«Μιλώντας για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο»
Σε κλίμα ιδιαίτερης συγκίνησης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, η ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Μιλώντας για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο», στο πλαίσιο του αφιερώματος του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, παρουσία του διευθυντή του ΦΚΘ Δημήτρη Εϊπίδη. Στη συζήτηση συμμετείχαν στενοί φίλοι και συνεργάτες του σπουδαίου δημιουργού: η συνθέτρια Ελένη Καραΐνδρου, η σκηνοθέτιδα Μαργαρίτα Μαντά, ο φωτογράφος Δημήτρης Σοφικίτης, ο σκηνογράφος Γιώργος Ζιάκας, καθώς και οι ηθοποιοί Εύα Κοταμανίδου και Όμερο Αντονούτι. Τη συζήτηση συντόνισε η δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Μαρία Κατσουνάκη.
Στην εισαγωγική της τοποθέτηση, η κα. Κατσουνάκη σημείωσε: «Το 53ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης δε θα μπορούσε παρά να τιμήσει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Είχε στενούς δεσμούς μαζί του όσο ζούσε, δεσμούς τους οποίους ο θάνατός του δε χαλάρωσε, αλλά το αντίθετο, τους ενδυνάμωσε. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δε θα πάψει ποτέ να είναι παρών, γιατί ο χρόνος είναι σύμμαχός του, όπως συμβαίνει μόνο με τους μεγάλους δημιουργούς. Είναι μεγάλη μου τιμή και συγκίνηση που το Φεστιβάλ μου ανέθεσε το συντονισμό αυτής της συζήτησης».
Στη συνέχεια, παίρνοντας πρώτος το λόγο για να προλογίσει τη συζήτηση, ο κ. Εϊπίδης είπε: «Σας ευχαριστώ που είστε εδώ μαζί μας σήμερα. Η σημερινή εκδήλωση είναι πολύ δύσκολη για μένα προσωπικά. Ήμουν φίλος του Θόδωρου για σχεδόν πενήντα χρόνια. Τον γνώρισα με την πρώτη προβολή του Θιάσου στο Βερολίνο, αν δεν κάνω λάθος. Η προβολή ήταν βραδινή, ξεκίνησε κατά τις εννιά - δέκα το βράδυ κι όταν βγήκαμε από την αίθουσα μετά από συζήτηση, με το ενθουσιασμένο κοινό και με εμάς τους Έλληνες σε κατάσταση παροξυσμού, είχε ανατείλει ο ήλιος πλέον. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα στο Βερολίνο. Έχω αγαπήσει το έργο του, με έχει επηρεάσει. Η ομάδα ανθρώπων που βρίσκονται σήμερα μαζί μας έχουν συνεργαστεί μαζί του στενά, θα μας πουν τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες τους. Είναι μάλλον μια γιορτή, γιορτάζουμε το Θόδωρο και θα τον γιορτάζουμε για πάντα ελπίζω. Αθάνατος».
Πριν παραχωρήσει το λόγο στους συνεργάτες του σκηνοθέτη, η κα. Κατσουνάκη κατέθεσε την προσωπική της εμπειρία από τη γνωριμία της με εκείνον. «Τον συνάντησα για πρώτη φορά στα γυρίσματα του Μελισσοκόμου για μια συνέντευξη. Είχε ως μότο τους στίχους του Σεφέρη: ‘’Να μιλήσει απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη’’. Είχε ως τίτλο τη διευκρίνιση που είχε κάνει ο ίδιος ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ότι όταν λέμε απλά δεν εννοούμε απλοϊκά, αλλά λιτότητα και οικονομία στα εκφραστικά γλωσσικά μέσα. Έκτοτε, ακολούθησαν πολλές συναντήσεις, συνεντεύξεις, ρεπορτάζ από γυρίσματά του. Είκοσι έξι χρόνια αργότερα θα διαφωνήσω μαζί του. Δεν ξέρω αν κατέκτησε τη λιτότητα, ξέρω όμως ότι αυτός ο κατά συνείδηση αριστερός, ο μαχητής του κινηματογράφου όπως τον είχε χαρακτηρίσει η Le Monde, είχε γίνει τα τελευταία χρόνια πιο άμεσος, πιο εξομολογητικός, ίσως πιο μελαγχολικός αλλά πάντως πολύ πιο επίμονος, ανθεκτικός και πεισματάρης. Δεν δάκρυζαν μόνο οι ήρωές του, αλλά δάκρυζε και ο ίδιος. Έτσι θα τον θυμάμαι, να γνέφει από τη Σκόνη του Χρόνου με ένα χέρι υψωμένο χωρίς να είναι αποχαιρετισμός. Μπορεί ένας απλός χαιρετισμός, ίσως και καλωσόρισμα», είπε η κα. Κατσουνάκη.
Το λόγο πήρε η ηθοποιός Εύα Κοταμανίδου, η οποία πρωτογνωρίστηκε με το σκηνοθέτη στο Θίασο: «Η πρώτη γνωριμία μας ήταν το καλοκαίρι του 1973, όταν πήρα ένα τηλεφώνημα να περάσω από το μικρό γραφείο του στην Αριστοτέλους για να με δει για μια ταινία. Ετοίμαζε τότε το Θίασο και έψαχνε ηθοποιούς. Η πρώτη μας επαφή ήταν συγκλονιστική. Μιλήσαμε, με τράβηξε κάποιος συνεργάτης του φωτογραφίες και μου είπε ότι θα με πάρει τηλέφωνο για να μου πει το τελικό ‘’εντάξει’’, οπότε καταλαβαίνετε την απογείωση που ένιωθα. Το πρώτο μας γύρισμα ήταν στην πλατεία της Καρδίτσας. Μετά ήρθε το Πολυτεχνείο και σταματάνε τα πάντα. Ξαναρχίσαμε στην πιο σκληρή περίοδο, της χούντας επί Ιωαννίδη. Τα γυρίσματα κράτησαν σχεδόν δύο χρόνια. Όταν ξεκίνησε ο Θίασος την περίοδο της χούντας, κανείς από μας τους ηθοποιούς δεν ήξερε τι ταινία γυρίζαμε, ποιο είναι το σενάριο, ούτε τι ρόλο είχαμε. Ήταν δύσκολες εποχές και ο Θόδωρος δεν ήξερε ποιοι είμαστε. Γυρίζαμε πλάνα μακριά και αποστασιοποιημένα και όταν άρχισε να μας γνωρίζει, μια μέρα στο ξενοδοχείο στα Γιάννενα μας κάλεσε όλους στο δωμάτιό του και μας διηγήθηκε το σενάριο». Μιλώντας για τη σχέση του έργου του Αγγελόπουλου με την Ιστορία, η κα Κοταμανίδου, επεσήμανε: «Ο Θόδωρος ήταν πάντα λάτρης της Ιστορίας. Οι ταινίες του εστίαζαν πάντα στα ιστορικά γεγονότα, αλλά δεν έκανε αναπαράσταση της Ιστορίας. Ουσιαστικά χρησιμοποιούσε την Ιστορία, χωρίς να την αλλοιώνει βέβαια, για να μιλήσει μέσα από τη δική του αισθητική, καλλιτεχνική, δημιουργική ματιά. Θυμάμαι ότι στο Θίασο κάποιοι παλιοί αριστεροί τον κατηγόρησαν γιατί δεν τα είπε κάπως και τα είπε κάπως αλλιώς». Η ίδια αναφέρθηκε και στον τρόπο με τον οποίο οι θεατρικές της καταβολές την βοήθησαν να προσεγγίσει το έργο του Αγγελόπουλου: «Ερχόμενη από το θέατρο, έτρεμα στην ιδέα ότι θα βρεθώ μπροστά στον κινηματογραφικό φακό. Όμως όταν αρχίσαμε με αυτά τα μεγάλα γοητευτικά πλάνα με τα travelling, που ταξίδευαν και τον κόσμο και εμάς στο χώρο και τον χρόνο, είχα την αίσθηση ότι δε με πλησιάζει ο φακός και εκφραζόμουν με όλο μου το είναι. Ήταν το ‘’σωματικό θέατρο’’ που λέγαμε στο Θέατρο Τέχνης, από το οποίο προερχόμουν. Γιατί το σώμα μιλά πάρα πολύ, ανάλογα με το πώς κινείται και αντιδρά όσο δυνατά και ο λόγος. Αυτό που έβλεπα δεν ήταν ο κινηματογράφος που γνώριζα. Αυτή η κινηματογραφική γλώσσα είχε μια τεράστια γοητεία». Κλείνοντας η κα. Κοταμανίδου επεσήμανε: «Είμαι σίγουρη ότι ο Θόδωρος δε θα ξεχαστεί, το έργο του είναι μεγάλο. Θα το δουν οι νέες γενιές και θα το χαρούν και αυτές, όπως το χαρήκαμε και εμείς που συμμετείχαμε σε αυτό».
Από την πλευρά του, ο ηθοποιός Όμερο Αντονούτι, που ενσάρκωσε τον Μέγα Αλέξανδρο στην ομώνυμη ταινία, επεσήμανε: «Ως ένα προοίμιο, θα ήθελα να αναφέρω ότι πριν το Μεγαλέξανδρο είχα συνεργαστεί με τους αδελφούς Ταβιάνι στο Padre Padrone, όμως μετά από αυτό δεν είχα δουλέψει για δύο ολόκληρα χρόνια. Αυτό συνέβη γιατί το περιβάλλον του ιταλικού κινηματογράφου, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, δε με γνώριζαν και φαινόμουν σαν ηθοποιός που κάποιος βρήκε στο δρόμο. Αναρωτιόντουσαν, φαντάζομαι, μήπως είμαι βοσκός από τη Σαρδηνία και από τη μία αυτό μου άρεσε, αλλά από την άλλη όχι. Όταν με κάλεσε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, νόμιζα ότι επρόκειτο για πλάκα. Είχα δει το Θίασο και ήδη ο Θόδωρος Αγγελόπουλος θεωρούνταν στυλοβάτης του νέου παγκόσμιου κινηματογράφου. Αναρωτιόμουν πως αυτός ο μεγάλος σκηνοθέτης ήρθε στη Ρώμη για να πάρει την έγκρισή μου για το φιλμ. Σκεφτήκαμε ένα χρόνο και αυτός και εγώ μέχρι να αποφασίσουμε λόγω διάφορων θεμάτων. Υπήρχαν δυσκολίες. Όταν η ταινία ολοκληρώθηκε ρωτούσαν ποιος έπαιζε το Μέγα Αλέξανδρο και επιτέλους άρχισαν να με λένε ηθοποιό. Τον ευχαριστώ για το δρόμο που άνοιξε για μένα». Μιλώντας για τον σκηνοθέτη εκτός πλατό, ο κ. Αντονούτι πρόσθεσε: «Ήταν ένας ευφάνταστος, ευχάριστος άνθρωπος, αλλά στα γυρίσματα ήταν πολύ απαιτητικός κι αυτό είναι καλό. Ήταν κοπιαστική η δουλειά, γιατί ήθελε το αποτέλεσμα να είναι άριστο». Ο ίδιος συμπλήρωσε: «Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος επιχειρούσε να αποδείξει ότι οι τρεις δυνάμεις, η αναρχική, η αυταρχική και του δήμου, μπορούν να ενωθούν και να δώσουν ζωή σε ένα πραγματικό σοσιαλισμό. Ακόμα και μετά τη διάλυση της ιδέας θα γεννηθεί ένας μικρός Αλέξανδρος, ο οποίος θα προχωρήσει σε μια νέα εποχή. Αυτή ήταν η δέσμευσή του. Νομίζαμε ότι μπορούσε να πραγματοποιηθεί, αλλά ακόμα στις μέρες μας οι λαοί δυσκολεύονται».
Στη συνέχεια της συζήτησης, το λόγο πήρε ο Γιώργος Ζιάκας, σημειώνοντας: «Για μένα και ο Θίασος και Οι κυνηγοί ήταν από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου. Δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ το Θόδωρο, θα μείνει στην αιωνιότητα και το τεράστιο έργο που άφησε θα το γνωρίσουν οι επόμενες γενιές». Εμφανώς συγκινημένος, μίλησε για την τελευταία φορά που είδε το σκηνοθέτη: «Ήταν μισή ώρα πριν φύγει, στο ντεκόρ της Άλλης θάλασσας, όπου βρέθηκα για να ντύσω τους δύο οδηγούς του μοιραίου πλάνου. Ο Θόδωρος ήθελε πάντα τους φίλους και συνεργάτες κοντά του, ήθελε την επιβεβαίωσή μας στο τέλος του πλάνου. Όταν ήταν ευχαριστημένος με το πλάνο, πετούσε ένα γενικό ‘’Στοπ!’’ κι έκανε και ένα πηδηματάκι. Μπαίνω να τον βρω λοιπόν και μου λέει ‘’Σαν τα μάραθα’’ κι εγώ τον ρωτώ ‘’Δεν βαρέθηκες να με βλέπεις και χθες και προχθές;’’. Ήταν πολύ χαρούμενος εκείνη τη μέρα. Έφυγε πραγματικά χαρούμενος, κατεβαίνοντας -σχεδόν τρέχοντας τη σκάλα- και σε μισή ώρα «έφυγε». Ο κ. Ζιάκας ανέτρεξε στην πρώτη του γνωριμία με το σκηνοθέτη: «Τον γνώρισα περισσότερο όταν, επειδή ήμουν φίλος με την Εύα από το θέατρο, πέτυχα το συνεργείο να κάνει το πλάνο με το δωσίλογο σε ένα καφενείο. Μετά ήταν οι Κυνηγοί. Πρώτη συνεργασία, διήγηση σεναρίου. Η διήγηση του σεναρίου που έκανε ο Θόδωρος ήταν ένα από τα πιο μαγευτικά πράγματα. Είχε έναν τρόπο που σε ‘’έβαζε’’ μέσα σε αυτό, με τα μπούνια. Καταπληκτικό τρόπο να διηγείται και να αλλάζει το σενάριο, ακόμη και πάνω στη διήγηση. Οι πολλές αλλαγές που έκανε στα σενάρια φαίνονται και από τις πολλές γραφές του - στην τελευταία του ταινία μάλιστα το σενάριο ήταν στην εκατοστή πρώτη γραφή». Ο κ. Ζιάκας συμπλήρωσε: «Την εμπιστοσύνη του Θόδωρου, την απέκτησα στα πρώτα γυρίσματα των Κυνηγών. Μπήκα και εγώ στην παρέα που αποκαλούσε οικογένειά του. Είχε μεγάλο δέσιμο ο Θόδωρος με τους ανθρώπους όπως και με τους τόπους. Η συνεργασία μας ήταν μαγεία. Για τις γνώσεις που πήρα, αλλά και για αυτή τη μοναδική του επιμονή στη λεπτομέρεια. Ήταν ένας άνθρωπος γοητευτικότατος».
Εμφανώς συγκινημένη η σκηνοθέτιδα Μαργαρίτα Μαντά, μίλησε για την πρώτη φορά που συνάντησε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο: «Η πρώτη μας συνάντηση ήταν μια κουτουλιά», είπε και εξήγησε πως έπεσαν ο ένας πάνω τον άλλον περπατώντας σκυφτοί στην οδό Σκουφά, όταν εκείνη ήταν ακόμα σπουδάστρια σκηνοθεσίας. «Οκτώ χρόνια αργότερα, το 1993, μου πρότεινε να δουλέψω script στο Βλέμμα του Οδυσσέα. Μου έδωσε το σενάριο και το διάβασα μονορούφι, δεν είχα ξαναδιαβάσει ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν έφτασα στο τέλος, με έπιασε ένα ακατάσχετο κλάμα γιατί ήταν τόση η ομορφιά που δεν μπορούσα να τη χωρέσω. «Όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε κάθε μέρα πάθαινα ένα σοκ. Εργαζόταν πιο πολύ από κάθε άνθρωπο που είχα γνωρίσει. Η σκληρότητα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του πάνω στη δουλειά ήταν για μένα αποκαλυπτική και με οδηγούσε και μένα να εργάζομαι πιο σκληρά. Η ταινία αυτή μου άλλαξε τη ζωή και την οπτική στο σινεμά», σημείωσε η κα Μαντά και συμπλήρωσε: «Το γύρισμα ήταν ερωτική πράξη, με αδρεναλίνη, ιερότητα, κατάνυξη, στοίχημα. Είμαι πολύ τυχερή που γνώρισα το σινεμά αυτό και αυτό τον τρόπο να γίνονται οι ταινίες. Για μένα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε δάσκαλος ζωής. Έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο κατέθετε την πίστη του και αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που πήρα ποτέ. Του χρωστάω πάρα πολλά και τον ευγνωμονώ πολύ βαθιά».
Αμέσως μετά το λόγο πήρε η συνθέτρια Ελένη Καραΐνδρου. «Μου είναι πολύ δύσκολο να μιλήσω για τον Θόδωρο στον παρατατικό. Για μένα είναι εδώ, παρών μέσα από τη δουλειά και το όραμά του. Αυτά που πραγματικά έζησα και ένιωσα για αυτόν τα έχω πει μέσα από τη μουσική μου. Ανατρέχοντας στην πρώτη μας συνάντηση και συνεργασία πριν 29 χρόνια θυμάμαι σαν να ήταν χτες όταν με φώναξε για να μου πει ότι ήθελε να γράψω τη μουσική για το Ταξίδι στα Κύθηρα. Μου ανακοίνωσε ότι για μεγάλο διάστημα έγραφε το σενάριο ακούγοντας το κονσέρτο για δυο μαντολίνα του Βιβάλντι. Η πρόσκληση και πρόκληση ήταν να γράψω παραλλαγές πάνω σε αυτό», είπε η κα Καραΐνδρου και συμπλήρωσε: «Έχω κάνει μαζί του οκτώ ταινίες, οκτώ καταπληκτικά ταξίδια αλλά κάθε φορά όταν ξεκινούσα ένιωθα ότι ήταν η πρώτη φορά, η ίδια ταραχή, το ίδιο άγγιγμα. Σαν γιορτή. Είχαμε κάτι τελετουργικό, το δικό μας κώδικα. Αυτό που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου ήταν η στιγμή του γυρίσματος και το τρομακτικό «Πάμε!» του Θόδωρου. Μέσα σε αυτή τη δύναμη της φωνής του υπήρχε η πειθώ του τι πρέπει εκείνη τη στιγμή να γίνει. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ενέπνεε τους ανθρώπους. Ήταν ποιητής και προφήτης και πιστεύω ότι σε τριάντα χρόνια οι ταινίες του θα βλέπονται με άλλη διάσταση. Είμαι βέβαιη για αυτό. Θέλω να πω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ και μια βαθιά ευγνωμοσύνη γιατί ήταν μια συνάντηση σπουδαία που με οδήγησε στην αυτογνωσία».
Στη συνέχεια ο φωτογράφος Δημήτρης Σοφικίτης, μοιράστηκε με το κοινό, μια ανάμνηση από ένα ταξίδι του με το Θόδωρο Αγγελόπουλο στην Ήπειρο «Με το Θόδωρο μας συνέδεε μια τεράστια αγάπη για τη χώρα και το ταξίδι. Και οι δύο είχαμε μια τεράστια λατρεία. Αυτό το ταξίδι διήρκεσε τριάντα πέντε χρόνια περίπου. Ξεκινούσε δύο χρόνια πριν κάθε γύρισμα για την επιλογή των χώρων. Μέσα σε αυτό υπήρχαν απίστευτες περιπέτειες, χαρές, λύπες και κίνδυνοι. Όταν τελείωνε κάθε ταξίδι σκεφτόμασταν το επόμενο. Είναι άπειρα τα περιστατικά που θα μπορούσα να αφηγηθώ, αλλά θα σταθώ μόνο σε ένα. Ταξιδεύαμε με το Θόδωρο, τον Μικέ Καραπιπέρη και τον Γιώργο Αρβανίτη, δίδυμο στην πλάκα, και βρεθήκαμε χειμώνα στην Ήπειρο σε ένα χωριό που λεγόταν Συρράκο. Δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο το καφενείο στην πλατεία και κάποιοι κτηνοτρόφοι μέσα που φυλάνε το χωριό. Μπαίνοντας στο καφενείο λέει ο Γιώργος στο Θόδωρο: «Πες τους ότι είσαι ο Αγγελόπουλος και κάνεις ταινίες», ενώ ο Μικές συμπληρώνει: «Δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε ξέρουν» και αρχίζουν να παίζουν μεταξύ τους. Ο Θόδωρος σοβαρός λέει: «Αυτό θα πω ακριβώς. Είμαι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, κάνω ταινίες και ψάχνω για χώρους». Κοιτάζονται οι δυο χωρικοί μεταξύ τους και λένε ο ένας στον άλλο «Ξέρεις ποιος είναι ο κύριος; Αυτός που σας πήγα να δείτε μια ταινία στα Ιωάννινα». Και ήταν ο Θίασος. Ο Γιώργος και ο Μικές μένουν ξεροί. Ο Θόδωρος φυσικά πανηγύριζε με αυτό το μοναδικό χαμόγελο σα να τους λέει: «Έτσι να μαθαίνετε οι νέοι». Κάποια στιγμή ο Θόδωρος ρώτησε τους χωρικούς, πως τους φάνηκε η ταινία και ο ένας από αυτούς απάντησε: «Ακούστε, δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα αλλά αυτό που μπορώ να σας πω είναι ότι είναι δικό μας πράγμα». Αυτό για το Θόδωρο ήταν το μεγαλύτερο βραβείο που θα μπορούσε να έχει εισπράξει», αφηγήθηκε ο κ. Σοφικίτης.
Σε ερώτηση σχετικά με το αν το έργο του σκηνοθέτη είναι λαϊκό η κα Κοταμανίδου απάντησε: «Ο ταινίες του και κυρίως ο Θίασος ανταποκρίθηκε πάρα πολύ έντονα στο λαϊκό συναίσθημα της μεταπολίτευσης. Εγώ δε θα έλεγα ότι είναι μόνο λαϊκός. Ο Θόδωρος ήταν ένας άνθρωπος ευφυής, διαβασμένος, με υψηλή αισθητική, με πολλές γνώσεις οπότε νομίζω ότι ανταποκρινόταν το κοινό ανάλογα και με τη δική του παιδεία». Στο ίδιο ερώτημα ο κ. Αντονούτι πρόσθεσε: «Εξαρτάται τι εννοούμε λαϊκό. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι γνωστός και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Κάνει ένα κινηματογράφο που δεν τον βλέπουμε αλλού και από τη φωτογραφία του καταλαβαίνεις ότι είναι αυτός. Χρειάζεται κουλτούρα και παιδεία για να κατανοηθούν οι ταινίες του».
Κλείνοντας τη συζήτηση η κα Κατσουνάκη παρέθεσε μία φράση του Θόδωρου Αγγελόπουλου που της είχε εμπιστευθεί λίγους μήνες μετά το θάνατο του δημιουργού, η Μαργαρίτα Μαντά: «Δεν εγκαταλείπουμε, συνεχίζουμε».
Να σημειωθεί ότι το αφιέρωμα στο Θόδωρο Αγγελόπουλο περιλαμβάνει την προβολή τριών ταινιών-σταθμών στην πορεία του, καθώς και τη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου «Μουσική και τραγούδια για τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου», που θα πραγματοποιηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, με ερμηνεύτρια τη Δήμητρα Γαλάνη και τη συμμετοχή του τζαζ τρίο «Human Touch» των David Lynch, Σταύρου Λάντσια και Γιώτη Κιουρτσόγλου – μια συνδιοργάνωση του ΦΚΘ με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Το αφιέρωμα συνοδεύεται επίσης από πλήρη δίγλωσση έκδοση για το σύνολο του έργου του δημιουργού.
Το αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων του 53ου ΦΚΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.