14ο ΦΝΘ: Κουβεντιάζοντας 17/03

KOYBENTIAZONTAΣ 17/3

Η ενότητα «Κουβεντιάζοντας» του 14ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε το Σάββατο 17 Μαρτίου 2012 στην αίθουσα Excelsior του ξενοδοχείου Electra Palace. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Εβεράρδο Γκονσάλες (Ξηρασία), Μύρνα Τσάπα (Κατινούλα), Σταύρος Ψυλλάκης (ΜΕΤΑΞΑ Ακούγοντας το Χρόνο), Νίκος Νταγιαντάς (Σαγιόμι) και Άντονι Μπάξτερ (Μας έκαναν τράμπ-α).

Στο ντοκιμαντέρ Κατινούλα της Μύρνας Τσάπα, πρωταγωνιστεί η Κατινούλα, μια 87χρονη γυναίκα που ζει στο Κάιρο και εξακολουθεί, παρά το προχωρημένο της ηλικίας της, να εργάζεται ως υπηρέτρια στο σπίτι μιας συνομήλικης Ελληνίδας της Αιγύπτου. Η σκηνοθέτιδα μιλώντας για το θέμα της ταινίας, είπε: «Βρήκαμε την Κατινούλα ενώ γυρίζαμε μια μίνι σειρά ντοκιμαντέρ για την ελληνική κρατική τηλεόραση. Μέσα από το υλικό που συγκεντρώσαμε από εκεί, προέκυψε η Κατινούλα. Ήταν αδύνατο να την προσπεράσουμε, παρόλο που αρχικά επρόκειτο να κινηματογραφήσουμε την κυρία για την οποία εργάζεται. Όμως όταν είδαμε την Κατινούλα, μια τόσο αυθεντική γυναίκα με πολύ σοφή άποψη για το τι είναι σημαντικό στη ζωή, καταλάβαμε ότι είχε ένα σημαντικό μήνυμα να δώσει».

Το πορτρέτο μιας εξίσου ελκυστικής προσωπικότητας σκιαγραφεί ο Νίκος Νταγιαντάς στο ντοκιμαντέρ Σαγιόμι. Πρόκειται για την ομώνυμη ηρωίδα, η οποία ζει στην Κρήτη εδώ και 35 χρόνια και κάνει ένα ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα της, την Ιαπωνία. «Εκεί η Σαγιόμι είναι σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Θεωρείται ότι δεν διαθέτει το ‘’ιαπωνικό στοιχείο’’ και ότι μετά από 35 χρόνια στην Κρήτη είναι περισσότερο ελληνίδα. Η ταινία παρακολουθεί αυτό το ταξίδι, καθώς και τη σχέση της με την οικογένειά της στην Ιαπωνία. Θεωρώ ότι είναι μια ταινία για την οικογένεια και την ταυτότητα», τόνισε ο σκηνοθέτης.

Βαθιά ανθρώπινη, η ταινία ΜΕΤΑΞΑ Ακούγοντας το Χρόνο του Σταύρου Ψυλλάκη, καταπιάνεται με την καθημερινότητα των καρκινοπαθών γιατρών που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο νοσοκομείο Μεταξά. Ο δημιουργός παρατήρησε: «Η ταινία δεν αφορά στον καρκίνο σαν αρρώστια και δεν ασχολείται με το πώς θα δώσει ή όχι κουράγιο στους ανθρώπους που βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση. Θα έλεγα ότι παίρνοντας σαν αφορμή μία οριακή κατάσταση που φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με το θάνατο, η ταινία είναι ένα δοκίμιο επάνω στην ίδια τη ζωή, δηλαδή δίνει αφορμή να ξαναμιλήσουν οι άνθρωποι για τη ζωή τους. Το συναίσθημα που είχα βλέποντας στο 14ο ΦΝΘ την ταινία μου για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη είναι ότι η τραγωδία της ύπαρξης και το καθαρτήριο κομμάτι συνυπάρχουν».

Με τη σειρά του, ο Άντονι Μπάξτερ στο ντοκιμαντέρ Μας έκαναν τράμπ-α εστιάζει στον αγώνα μιας ομάδας σκοτσέζων που αντιτίθενται στα επεκτατικά σχέδια του εκατομμυριούχου Ντόναλντ Τραμπ, που θέτουν σε κίνδυνο μια προστατευόμενη περιοχή. «Σε αυτή την ιστορία μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι τα ΜΜΕ δεν ανέφεραν καθόλου τη σοβαρή καταστροφή που θα προκαλούσε ένα τέτοιο σχέδιο. Είναι η κλασική ιστορία Δαυίδ και Γολιάθ, όπου οι ντόπιοι προσπαθούν να προστατέψουν το περιβάλλον και την κληρονομιά τους», επεσήμανε ο σκηνοθέτης. Και πρόσθεσε: «Στη διαδικασία τόσο δημιουργίας όσο και διανομής της ταινίας εκτός των φεστιβάλ, αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες γιατί όλοι φοβούνται ότι θα τους μηνύσει ο Τραμπ. Σκοπεύουμε πάντως να δείξουμε την ταινία στις ΗΠΑ τον Ιούλιο και αυτό είναι σημαντικό, γιατί η δημόσια εικόνα του είναι αυτή που τον ενδιαφέρει».

Επίσης περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, το ντοκιμαντέρ Ξηρασία του Εβεράρδο Γκονσάλες, καταγράφει τη μαζική έξοδο των κατοίκων της περιοχής Λος Κουάτες ντε Αουστράλια στο βορειοανατολικό Μεξικό, την περίοδο της ξηρασίας. «Το παράξενο για τους ήρωες του ντοκιμαντέρ είναι ότι η έλλειψη νερού δεν είναι μια τραγωδία, αλλά ο τρόπος που ξέρουν να ζουν. Έδειξα υπομονή και περίμενα. Στην αρχή σκέφτηκα ότι τίποτα δε συνέβαινε, αλλά σιγά σιγά άρχισαν όλα. Έμεινα τόσο μεγάλο διάστημα εκεί, αφενός γιατί περίμενα και εγώ τη βροχή, αφετέρου γιατί ήταν λεπτές οι ισορροπίες και έπρεπε να γίνω αποδεκτός από την κοινότητα. Υπήρχαν μέρες που ξεχνούσα ότι κινηματογραφώ», εξήγησε ο σκηνοθέτης.

Στη συζήτηση ανέκυψαν τα ζητήματα του προϋπολογισμού των ντοκιμαντέρ, αλλά και των προβλημάτων στην υλοποίησή τους. Ο κ. Νταγιαντάς μίλησε για την υποστήριξη που έλαβε από διαφορετικούς οργανισμούς και σχολίασε πως «η διαδικασία ήταν αναπάντεχα εύκολη και γρήγορη». Από την άλλη, ο κ. Μπάξτερ, η ταινία του οποίου συνάντησε και συναντά τα περισσότερα εμπόδια, είπε χαρακτηριστικά: «Προσπάθησα σκληρά να βρω χρηματοδότηση, αλλά δεν έγινε τίποτα. Δεν έχω τίποτα εναντίον τους, αλλά ομολογώ πως τα συγκεκριμένα pitching sessions όπου συμμετείχα, ένιωσα πως ήταν απάτη. Ένιωσα ότι οι commissioner editors ενδιαφερόταν περισσότερο τι θα πουν οι άλλοι παρά για το πώς να βοηθήσουν τους κινηματογραφιστές. Ειδικά σε ό,τι αφορά στην ταινία μου, θεωρώ ότι φοβόντουσαν ενδεχόμενες μηνύσεις». Ο σκηνοθέτης σημείωσε πως τελικά υποθήκευσε το σπίτι του και χρησιμοποίησε το διαδίκτυο για να βρει χρήματα. «Η χρηματοδότηση είναι μία βασανιστική διαδικασία, όπως εξακολουθεί να είναι και η προσπάθεια διακίνησης, πώλησης και διανομής της ταινίας» είπε χαρακτηριστικά. Όσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο σκηνοθέτης σχολίασε: «Ο Τραμπ αντέδρασε στο γεγονός ότι χρησιμοποίησα στην ταινία μια συγκεκριμένη σκηνή κι έτσι προσλάβαμε δικηγόρο για να μας υπερασπιστεί. Έχουμε κρατήσει τη σκηνή αυτή στην ταινία επειδή είναι σημαντική. Δεν υπάρχουν πράγματα για τα οποία μπορεί να μας κάνει μήνυση». Επάνω στο θέμα της χρηματοδότησης, ο κ. Γκονσάλες κατέθεσε τη διαφορετική εμπειρία του: «Με υποστήριξε το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Άμστερνταμ και τη δεύτερη χρονιά με έφερε σε επαφή και με το Ίδρυμα Τribeca, κάνοντας δυνατό να προσλάβουμε τους απαραίτητους συνεργάτες, όπως παραγωγό και τεχνικό ήχου. Επίσης βοηθηθήκαμε και από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα του Μεξικό, ενώ ζητήσαμε και δωρεές».

Ερωτώμενοι για την ανταμοιβή που αντλούν από τη δύσκολη δουλειά υλοποίησης ενός ντοκιμαντέρ, οι δημιουργοί τόνισαν τη βαρύτητα αυτής της εμπειρίας. «Είναι μια μοναδική εμπειρία, γιατί γίνεσαι μέρος αυτού που τραβάς. Εγώ έγινα για λίγο η 87χρονη Κατινούλα, φαντάζομαι ο Άντονι έγινε για λίγο Ντόναλντ Τραμπ, ο Σταύρος ίσως έγινε για λίγο άρρωστος και αυτό είναι πολύτιμο», είπε η Μύρνα Τσάπα. Από την πλευρά του, ο Νίκος Νταγιαντάς εξήγησε: «Έχω τόσες πολλές ερωτήσεις σχετικά με το γιατί κάνουν οι άλλοι άνθρωποι αυτά που κάνουν. Σπούδασα αρχαιολογία και βρίσκω πολλά κοινά ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και αυτή την επιστήμη. Απλώς προτίμησα να μην ασχολούμαι με τους νεκρούς, αλλά να είμαι έξω, να είμαι μέρος της ζωής. Το ντοκιμαντέρ είναι ένας σπουδαίος “χώρος” να κατοικείς». Ο κ. Ψυλλάκης σημείωσε ότι ποτέ δεν μετάνιωσε που εγκατέλειψε το πιο προσοδοφόρο επάγγελμα του μηχανικού που είχε σπουδάσει: «Παρά τις δυσκολίες, μου αρέσει γιατί γνωρίζω ανθρώπους, συμβαίνουν πάντα πράγματα, παίρνω πλούσιες εμπειρίες και δε βαριέμαι ποτέ». Με τη σειρά του, ο κ. Μπάξτερ εξήγησε: «Ήθελα να πω την ιστορία, αυτό με κινητοποιεί. Οι άνθρωποι της περιοχής με εμπιστεύτηκαν, παρά τις αρνητικές εμπειρίες τους από τα ΜΜΕ». Ο κ. Γκονσάλες, πάλι, σημείωσε: «Γεννήθηκα στο Κολοράντο, ο πατέρας μου είναι κτηνίατρος και μεγάλωσα σε αγροτικό περιβάλλον. Πάντα ήθελα με ένα τρόπο να επιστρέψω σε αυτή τη ζωή. Ήταν ένα προνόμιο που μπόρεσα να το κάνω όσο καιρό ήμουν στο Λος Κουάτες και ευχαριστώ τους ανθρώπους της περιοχής γι’ αυτό».

Οι δημιουργοί μίλησαν επίσης για τις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους ανθρώπους που κινηματογραφούν και για το πώς τις διαχειρίζονται μετά. «Η ολοκλήρωση μιας ταινίας είναι τόσο δύσκολη που κάθε φορά σκέφτομαι ότι δε θα το ξανακάνω. Νιώθω ότι πάντα προδίδω τους ανθρώπους γιατί πρέπει να τους αφήσω. Δυσκολεύομαι να κρατήσω τη σχέση που θα ήθελα γιατί προχωρώ σε κάτι άλλο. Με τη Σαγιόμι βέβαια είναι διαφορετικό γιατί είναι θεία μου» υπογράμμισε σχετικά ο κ. Νταγιαντάς. Ο κ. Ψυλλάκης σημείωσε: «Πάντα διατηρώ σχέσεις με τους ανθρώπους που έχω κινηματογραφήσει γιατί είναι κομμάτι της ζωής μου, υπάρχει μια συνέχεια», ενώ η κ. Τσάπα από την πλευρά της είπε: «Όταν τελειώσαμε, ήθελα να πάρω την Κατινούλα μαζί μου, παρόλο που εκείνη δεν ήθελε να φύγει από το Κάιρο. Δυσκολεύομαι παρά πολύ να αποχωριστώ τους ανθρώπους που συναντώ και περνώ τόσο χρόνο μαζί τους. Δεν είναι εύκολο, αλλά συνεχίζω να το κάνω». Ο κ. Μπάξτερ με τη σειρά του σχολίασε: «Είναι δύσκολο να αποχωριστείς τους ανθρώπους της ταινίας και την ιστορία την ίδια. Νιώθω ότι ακόμα είμαι στη διαδικασία της ταινίας, καθώς παρουσιάζω την ταινία στον κόσμο και οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ στο μυαλό μου». Τέλος ο κ. Γκονσάλες σημείωσε: «Προσπαθώ να μην το παίρνω πολύ σοβαρά. Κάνεις φίλους και όπως συμβαίνει με τους φίλους, άλλους τους συναντάς συχνά, άλλους δεν τους βλέπεις ποτέ, αλλά πάντα τους έχεις στο μυαλό σου και νιώθεις ευγνώμων που τους γνώρισες».