14ο ΦΝΘ: Just Talking 16/03

KOYBENTIAZONTAΣ 16/3

Η αισθητική αξία του ντοκιμαντέρ και οι τρόποι διασφάλισής της, οι συμμετοχές σε φεστιβάλ καθώς και ο προϋπολογισμός των ταινιών, συζητήθηκαν μεταξύ άλλων θεμάτων στο έκτο «Κουβεντιάζοντας», το οποίο πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείου Electra Palace, στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Στην συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Φίλιπ Κοξ (Ο Μπενγκάλι ντετέκτιβ), Μανού Τζερόσα και Σάλβα Μουνιόθ (Λιονταρίσιες ψυχές), Γι Σεουνγκτζούν (Ο πλανήτης των σαλιγκαριών), Χοσέ Άλβαρες (Canicula) και η Βάνια ντελ Μπόργκο, παραγωγός της ταινίας Ιταλία, αγάπα τη ή παράτα τη των Γκούσταφ Χόφερ και Λούκα Ραγκάτσι.

Αρχικά, οι δημιουργοί μίλησαν συνοπτικά για τη θεματολογία των ταινιών τους. Ο Χοσέ Άλβαρες στο Canicula αναπτύσσει δύο πλευρές της ανθρώπινης καθημερινότητας στην πόλη Βέρα Κρους του Μεξικό: «Η μια ιστορία αφορά στο εργαστήριο μιας κοινότητας η οποία φτιάχνει με παραδοσιακό τρόπο κεραμικά, ενώ η δεύτερη σε μια ενδιαφέρουσα ιεροτελεστία όπου οι ντόπιοι κάνουν βουτιά στο κενό, σαν να πετούν. Αυτές οι δύο πτυχές συνδέονται στενά, γιατί ανήκουν στην ίδια κοινότητα. Στην ταινία, επίσης, με πολύ φυσικό τρόπο αποτυπώνεται η ομορφιά του τόπου, καθώς και η επαφή του ανθρώπου με τη φύση».

Από την πλευρά του, ο Γι Σεουνγκτζούν μίλησε για την ανθρώπινη, συγκινητική ταινία του Ο πλανήτης των σαλιγκαριών: «Η ταινία μου εστιάζει σε έναν τυφλό και κουφό άνδρα και τη γυναίκα του, η οποία έχει κι εκείνη τα δικά της προβλήματα υγείας. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης. Εγώ απλώς παρακολουθώ την καθημερινότητά τους». Βαθιά ανθρώπινο και το ντοκιμαντέρ Λιονταρίσιες ψυχές, για το οποίο ο κ. Τζερόσα είπε: «Πρόκειται για την ιστορία ενός ιταλού χειρουργού, ο οποίος σώζει ζωές στη Ζιμπάμπουε. Μέσα από την καθημερινότητά τους, μαθαίνουμε περισσότερα για τη χώρα και τους ανθρώπους της».

Με τη σειρά του, ο Φίλιπ Κοξ σημείωσε χαρακτηριστικά για την ταινία του Ο Μπενγκάλι ντετέκτιβ: «Είναι η ιστορία ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ και τις ζωές των πελατών του σε καθημερινή βάση», ενώ η παραγωγός Βάνια ντελ Μπόργκο εξήγησε για το ντοκιμαντέρ Ιταλία, αγάπα τη ή παράτα τη: «Η ταινία πραγματεύεται την απόφαση δύο νέων να φύγουν ή να μείνουν στην Ιταλία, δεδομένης της έλλειψης ευκαιριών, της πολιτικής κατάστασης και της, κατά μία έννοια, οπισθοδρομικότητας της χώρας. Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώθηκε το Σεπτέμβριο, λίγο πριν ο Μπερλουσκόνι επιτέλους αποχωρήσει από την εξουσία. Είναι μια πολύ εύστοχη στιγμή, καθώς μέσα από το ταξίδι τους οι δυο χαρακτήρες αναζητούν τι καλό έχει απομείνει στην Ιταλία και τι λόγοι υπάρχουν για να παραμείνουν ή να φύγουν».

Σχετικά με την προβολή του ντοκιμαντέρ Canicula σε διάφορα φεστιβάλ, ο Χοσέ Άλβαρες σχολίασε: «Η ταινία μου κατά κάποιο τρόπο έγινε από τους ανθρώπους που κινηματογραφούσα και για αυτούς. Εγώ ήμουν το εκτελεστικό όργανο. Όταν ταξιδεύω στα φεστιβάλ με την ταινία, ταξιδεύουν και αυτοί μαζί μου». Ως προς την αισθητική πτυχή της ταινίας του, ο σκηνοθέτης είπε: «Το δάσος, το φως, οι άνθρωποι ήταν τόσο όμορφοι, που ήταν εύκολο για μένα να κάνω μια όμορφη ταινία. Επίσης η τεχνολογία βοήθησε σε αυτό, καθώς οι κάμερες είναι οικονομικές και υπάρχουν πολλοί καλοί φωτογράφοι στο Μεξικό. Δεν πρόκειται για ένα δραματικό ντοκιμαντέρ, αλλά απλώς για την καταγραφή της ομορφιάς του τόπου. Στα φεστιβάλ με πλησιάζουν άνθρωποι και με ευχαριστούν για την ταινία, πράγμα για το οποίο χαίρομαι πολύ. Θεωρώ ότι στα προγράμματα των φεστιβάλ εντάσσονται πολλά ντοκιμαντέρ που περιέχουν το στοιχείο του δράματος, οπότε η παρουσία της δικής μου ταινίας εξισορροπεί κάτι τέτοιο, είναι σαν οξυγόνο».

Μιλώντας για την αισθητική των ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης Φίλιπ Κοξ, προερχόμενος από το χώρο της τηλεόρασης, επεσήμανε: «Πάντα ήθελα να κάνω μία ταινία με ντετέκτιβς και αυτό έκανα. Δε με ενδιαφέρει αν πιστεύει κάποιος ότι η ταινία μου είναι μυθοπλασία. Μου έχει γίνει κριτική ότι το ντοκιμαντέρ παραείναι τέλειο και το καταλαβαίνω. Θέλουμε ίσως να δούμε “βρωμιά” για να νιώσουμε ότι κάτι είναι πραγματικό, αλλά δε με ενδιέφερε να κινηθώ έτσι. Ήθελα να κάνω μια ταινία που να θυμίζει φιλμ νουάρ, ήθελα να παίξω, να συνδυάσω το Μπόλιγουντ με το ντοκιμαντέρ». Ο ίδιος διευκρίνισε: «Είχα ωστόσο κάποιους κανόνες. Ξεκινούσα πάντα με αφετηρία την πραγματικότητα, δηλαδή μπορεί να έλεγχα το χώρο όπου εκτυλισσόταν μια σκηνή ώστε να γυριστεί όμορφη, όμως η δράση, οι συναντήσεις και οι διάλογοι δεν ήταν στημένοι. Η επόμενη ταινία μου, The Love Hotel, θα είναι ακόμα περισσότερο έτσι, συνδυάζοντας τις δύο προσεγγίσεις των ‘’κατασκευασμένων’’ ταινιών και του ντοκιμαντέρ».

Στη συνέχεια, η Βάνια ντελ Μπόργκο σχολίασε την ιδιαίτερη ματιά των δημιουργών Γκούσταφ Χόφερ και Λούκα Ραγκάτσι: «Το ντεμπούτο ντοκιμαντέρ τους ήταν αμιγές ρεπορτάζ, αλλά κι εκεί, όπως και στην τωρινή τους ταινία, κατέληξαν να είναι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές. Η συμπαραγωγή με την Αrte στο Ιταλία, αγάπα τη ή παράτα τη, μας έδωσε τη δυνατότητα να προσέξουμε την εξέλιξη της ταινίας, καθώς και το πώς πρέπει να είναι αισθητικά. Πρόκειται όχι μόνο για μία ταινία παρατήρησης, αλλά για μια παρατηρητική ταινία με πολλά στοιχεία ειρωνείας. Επίσης, οι σκηνοθέτες αγαπούν το κλασικό ιταλικό σινεμά, οπότε υπάρχουν και τέτοιες αναφορές».

Η εμπειρία του κ. Τζερόσα από την ταινία Λιονταρίσιες ψυχές ήταν εκ των πραγμάτων διαφορετική. «Από την αρχή είχαμε αποφασίσει να κάνουμε μια ταινία που θα ακολουθεί τους χαρακτήρες. Μόλις φτάσαμε στη Ζιμπάμπουε, λόγω της πολιτικής κατάστασης και της επικινδυνότητας στη χώρα, συνειδητοποιήσαμε ότι αυτή η απόφαση ήταν και η μοναδική μας επιλογή. Χαίρομαι που το είχαμε ήδη προαποφασίσει. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένες στιγμές που ήμασταν λίγο πιο άνετοι, προσπαθήσαμε να τραβήξουμε όμορφες σκηνές και να κρατήσουμε μια καλή ισορροπία μεταξύ της ανάγκης αυτής και της ανάγκης να καταγράφουμε ό,τι συνέβαινε. Ο κ. Μουνιόθ συμπλήρωσε σχετικά: «Όταν είσαι μέσα στο χειρουργείο, δεν έχεις την πολυτέλεια να πεις στο χειρουργό “περίμενε πέντε λεπτά να μετακινήσω την κάμερα”, αλλά απλώς κινηματογραφείς».

Όσο για τη δική του εμπειρία από την ταινία του, ο κ. Σεουνγκτζούν σχολίασε: «Μπερδεύομαι με την ταυτότητα του ντοκιμαντέρ μου. Στην Κορέα μετά την προβολή της ταινίας, με ρωτούσαν εάν οι ήρωές μου είναι αληθινοί χαρακτήρες ή ηθοποιοί. Η αλήθεια είναι ότι προσπαθώ να προσεγγίζω το θέμα μου πιο κινηματογραφικά». Ο ίδιος εξομολογήθηκε: «Από τη άλλη μεριά, είδα στο 14ο ΦΝΘ ένα εντελώς διαφορετικό ντοκιμαντέρ, το Πέντε σπασμένες κάμερες των Εμάντ Μπουρνάτ και Γκάι Νταβίντι και ήταν τόσο καλό, έκλαψα τρεις φορές. Δε νομίζω λοιπόν ότι μπορούμε να πούμε ποια είναι η καλύτερη οδός σε ένα ντοκιμαντέρ, γιατί εξαρτάται από το θέμα του». Στο σημείο αυτό, ο Φίλιπ Κοξ συμπλήρωσε: «Η συγκεκριμένη ταινία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για αυτό που λέμε. Νομίζω πως όταν πρόκειται για μια τόσο ωμή και σκληρή εξωτερική πραγματικότητα, αρκεί και μόνο να την τραβήξεις, αλλά όταν πρόκειται για μια πραγματικότητα εσωτερική, π.χ. για τις λεπτές αποχρώσεις της ανθρώπινης φύσης, είναι διαφορετικά τα πράγματα. Για μένα, η τηλεόραση σημαίνει πληροφορία και το σινεμά μυστήριο».

Αμέσως μετά, ο κ. Σεουνγκτζούν σημείωσε: «Στην Κορέα λόγω της δικτατορίας το ντοκιμαντέρ σημαίνει ακτιβισμός, ωστόσο απουσιάζει η κινηματογραφική διάσταση». Ο κ. Κοξ παρατήρησε: «Έχει ενδιαφέρον τι παράδοση έχει το ντοκιμαντέρ και τι αντιπροσωπεύει σε κάθε χώρα. Στην Ινδία αφενός είναι ανύπαρκτο, αφετέρου σημαίνει κάτι βαρετό και διδακτικό –επειδή το έκαναν οι Βρετανοί άποικοι τη δεκαετία του ‘50 - και κανείς δεν το παρακολουθεί. Όταν ταξιδεύουμε βλέπουμε πώς κάθε κουλτούρα αντιμετωπίζει το ντοκιμαντέρ, μιας και η ιστορία του είναι συνυφασμένη με την ιστορία της χώρας».

Κλείνοντας τη συζήτηση, οι δημιουργοί επικεντρώθηκαν στον προϋπολογισμό των ταινιών τους και στα διαφορετικά είδη χρηματοδότησης. Ο κ. Τζερόσα σχολίασε: «Η δυσκολία είναι ότι στη διάρκεια της ταινίας πρέπει να κάνεις κι άλλες δουλειές για να συντηρηθείς κι αυτό καθυστερεί την ολοκλήρωση του φιλμ. Παρ’ όλα αυτά, εμείς οι δημιουργοί ακολουθούμε το ένστικτό μας και το κάνουμε γιατί αγαπάμε τη δουλειά μας και είμαστε περήφανοι για αυτή». Ένα διαφορετικό παράδειγμα πηγής χρηματοδότησης έδωσε ο κ. Κοξ, τονίζοντας: «Με την εμπειρία καταλαβαίνεις ότι κάθε χρηματοδότηση κρύβει και μια συμφωνία, περιορισμούς και όρους. Πριν ολοκληρωθεί η ταινία μου, έφτιαξα μια σειρά prequels, τα οποία πήγαν καλά στο διαδίκτυο και αυτό ήταν μια καλή πηγή εσόδων αλλά και προβολή της ταινίας».