14ο ΦΝΘ: Συνέντευξη Τύπου (Κατινούλα / Σαγιόμι / ΜΕΤΑΞΑ ακούγοντας το χρόνο / Encardia, η πέτρα που χορεύει)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
KATINOΥΛΑ / ΣΑΓΙΟΜΙ / METAΞA ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ / ENCARDIA, Η ΠΕΤΡΑ ΠΟΥ ΧΟΡΕΥΕΙ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν το Σάββατο 17 Μαρτίου 2012, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Μύρνα Τσάπα (Κατινούλα), Νίκος Νταγιαντάς (Σαγιόμι) και Σταύρος Ψυλλάκης (METAΞA ακούγοντας το χρόνο), καθώς και οι Άγγελος Κοβότσος και Γιώργος Πουλίδης, σκηνοθέτης και παραγωγός αντίστοιχα της ταινίας Encardia, η πέτρα που χορεύει. Οι ταινίες συμμετέχουν στο διεθνές πρόγραμμα της διοργάνωσης.

Η ιστορία της Κατινούλας, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που ζει στο Κάιρο και εξακολουθεί, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, να εργάζεται ως υπηρέτρια στο σπίτι μιας συνομήλικης Ελληνίδας της Αιγύπτου, αποτελεί το κεντρικό θέμα της ομώνυμης ταινίας της Μύρνας Τσάπα. Η σκηνοθέτιδα αφηγήθηκε πώς ανακάλυψε την πρωταγωνίστριά της: «Την εντοπίσαμε ενώ κάναμε για λογαριασμό της ΕΡΤ μια σειρά με τίτλο Οι φιλοξενούμενοι. Επρόκειτο για μικρές ιστορίες ανθρώπων, όπου στο επεισόδιο της Αιγύπτου ψάχναμε έναν Έλληνα που να ζει στο Κάιρο και μια Αιγύπτια που έμενε στην Αθήνα. Αρχικά σκοπεύαμε να κινηματογραφήσουμε τη γυναίκα για την οποία δουλεύει η Κατινούλα, όταν όμως την είδαμε, αποφασίσαμε να γίνει εκείνη η ηρωίδα μας. Η ίδια πάντως δεν είχε κανένα πρόβλημα να την κινηματογραφήσουμε. Τελικά, το ντοκιμαντέρ προέκυψε κυρίως μέσα από το υλικό που είχαμε τραβήξει εκτός του project της ΕΡΤ, από το οποίο ωστόσο χρησιμοποιήσαμε περίπου ένα δεκάλεπτο». Αναφερόμενη στη νοοτροπία που χαρακτηρίζει τη γενιά της Κατινούλας, η σκηνοθέτιδα επεσήμανε χαρακτηριστικά την ψυχραιμία των δύο γυναικών με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στην Αίγυπτο. «Όταν τους τηλεφωνήσαμε να δούμε αν είναι καλά, μας είπαν ότι δεν ήταν διατεθειμένες να φύγουν από εκεί. ‘’Έχουμε περάσει και άλλα τέτοια’’, μας είπαν. Φαντάζομαι ότι έχουν δει τόσα πολλά τα μάτια τους που δεν τρομάζουν εύκολα», τόνισε η σκηνοθέτιδα.

Από την πλευρά του, ο Νίκος Νταγιαντάς μίλησε για την ηρωίδα της ταινίας του Σαγιόμι: «Η Σαγιόμι είναι μέλος της οικογένειάς μου, καθώς έχει παντρευτεί έναν πρώτο ξάδερφο της μητέρας μου. Η όλη ιδέα για το ντοκιμαντέρ άρχισε ως πλάκα, όπου της έλεγα “να σε κάνω ταινία, να πάμε και στην Ιαπωνία”. Στην αρχή δεν είχε καταλάβει τι σημαίνει όλο αυτό και όταν άρχισε να σοβαρεύει το πράγμα, προσπάθησα να τη βάλω στο κλίμα. Πολλές φορές μάλιστα με ρωτούσε “κι άλλο θα τραβήξουμε; κι άλλο;”». Η Σαγιόμι είναι μια γυναίκα από την Ιαπωνία, η οποία αποφάσισε στα 22 της να παντρευτεί έναν Έλληνα ναυτικό και να τον ακολουθήσει στην Κρήτη. Στην ταινία είναι εμφανείς οι διαφορές ανάμεσα στην κρητική και την ιαπωνική κουλτούρα. Ο σκηνοθέτης απάντησε στο κατά πόσο εύκολο ήταν για την ηρωίδα να αφομοιώσει, παρόλα αυτά, τους δυο πολιτισμούς, λέγοντας: «Νομίζω πως η απάντηση είναι η ίδια η Σαγιόμι και η ταινία. Το γεγονός πάντως ότι δεν έμαθε γιαπωνέζικα στα παιδιά της και δεν είχε καμία επαφή με τη χώρα της, δείχνει πόσο δύσκολο είναι να διατηρήσει κανείς και τις δύο παραδόσεις. Από τη μεριά μου, πάντως, προσπάθησα να εντάξω τα πολιτισμικά στοιχεία στην ταινία χωρίς ωστόσο να καταλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο». Όσο για τον αντίκτυπο που είχε η εμπειρία της ταινίας στην ίδια τη Σαγιόμι, ο δημιουργός δήλωσε: «Ακόμη και τώρα δε μπορώ να πω ότι ξέρω με ποιον τρόπο την επηρέασε. Γενικότερα πάντως, αντίθετα με τις ταινίες μυθοπλασίας, ο ήρωας ενός ντοκιμαντέρ εξακολουθεί να ζει μετά το φιλμ, όμως δε μπορώ να ξέρω κατά πόσο αυτή η εμπειρία τον μετασχηματίζει».

Αμέσως μετά, η συζήτηση πέρασε στον Σταύρο Ψυλλάκη. Η ταινία του Μεταξά, Ακούγοντας το χρόνο παρακολουθεί τους γιατρούς και το προσωπικό του νοσοκομείου Μεταξά, οι οποίοι παρότι πάσχουν οι ίδιοι από τον καρκίνο, εξακολουθούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Η ιδέα ανήκει στον γιατρό Νίκο Καρβούνη και ο σκηνοθέτης την χαρακτήρισε «εξαιρετική, μέσα στην τραγικότητά της». Μιλώντας για τους πρωταγωνιστές του ντοκιμαντέρ, μεταξύ των οποίων είναι και ο κ. Καρβούνης, ο κ. Ψυλλάκης δήλωσε: «Είχαμε πολύ καλή σχέση με όσους συμμετείχαν, οι περισσότεροι ήταν πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι». Παράλληλα, ο ίδιος αποσαφήνισε το στόχο της ταινίας: «Δεν καταπιάνεται με τον καρκίνο από ιατρική άποψη, ούτε ασχολείται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς στα νοσοκομεία. Παίρνοντας ως αφορμή την οριακή κατάσταση του καρκίνου, η αναγγελία του οποίου σε φέρνει αντιμέτωπο με το θάνατο, η ταινία γίνεται ένας στοχασμός πάνω στην ίδια τη ζωή, στην οποία ελλοχεύει πάντα η τραγωδία. Διαθέτει όλη την ωμότητα που χαρακτηρίζει το τραγικό γεγονός της αρρώστιας, ενώ αποκαλύπτει όλη τη ζωντάνια που μπορούν να σου προσφέρουν αυτοί οι άνθρωποι που συμμετέχουν στην ταινία. Μάλιστα, δε θα ξεχάσω μια φίλη που βρισκόταν στο τελικό στάδιο της ασθένειας, η οποία μου είπε πως θέλει να βλέπει κάθε μέρα την ταινία για να παίρνει δύναμη ζωής». Για το αν υπήρχαν στιγμές όπου ήθελε να κλείσει την κάμερα, ο σκηνοθέτης ήταν ξεκάθαρος: «Όχι, δεν ήθελα. Δεν ξέρω πώς είναι οργανωμένες οι δικές μου άμυνες πάνω στο θέμα του θανάτου, κάθε άνθρωπος το διαπραγματεύεται διαφορετικά. Αν θέλετε μάλιστα, μπορούμε να πούμε ότι όλος ο πολιτισμός μας αποτελεί ένα εξορκισμό αυτού του πράγματος. Παρόλα αυτά, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή που να αντικρίσω αυτούς τους ανθρώπους με οίκτο ή ως μελλοθανάτους. Υπήρχε κάτι σπλαχνικό ανάμεσά μας, που είχε να κάνει με τα παθήματα της ζωής». Επιπλέον, ο κ. Ψυλλάκης επεσήμανε ότι η βοήθεια που παρείχε το προσωπικό του νοσοκομείου αποτέλεσε τρόπο ίασης, αν και δεν πρόκειται για κάτι εύκολο, ενώ ομολόγησε ότι ο ίδιος δυσκολεύτηκε συναισθηματικά, βλέποντας για πρώτη φορά την ταινία σε μεγάλη οθόνη.

Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε το ντοκιμαντέρ Encardia. Η πέτρα που χορεύει, το οποίο εξερευνά εκλεκτικές συγγένειες μεταξύ Ελλάδας και Κάτω Ιταλίας, με οδηγό το ελληνικό μουσικό συγκρότημα Encardia, που παρουσιάζει μουσικές και τραγούδια μέσα από την παράδοση των ελληνόφωνων του νότου της γειτονικής χώρας. Ο Άγγελος Κοβότσος αναφέρθηκε σε αυτό το μουσικό ταξίδι: «Την πρώτη φορά που βρεθήκαμε στην Κάτω Ιταλία ήταν το 2010, όταν ακολουθήσαμε τους Encardia σε ένα από τα ετήσια ταξίδια τους στην περιοχή της Απουλίας. Εκεί υπάρχει το γλωσσικό ιδίωμα γκρίκο, από την κουλτούρα του οποίου το συγκρότημα αντλεί στοιχεία και έπειτα τα ενσωματώνει στη μουσική του. Αρχικά, εμείς ξεκινήσαμε χωρίς συγκεκριμένη πρόθεση. Ο παραγωγός Γιώργος Πουλίδης, είχε την ιδέα να τους ακολουθήσουμε, να τραβήξουμε υλικό και από εκεί και πέρα θα βλέπαμε. Η αρχική μου εντύπωση ήταν ότι θα συναντούσα ανθρώπους να μιλούν ελληνικά, αλλά στην πορεία ανακάλυψα ότι αυτή η γλώσσα δε μιλιέται πια και διασώζεται μονάχα μέσα από τη μουσική. Έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε μια ταινία για τη γλώσσα, την παιδεία και τον πολιτισμό, με όχημα τη μουσική». Από την πλευρά του, ο κ. Πουλίδης αναφέρθηκε τόσο στο ρόλο ενός παραγωγού αλλά και το στοίχημα της ταινίας: «Αφενός, ο παραγωγός θα πρέπει κατ’ εμέ να είναι ένας δημιουργικός συνεργάτης, ο οποίος καλείται να δώσει χώρο σε όλους τους υπόλοιπους να δουλέψουν, παρά τις αντιξοότητες. Αφετέρου, πρέπει να βάζει πάντα ένα στοίχημα, σύμφωνα με το οποίο όταν η ταινία θα φτάνει στην ολοκλήρωσή της, θα πρέπει να έχει διατηρήσει το 80% του αρχικού ενθουσιασμού της. Θέλω να πιστεύω ότι αυτό το στοίχημα κερδήθηκε σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Αυτή είναι η δική μου πλευρά, το υπόλοιπο κομμάτι είναι των συνδημιουργών, του Άγγελου Κοβότσου, των Encardia και των ανθρώπων της Κάτω Ιταλίας, οι οποίοι μας αντιμετώπισαν σαν ξαδέρφια τους». Κλείνοντας, ο κ. Κοβότσος απάντησε στο κατά πόσο μέσα από τη μουσική σώζονται οι παραδόσεις: «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να διασωθεί αυτή η παράδοση, εφόσον αυτή τη γλώσσα δεν τη μιλά κανείς. Αν χαθεί η γλώσσα και η παιδεία, μοιραία θα χαθεί ο πολιτισμός και ο λαός. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να τη δει κανείς ως μια ταινία για την κρίση. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στα γκρίκο αλλά και σε άλλες διαλέκτους, τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα σλαβομακεδονικά. Η λέξη εμπεριέχει μνήμη και Ιστορία, είναι κάτι σαν ένα γονίδιο». Με αφορμή την αναφορά του σκηνοθέτη στην κρίση, ο κ. Πουλίδης επεσήμανε αυτό που χαρακτήρισε ως «το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορούσαμε να ακούσουμε» από τους θεατές μετά την προβολή: «“Μας δώσατε μία ταινία που έχουμε ανάγκη”. Mέσα λοιπόν σε όλο αυτό το ζόφο, έρχεται μια ταινία για να μας θυμίσει ότι δεν υπάρχουν μόνο τα οικονομικά δεδομένα».

Το σύνολο των ελληνικών ταινιών του προγράμματος του 14ου ΦΝΘ χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 14ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.