Το πέμπτο «Κουβεντιάζοντας» πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείο Electra Palace, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ρυγιά Αρζού Κοκσάλ (Μια χούφτα γενναίοι άνθρωποι), Μισέλ Βενζέρ (Τη νύχτα πετάω), Μίτσα Εξ Πέλεντ (Πικροί σπόροι), Γιούλια Ιβάνοβα (Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο), Τόνι Ασημακόπουλος (Καλότυχος γιος), Ελισάβετ Λαλουδάκη και Μάσιμο Πιτσοκάρο (Perah Istar) και Δανάη Στυλιανού (To νησί που μοιραζόμαστε).
Η πολιτική πρόθεση των ταινιών τεκμηρίωσης και η εμπειρία των δημιουργών από την επαφή με τους χαρακτήρες των ντοκιμαντέρ τους, ήταν ορισμένες από τις θεματικές που συζητήθηκαν. Αρχικά, οι σκηνοθέτες παρουσίασαν εν συντομία τα θέματα που πραγματεύονται οι ταινίες τους. «Πείραμα συμβίωσης» χαρακτήρισε η Δανάη Στυλιανού το ντοκιμαντέρ της To νησί που μοιραζόμαστε, το οποίο παρακολουθεί τρεις Ελληνοκύπριους και τρεις Τουρκοκύπριους νέους, που συναντιούνται για πρώτη φορά και μοιράζονται ένα σπίτι για πέντε ημέρες, ταξιδεύοντας μαζί στη διαιρεμένη Κύπρο. «Η ταινία καταπιάνεται με το πώς η νέα γενιά και από τις δύο πλευρές της Κύπρου, βλέπει το Κυπριακό πρόβλημα και ποιες είναι οι σκέψεις της για το μέλλον. Παρακολουθούμε το ταξίδι αυτών των νέων ανθρώπων, καθώς και το πώς εξελίσσονται οι σχέσεις και τα συναισθήματά τους στη διάρκεια αυτού του πενθήμερου», εξήγησε η σκηνοθέτιδα.
Στη Μαύρη Θάλασσα λαμβάνει χώρα το ντοκιμαντέρ Μια χούφτα γενναίοι άνθρωποι της Ρυγιά Αρζού Κοκσάλ, το οποίο καταγράφει τον αγώνα των ανθρώπων που ζουν στην περιοχή προκειμένου να προστατέψουν τον τόπο τους από κυβερνητικές παρεμβάσεις που στοχεύουν στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας. «Μας πήρε τρία χρόνια να ολοκληρώσουμε την ταινία και ακόμα δεν έχει τελειώσει, όπως δεν έχει τελειώσει και ο αγώνας αυτών των ανθρώπων», είπε χαρακτηριστικά η δημιουργός.
Με τη σειρά της, η σκηνοθέτιδα Γιούλια Ιβάνοβα μιλώντας για το Οικογενειακό πορτρέτο σε άσπρο και μαύρο εξήγησε: «Είναι μια ταινία με θέμα μια ιδιότυπη οικογένεια με 17 μαύρους υιοθετημένους εφήβους και την ανάδοχη ουκρανή μητέρα τους. Ασχολείται με τις διαφορετικές πτυχές της ζωής τους και της κοινωνίας όπου ζουν, οπότε είναι ταυτόχρονα ένα οικογενειακό δράμα αλλά και η αντανάκλαση ενός ολόκληρου κόσμου σε ό,τι αφορά σε θέματα ρατσισμού και αποδοχής του άλλου». Ο θεσμός της οικογένειας δεσπόζει και στο αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ Καλότυχος γιος του Τόνι Ασημακόπουλου. «Είναι μια ιστορία αγάπης, ένα πορτρέτο της οικογένειάς μου και των γονιών μου», σημείωσε σχετικά ο σκηνοθέτης.
Με εντελώς διαφορετική θεματολογία, αλλά εξίσου ανθρωποκεντρική, η ταινία Τη νύχτα πετάω του Μισέλ Βενζέρ, αποτυπώνει την καθημερινότητα μιας ομάδας κρατουμένων στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Νιού Φόλσομ στην Καλιφόρνια. «Χρειάστηκαν 10 χρόνια να ολοκληρώσω το φιλμ. Θα έλεγα λοιπόν, ότι πρόκειται για την Τέχνη ως τεχνική επιβίωσης», υπογράμμισε ο ίδιος. Από την άλλη, στην ταινία Perah Istar των Ελισάβετ Λαλουδάκη και Μάσιμο Πιτσοκάρο πρωταγωνιστεί το πιο κοινό ζώο της πόλης, το περιστέρι, καθώς και «η σχέση του με τον άνθρωπο μέσα στο αστικό περιβάλλον», όπως διευκρίνισε ο κ. Πιτσοκάρο. « Ανακαλύψαμε ενδιαφέρουσες ιστορίες για τα περιστέρια προκειμένου να μάθουμε τι συνέβη στον “βασιλιά” της πανίδας της πόλης», πρόσθεσε η κ. Λαλουδάκη.
Με τη σειρά του, ο σκηνοθέτης Μίτσα Εξ Πέλεντ αφηγήθηκε πώς προέκυψε η ιδέα για το ντοκιμαντέρ του Πικροί σπόροι: «Πριν από έξι χρόνια, όταν βρισκόμουν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης για την προηγούμενη ταινία μου, μια ινδή σκηνοθέτιδα με πληροφόρησε για το γεγονός ότι στην Ινδία κάθε 30 λεπτά ένας αγρότης αυτοκτονεί. Θεώρησα ότι υπερβάλλει, όμως όταν έμαθα ότι αυτό είναι αλήθεια, ταξίδεψα σε ένα χωριό της Ινδίας και εστίασα το φακό μου σε έναν αγρότη που πληρούσε όλα τα κοινά δημογραφικά στοιχεία με όσους αυτοκτονούν. Τον παρακολούθησα για να καταλάβω το λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτή η ανθρωπιστική κρίση».
Ως προς την πολιτική διάσταση του ντοκιμαντέρ, ο κ. Πέλεντ επεσήμανε: «Νιώθω άβολα με αυτό το χαρακτηρισμό. Στην ταινία μου δε θέλω να διδάξω το θεατή. Είμαι πάνω από όλα αφηγητής, παρόλο που στο φιλμ ενυπάρχει το στοιχείο της κριτικής, εφόσον θίγει, μεταξύ άλλων, το ζήτημα των μεταλλαγμένων σπόρων». Ο σκηνοθέτης ανέφερε ότι πρόσφατα έλαβε χρηματοδότηση και θα έρθει σε επαφή με ΜΚΟ προκειμένου να προωθήσει περαιτέρω το ντοκιμαντέρ, οπότε υπό αυτή την έννοια υπάρχει πολιτική διάσταση. «Το όνειρό μου είναι η ταινία να ταξιδέψει στα χωριά της Ινδίας, έτσι ώστε να τη δουν οι ίδιοι οι αγρότες και να μαγνητοσκοπήσω τις αντιδράσεις τους. Με ενδιαφέρει να μάθω εάν τη βρίσκουν αυθεντική και αληθινή, καθώς και τι πιστεύουν οι ίδιοι για την κρίση που βιώνουν», εξήγησε ο ίδιος.
Επάνω στο ίδιο θέμα, η κ. Στυλιανού σχολίασε: «Η ταινία μου είναι αρκετά πολιτική λόγω του συγκεκριμένου θέματος, όμως πρόθεσή μου δεν ήταν να πάρω συγκεκριμένη πολιτική θέση, αλλά να κάνω μια πρόταση που θα μπορούσε να εγγυηθεί μια ασφαλή διαβίωση στην Κύπρο». Σχετικά με την αλλαγή πλαισίου όταν η ταινία προβάλλεται σε ένα φεστιβάλ, η σκηνοθέτιδα παρατήρησε ότι σκέφτεται πως ίσως χρειάζεται να κάνει και μια δεύτερη εκδοχή της ταινίας, που να απευθύνεται περισσότερο σε ένα διεθνές κοινό, όχι και τόσο συνδεδεμένο με την ιστορία της Κύπρου.
«Με την ταινία μου δεν ήθελα να κάνω προπαγάνδα, αλλά να πληροφορήσω το κοινό για μία μάχη που είναι κοινή σε πολλά μέρη του κόσμου», παρατήρησε η κ. Κοκσάλ. Αντίθετα, η κ. Ιβάνοβα τόνισε: «Προερχόμενη από ένα πρώην σοβιετικό καθεστώς, μεγάλωσα με προπαγάνδα και ξέρω ότι μόλις διαισθανθεί κάποιος την προπαγάνδα, κλείνει τα αυτιά του. Ωστόσο, πιστεύω πως κάθε ταινία είναι κατά μια έννοια προπαγάνδα, απλά το κρύβουμε. Εξαρτάται πώς το κάνεις: διαλέγεις μία οικογένεια, μία ιδιαίτερη ιστορία, έναν άνθρωπο χαρισματικό και περίπλοκο, κ.ο.κ., έτσι ώστε το κοινό να νιώσει συμπόνια και ενδιαφέρον. Βάζεις στην ιστορία ό,τι θέλεις να πεις, ‘’ξεγελώντας’’ το θεατή».
Ο Τόνι Ασημακόπουλος, ο οποίος μέχρι το ντοκιμαντέρ Καλότυχος γιος έκανε ταινίες μυθοπλασίας, αναφέρθηκε στην εμπειρία του να είναι ο ίδιος ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας του: «Αρχικά δεν επρόκειτο να παίξω στην ταινία, καθώς ήθελα να εστιάσω στο πώς αντιμετώπισαν οι γονείς μου τον εθισμό μου στα ναρκωτικά, πριν από μερικά χρόνια. Έπειτα όμως, το θέμα της ταινίας μετατοπίστηκε στη σχέση με τους γονείς μου γενικότερα».
Αναφορικά με το υλικό που εξασφάλισαν για την ταινία τους, ο κ. Πιτσοκάρο εξήγησε: «Δεν μας πήρε ιδιαίτερο χρόνο. Αρκεί να σταθείς σε ένα μέρος με περιστέρια και να τα παρατηρήσεις, θα πάρεις πολύ ενδιαφέρον υλικό. Απλά συνήθως δεν τους δίνουμε σημασία». Η κ. Λαλουδάκη πρόσθεσε: «Επιθυμία μας ήταν να ερευνήσουμε το θέμα και να βρούμε ιστορίες που κυμαίνονται από την αγάπη στο μίσος για τα περιστέρια», ενώ επίσης σημείωσε την ιδιαίτερη σχέση των περιστεριών με τους μοναχικούς και φτωχούς ανθρώπους: «Το να τα ταΐζουν τους δίνει μία αίσθηση κοινωνικού επιτεύγματος».
Κλείνοντας, ο Μισέλ Βενζέρ έκανε λόγο για τη σχέση του με τους χαρακτήρες της ταινίας του, υπό το πρίσμα της προπαγάνδας και τις ιδιαίτερες συνθήκες δημιουργίας του ντοκιμαντέρ. «Αντίστοιχη αντίδραση με αυτή προς την προπαγάνδα έχω στα θέματα τα οποία υπεραπλουστεύονται, αυτά τα οποία είναι φτιαγμένα σαν να στοχεύουν ακριβώς σε εμένα. Δεν ήθελα να κάνω αυτό στην ταινία μου. Απλά εξερευνούσα το περιβάλλον της φυλακής. Συνήθως θέλουμε να επιβεβαιώσουμε την εικόνα που ήδη έχουμε στο μυαλό μας, γι’ αυτό κι εγώ την πρώτη φορά που πήγα εκεί απλώς άκουγα. Με ενδιέφερε η προοπτική των κρατουμένων. Δεν ήθελα μόνο να δείξω πτυχές με τις οποίες είναι εύκολο να ταυτιστούμε, αλλά και πτυχές με τις οποίες δεν έχουμε συνηθίσει να σχετιζόμαστε».