KOYBENTIAZONTAΣ 19/3
O κύκλος συζητήσεων «Κουβεντιάζοντας» του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης συνεχίστηκε την Τρίτη 19 Μαρτίου 2013 με τη συμμετοχή των σκηνοθετών Στέλας Αλισάνογλου (Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο), Ντάνιελ Άμπμα (Πέρα από το Βρίτσεν), Αλίσια Κάνο (Η Μπέλα Βίστα), Χάρι Φρίλαντ (Στη σκιά του ήλιου), Βόλκερ Γκέτσε (Γκριό) και Διέγο Γκουτιέρες (Μέρη μιας οικογένειας).
Στην ιδιαίτερα ζωντανή και διαδραστική συζήτηση, θίχτηκαν μεταξύ άλλων θέματα όπως η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και τους χαρακτήρες του, ενώ αρχικά οι σκηνοθέτες αναφέρθηκαν στους λόγους που τους ώθησαν να κάνουν τα ντοκιμαντέρ τους.
Με αφορμή την ταινία του Μέρη μιας οικογένειας, ο Διέγο Γκουτιέρες μίλησε για την κινηματογράφηση σαν τρόπο επικοινωνίας: «Μου αρέσει να φτιάχνω ταινίες επειδή έτσι μπορώ να αντέξω τη μοναξιά, είναι ένας τρόπος να βρίσκομαι με άλλους ανθρώπους. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι ένα πορτρέτο των γονιών μου και της σχέσης τους ως ζευγάρι. Ο υποσυνείδητος λόγος που το έκανα θεωρώ ότι είναι επειδή η δεύτερη σχέση που βιώνει κάποιος, έπειτα από αυτή που έχει με τον γονιό του, είναι η σχέση των γονιών του μεταξύ τους. Με ενδιέφερε λοιπόν να εξερευνήσω την πολυπλοκότητά της».
Στο ντοκιμαντέρ Γκριό ο Βόλκερ Γκέτσε παρακολουθεί τη ζωή του περίφημου σενεγαλέζου τραγουδοποιού και «γκριό» (θεματοφύλακα των επικών ιστοριών της πατρίδας του) Αμπλαγέ Σισοκό. Ο σκηνοθέτης υπογράμμισε σχετικά: «Όντας και ο ίδιος μουσικός, ήθελα να μοιραστώ την ιστορία και την εμπειρία που είχα με αυτόν τον ξεχωριστό αφρικανό καλλιτέχνη, ο οποίος εκτός από μουσικός είναι και ζωντανός φορέας της παράδοσής του».
Με τη σειρά του, ο Ντάνιελ Άμπμα μίλησε για την ταινία του Πέρα από το Βρίτσεν, που εστιάζει στις ζωές τριών εφήβων μετά την αποφυλάκισή τους. Ο σκηνοθέτης σημείωσε: «Ο λόγος που έκανα την ταινία είναι επειδή δούλευα σαν κοινωνικός λειτουργός στη συγκεκριμένη φυλακή και ήμουν μάρτυρας του μεγάλου αριθμού αποφυλακισμένων οι οποίοι εγκληματούσαν και επέστρεφαν ξανά εκεί, γεγονός που με προβλημάτισε. Θέλησα να δείξω τη ζωή μετά τον εγκλεισμό, καθώς και ότι κάτι δεν πάει καλά στη διαδικασία επανένταξης».
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο Χάρι Φρίλαντ αναφέρθηκε στην ταινία του Στη σκιά του ήλιου, η οποία παρακολουθεί σε βάθος έξι ετών δύο αλμπίνους, που προσπαθούν να επιβιώσουν στην Τανζανία, κόντρα στις προκαταλήψεις. «Έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ διότι ήθελα να πληροφορήσω και να ευαισθητοποιήσω το κοινό επάνω στο ζήτημα των αλμπίνων στην Αφρική. Θεωρώ ότι όλοι μπορούμε να ταυτιστούμε εν μέρει με αυτό, καθώς έχουμε νιώσει μοναξιά και απομόνωση στις κοινότητές μας».
Σε διαφορετικό κλίμα εκτυλίσσεται η ταινία Η Μπέλα Βίστα της Αλίσα Κάνο, η οποία καταγράφει μια ασυνήθιστη ιστορία με φόντο ένα χωριό στην Ουρουγουάη. Η δημιουργός σημείωσε σχετικά με το κίνητρό της: «Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ότι τρεις διαφορετικοί οργανισμοί οι οποίοι σχετίζονται με τις φαντασιώσεις μας - ένας οίκος ανοχής, μια εκκλησία και ένας ποδοσφαιρικός σύλλογος - αγωνίζονταν να παραμείνουν στον ίδιο φυσικό τόπο, αυτό το σπίτι που καταγράφω στο ντοκιμαντέρ. Επίσης και τα τρία μέρη ανήκουν στην “ανδρική σφαίρα”, στην οποία ήθελα να εξερευνήσω σαν γυναίκα».
Ένα πορτρέτο του γιατρού και πεζογράφου Δημήτρη Παπαδούλη ο οποίος πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, σκιαγραφεί η Στέλα Αλισάνογλου στο ντοκιμαντέρ Δημήτρης Παπαδούλης-Το πολλαπλό δώρο. Η σκηνοθέτιδα επεσήμανε για τον ήρωά της: «Τον γνώρισα χάρη σε ένα κοινό φίλο και το σημείο επαφής μας ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις, παρόλο που εκείνος είναι περιορισμένος στο σπίτι. Επειδή η ίδια είμαι πεσιμίστρια, μου έδωσε έμπνευση και δύναμη να νιώσω ότι η ζωή είναι ένα πραγματικό δώρο».
Στη συνέχεια της συζήτησης, τέθηκε το ζήτημα της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τους χαρακτήρες του. Η Στέλα Αλισάνογλου ανέφερε χαρακτηριστικά: «Χρειάζεται να είσαι 100% ειλικρινής, αλλιώς δε θα πετύχει αυτό που κάνεις. Στο πρώτο μας γύρισμα με τον Δ. Παπαδούλη ήμουν πολύ συντηρητική στον τόπο κινηματογράφησης. Μου πήρε είκοσι μήνες να το ξεπεράσω –όσο και ο χρόνος γυρισμάτων- αλλά ήμουν ο εαυτός μου, γι’ αυτό κι εκείνος ένιωσε ότι δεν είχε τίποτα να κρύψει».
Από την πλευρά του, ο Χάρι Φρίλαντ επεσήμανε ότι ξεκίνησε γυρίσματα έπειτα από δύο μήνες γνωριμίας με τους χαρακτήρες του και μετά από εκτεταμένη έρευνα, προσθέτοντας: «Επίσης, πιστεύω ότι το γεγονός ότι κινηματογραφούσα μόνος μου, χωρίς ένα μεγάλο επιτελείο, βοήθησε στην ανάπτυξη εμπιστοσύνης με τους ήρωές μου». Η Αλίσια Κάνο σχολίασε ότι παίζει ρόλο η προσωπικότητα των σκηνοθετών: «Πιστεύω ότι πάντα κινηματογραφούμε την απόσταση που μας ενώνει ή μας χωρίζει με τους χαρακτήρες μας». Ο Ντάνιελ Άμπμα εξήγησε επάνω στο ίδιο θέμα: «Έχω την ανάγκη να βρίσκω πάντα κάτι που αγαπώ στους πρωταγωνιστές μου. Ο ένας από αυτούς έχει σκοτώσει και ήταν νεοναζί, πράγμα απαράδεκτο στην αντίληψή μου, ωστόσο βρήκα στοιχεία της προσωπικότητάς του που μπόρεσα να αγαπήσω, αλλιώς δε θα μπορούσα να συνεχίσω να τον κινηματογραφώ για τόσο καιρό».
Αναφερόμενοι στο ρόλο που διαδραματίζει η παρουσία της κάμερας στη διαμόρφωση της πραγματικότητας η οποία εκτυλίσσεται μπροστά της, αλλά και στην έννοια της αναπαράστασης, η Αλίσια Κάνο παρατήρησε: «Πάντα υποδυόμαστε - αναπαριστούμε τους εαυτούς μας, καθώς δεν είναι μια φυσική κατάσταση να βρίσκεσαι μπροστά από την κάμερα. Οι δικοί μου χαρακτήρες -οι τραβεστί και οι μάτσο ποδοσφαιριστές- ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο ηθοποιοί. Όταν ξεκίνησα να αφηγηθώ την ιστορία τους, λοιπόν, μάζεψα όλα τα στοιχεία με χρονολογική σειρά και πήγα στο πραγματικό μέρος να τα καταγράψω. Αυτό είναι το δύσκολο στο ντοκιμαντέρ, πώς να είσαι σινεματικός για το παρελθόν, πώς να κινηματογραφήσεις την απουσία».
Ως προς τη διαμόρφωση μιας ιστορίας, οι σκηνοθέτες συμφώνησαν στη ζωντανή εξέλιξη της ταινίας, με τον κ. Φρίλαντ να επισημαίνει ότι: «Η ιστορία μου με πήγε σε πολλές κατευθύνσεις, όμως δεν ήμουν δεμένος με μία ιστορία στο μυαλό μου». Ο κ. Γκέτσε σημείωσε: «Στη δική μου περίπτωση, πριν ξεκινήσω την ταινία είχα σκεφτεί να κινηματογραφήσω τον πρωταγωνιστή μου με τον πατέρα του, δείχνοντας πώς περνά η παράδοση από γενιά σε γενιά. Όμως όταν ο πατέρας του πέθανε πριν φτάσω, ήταν σαν κάποιος να μου τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ξέρεις τι θα πάρεις στο τέλος».
Πώς αλλάζουν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες μέσα από την εμπειρία κινηματογράφησης; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, η κ. Αλισάνογλου υπογράμμισε: «Βρίσκω οικεία και συναρπαστική τη διαδικασία αυτής της εξερεύνησης». Από την πλευρά της, η κ. Κάνο παρατήρησε: «Όσο καιρό κάνω μια ταινία αναρωτιέμαι γιατί την κάνω και η απάντηση συνεχώς αλλάζει. Αυτό είναι από μόνο του όμορφο». Ο κ. Άμπμα ανέφερε ότι για εκείνον η ταινία λειτούργησε σαν ψυχοθεραπεία, εξηγώντας ότι: «Μεγάλωσα σε ένα χωριό και δεν ήταν εύκολη η εφηβεία μου. Μισούσα τύπους σαν τους χαρακτήρες μου και τώρα έκανα μια ταινία για αυτούς».
Κλείνοντας, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην ευθύνη του κινηματογραφιστή προς τους χαρακτήρες του σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Ο κ. Γκουτιέρες ανέφερε: «Έδειξα την ταινία στους γονείς μου μόλις την ολοκλήρωσα, αλλά δεν ανησυχούσα για αυτό. Εάν διαφωνούσαν με κάτι, θα το άλλαζα». Από την άλλη, η κ. Κάνο σχολίασε: «Έδειξα την ταινία στους πρωταγωνιστές αφού είχε ολοκληρωθεί και ήταν αργά για οποιαδήποτε αλλαγή. Από την αρχή εξήγησα ότι πρόκειται για τη δική μου οπτική πάνω στην ιστορία και ένιωθα πολύ καλά με αυτό. Έκανα στον εαυτό μου πολλές ερωτήσεις περί ηθικής. Στο τέλος όμως ήξερα ότι ήμουν ειλικρινής μαζί της από την αρχή και καθ’ όλη τη διάρκεια».
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.