ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ/ΠΑΛΙΟΚΟΡΙΤΣΟ/ΛΕΥΚΗ ΝΥΧΤΑ
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Λόρα Γκάμσι (Οι δημιουργοί), Στεφανί Άργκεριχ (Παλιοκόριτσο) και Ίριτ Γκαλ (Λευκή νύχτα).
Παίρνοντας πρώτη το λόγο, η Λόρα Γκάμσι μίλησε για την ταινία της Οι δημιουργοί (συν-σκηνοθεσία με τον Ζακ ντε Βιλιέ), ένα ζωντανό και διεισδυτικό πορτρέτο των νέων καλλιτεχνών από τη Νότια Αφρική. «Το ντοκιμαντέρ αφηγείται πέντε διαφορετικές ιστορίες, ισάριθμων καλλιτεχνών. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για έναν αυτοδίδακτο τενόρο, ο οποίος έμαθε ιταλικά από το μοναδικό πράγμα που του άφησε ο πατέρας του όταν τον εγκατέλειψε στα τέσσερά του, ένα cd του Παβαρότι. Μιμούμενος τον Παβαρότι, προσέγγισε τη μουσική αυτή και μπόρεσε τραγουδώντας μαζί με φίλους του να κερδίζει κάποια χρήματα στη γειτονιά όπου ζει. Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται επίσης ένα δίδυμο άφρο-μπλουζ και μια καλλιτέχνιδα γκραφίτι. Ο καθένας από τους ήρωες κουβαλά μια διαφορετική ιστορία και κληρονομιά, ωστόσο όλες οι ιστορίες καταλήγουν στο παρόν και το παρελθόν της χώρας, καθώς και την πραγματικότητά της μετά τη λογοκρισία που επέβαλλε το καθεστώς», εξήγησε η δημιουργός. Η ίδια συμπλήρωσε: «Με ενδιέφερε πολύ πώς η μουσική, το θέατρο και το γκραφίτι αναγκάστηκαν να κωδικοποιήσουν τα μηνύματά τους για να παρακάμψουν τη λογοκρισία, τι είχαν να πουν αυτά τα δίκτυα και πώς συνέχισαν μετά την πτώση του Απαρτχάιντ». Ως προς την επίδραση του Απαρτχάιντ στη σημερινή Νότια Αφρική, η κ. Γκάμσι σημείωσε: «Καταρχάς, το ότι η κυβέρνηση είχε ιδρύσει γραφείο λογοκρισίας, δείχνει από μόνο του τη δύναμη που μπορεί να έχει η Τέχνη και πώς μπορεί να ενώσει το λαό, πράγμα το οποίο και έγινε. Τα φαντάσματα του Απαρτχάιντ υπάρχουν ακόμη εκεί. Το προσδόκιμο ζωής έχει μειωθεί περίπου κατά δέκα χρόνια, η ψαλίδα πλούσιων και φτωχών έχει ανοίξει και υπάρχουν πολλές αιτίες για αυτά τα προβλήματα, ωστόσο νομίζω οι ρίζες τους εντοπίζονται στις φυλετικές διακρίσεις και το εκπαιδευτικό σύστημα». Αναφερόμενη στους χαρακτήρες της και τι την συνεπήρε σε αυτούς, η σκηνοθέτιδα παρατήρησε: «Ο καθένας τους εκφράζει μια διαφορετική υφή της πραγματικότητας. Για μένα, κάποιος που μεγαλώνει σε μια τενεκεδούπολη, χρειάζεται να έχει εκπληκτική δύναμη, ζώντας μέσα σε ένα σύστημα που ευθύνεται για το χαμό δικών του ανθρώπων και παρόλα αυτά να θέλει να συντηρήσει την οικογένειά του τραγουδώντας όπερα, όπως ο τενόρος της ταινίας. Το δίδυμο άφρο-μπλουζ επίσης, ξεκίνησε τη λειτουργία ενός ωδείου το οποίο παρέχει τη μόνη εκπαίδευση που μπορούν να λάβουν τα παιδιά της περιοχής. Για μένα, όλα αυτά είναι παραδείγματα αυτονομίας».
Τη σκυτάλη στη συνέντευξη Τύπου πήρε η Στεφανί Άργκεριχ, η ταινία της οποίας Παλιοκόριτσο εστιάζει στους γονείς της, δύο «ιερά τέρατα» της κλασικής μουσικής διεθνώς. «Πρόκειται για μια προσωπική ταινία. Εξιστορεί την ιστορία των γονιών μου και κυρίως της μητέρας μου, κορυφαίας πιανίστριας, Μάρτα Άργκεριχ, μιλώντας επίσης και για τη σχέση μου μαζί της. Μπόρεσα να ολοκληρώσω την ταινία τώρα, παρότι είχα ξαναπροσπαθήσει πριν από 15 χρόνια. Ακολουθούσα με την κάμερα τη μητέρα μου σε κάποια ταξίδια της, αλλά εκείνη δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή και έχασα το κίνητρό μου. Μετά τη γέννηση του πρώτου μου παιδιού, βρήκα το θάρρος να αντιμετωπίσω όλα αυτά τα θέματα και αποφάσισα να το κάνω σωστά, βρίσκοντας παράλληλα και παραγωγό», εξήγησε η δημιουργός. Αναφερόμενη στις ιδιαιτερότητες που υφίστανται για ένα σκηνοθέτη που κινηματογραφεί την οικογένειά του, η κ. Άργκεριχ σημείωσε: «Υπήρχαν αρκετές δυσκολίες. Για παράδειγμα, ο πατέρας μου δυσκολευόταν να αποδεχτεί τη δημιουργία της ταινίας και υπήρχε ένταση, γι’ αυτό και δεν έχω πολλές σκηνές μαζί του. Η ουσιαστική δυσκολία όταν κινηματογραφείς κοντινούς σου ανθρώπους είναι ότι συνήθως δεν υπάρχει όριο στην επαφή και πρέπει να το θέσεις εσύ. Αν δεν το κάνεις, καταλήγεις με ατελείωτες ώρες υλικού που πρέπει να ταξινομήσεις». Όσον αφορά σε μια ενδεχόμενη ψυχαναλυτική λειτουργία της ταινίας της, αλλά και τα κοινά στοιχεία της σκηνοθέτιδας με τους γονείς της, η κ. Άργκεριχ επεσήμανε: «Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσω για ψυχαναλυτική λειτουργία. Είναι μια διαδικασία εν εξελίξει, καθώς η ταινία προβάλλεται τώρα. Σίγουρα υπάρχει κάτι θεραπευτικό σε αυτή. Δεν είναι τόσο ότι ανακάλυψα πράγματα που δεν ήξερα, όσο ότι αντιμετώπισα θέματα που μου ήταν δύσκολα. Επίσης, η ταινία έφερε κοντά την οικογένειά μου, η οποία είναι αρκετά απομακρυσμένη. Κατά τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ακούγεται η φωνή μου και έγκειται στο θεατή να εντοπίσει ομοιότητες μεταξύ των μελών της οικογένειάς μου – από ασήμαντες μέχρι πολύ σημαντικές».
Στη συνέχεια, το λόγο είχε η ισραηλινή σκηνοθέτιδα Ίριτ Γκαλ, η οποία στην ταινία της Λευκή νύχτα παρακολουθεί μια ομάδα παλαιστίνιων γυναικών που διανύουν κάθε βράδυ μια πολύωρη επικίνδυνη διαδρομή προκειμένου να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ, όπου εργάζονται. «Ζω στην Ιερουσαλήμ, η οποία απέχει περίπου δεκαπέντε λεπτά με το αυτοκίνητο από τον οικισμό όπου ζουν αυτές οι γυναίκες, πρόσφυγες τρίτης γενιάς. Ένα πρωί, πολύ νωρίς, είδα κάποιους άντρες να κοιμούνται στους κήπους σπιτιών. Τους ρώτησα το λόγο και μου είπαν ότι περνούν παράνομα τα σύνορα για να δουλέψουν στο Ισραήλ και διανυκτερεύουν εκεί. Έμαθα ότι αντίστοιχα έρχονται και γυναίκες, τις οποίες και συνάντησα στη συνέχεια», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. Αναφερόμενη στις συνθήκες και την επικινδυνότητα των γυρισμάτων, η δημιουργός εξήγησε: «Η κατάσταση ήταν περίπλοκη από την αρχή: εγώ, μια Ισραηλινή, κι εκείνες, Παλαιστίνιες, περνούσαμε μαζί το φράχτη των συνόρων. Κάποιες φορές η παλαιστινιακή αστυνομία κυνηγούσε εμένα και το συνεργάτη μου και τρέχαμε να ξεφύγουμε. Τελικά αποφασίσαμε να μένουμε μαζί με τις γυναίκες ό,τι και αν συμβαίνει. Ήταν πιο επικίνδυνο γι’ αυτές, γιατί μερικές φορές οι στρατιώτες ανοίγουν πυρ. Τεχνικά, υπήρχαν επίσης δυσκολίες, διότι όλη την ώρα περπατούσαμε και ήμασταν χωρίς φως». Πώς ήταν η σχέση που ανέπτυξε η σκηνοθέτιδα με τις ηρωίδες της; «Ούτε αυτό ήταν απλό. Από τη μια μεριά, γίναμε φίλες και εκτός κάμερας και κάποιες φορές χρειάστηκε να τις βοηθήσω, όπως όταν με έπαιρναν τηλέφωνο μέσα στη νύχτα εάν είχαν συλληφθεί. Από την άλλη, δε μιλώ αραβικά και όταν είδα κατόπιν το μεταφρασμένο σπικάζ της ταινίας, ανακάλυψα ότι υπήρχαν στιγμές που όταν μας κυνηγούσαν, κάποιες γυναίκες έλεγαν ότι επειδή είμαι Ισραηλινή έφερα εγώ τους στρατιώτες για να έχω καλές σκηνές στην ταινία. Νομίζω ότι συμφώνησαν να κάνω την ταινία επειδή είμαι Ισραηλινή, διότι ήταν σημαντικό για αυτές να δείξουν στους Ισραηλινούς τι βιώνουν. Εάν ήμουν Παλαιστίνια, δε θα το έκαναν», επεσήμανε η κ. Γκαλ. Στην πορεία, η σκηνοθέτιδα ανακάλυψε ενδιαφέρουσες πληροφορίες γύρω από το θέμα: «Αρχικά ήμουν σίγουρη ότι οι ισραηλινοί στρατιώτες δεν ήξεραν για τις μετακινήσεις αυτών των γυναικών, αλλά τελικά όλοι γνωρίζουν. Δεν κυνηγούν τους παλαιστινίους κάθε φορά που περνούν παράνομα τα σύνορα, γιατί στο Ισραήλ τους χρειάζονται, ενώ άλλες φορές τους κυνηγούν για να τους κρατούν φοβισμένους. Επίσης, με εντυπωσίασε πραγματικά πώς αυτές οι γυναίκες μπορούσαν να δουλεύουν όλη μέρα μετά από την ολονύχτια πεζοπορία. Εγώ ήμουν εξαντλημένη μετά το γύρισμα. Κάποιες από αυτές είναι αρκετά μεγάλες σε ηλικία, δεν ξέρω καν πώς τα καταφέρνουν».
Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.
Νέα