δεν έχει καμία σημασία το χρώμα. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι δεν γεννιούνται ρατσιστές, αλλά συμπεριφέρονται όπως οι άλλοι γύρω τους. Επομένως θα πρέπει να αλλάξει η συλλογική στάση απέναντι στο θέμα».
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.