15ο ΦΝΘ: Συνέντευξη τύπου (Μέρη μιας Οικογένειας / Το σύνδρομο του Πανκ / Ποιός θα γίνει Γκούρκα)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ΜΕΡΗ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ / ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΑΝΚ /
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΓΚΟΥΡΚΑ

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Διέγο Γκουτιέρες (Μέρη μιας οικογένειας), Τζέι Πι Πάσι (Το σύνδρομο του πανκ – συν-σκηνοθεσία με τον Γιούκα Κάρκαϊνεν) και Κεσάνγκ Τσετέν (Ποιος θα γίνει Γκούρκα).

Αρχικά, το λόγο πήρε ο Διέγο Γκουτιέρες, ο οποίος στην ταινία του Μέρη μιας οικογένειας διερευνά τη σχέση των γονιών του ως ζευγάρι. «Υποθέτω ότι το γεγονός πως εκτός από σκηνοθέτης είμαι και ο γιος των κεντρικών χαρακτήρων, προσέθεσε κάτι στην ταινία, ακόμη κι αν εγώ δεν εμφανίζομαι σε αυτή. Επειδή τους παρουσιάζω εγώ, διαφαίνονται, μεταξύ άλλων, οι σχέσεις μητέρας – γιου και πατέρα - γιου». Πώς προσεγγίζει ο δημιουργός τον χαρακτήρα του; «Ποτέ δεν κάνω συνεντεύξεις, ακόμη κι αν κάποιες κουβέντες φαίνονται σαν συνεντεύξεις. Θέλω να δίνω το έναυσμα. Για παράδειγμα, στην ταινία ήθελα να μιλήσω με τη μητέρα μου σχετικά με το πώς νιώθει που περνούν τα χρόνια και βλέπει τον εαυτό της να έχει αλλάξει. Δεν την ρώτησα πώς την επηρεάζει αυτό, αλλά της έδειξα παλιές φωτογραφίες της ενώ συζητούσαμε και περίμενα τις αντιδράσεις της. Χρησιμοποιώ κάποιες τέτοιες ανθρώπινες τεχνικές. Δεν ένιωσα ότι οι γονείς μου ανοίχτηκαν στη διάρκεια της ταινίας, αλλά ότι είχα μια κανονική σχέση μαζί τους και απλά συζητούσα», εξήγησε ο κ. Γκουτιέρες. Απαντώντας στο πώς αντέδρασαν οι γονείς του βλέποντας το ντοκιμαντέρ, επεσήμανε: «Και οι δύο μου είπαν ότι η ταινία είναι πολύ θλιβερή, αλλά ότι ήταν σημαντικό να προβληθεί. Ο πατέρας μου είπε: ‘’το σημείο όπου μιλάς για εμάς είναι κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, σε διπλανά σπίτια, στους φίλους σου’’. Η μητέρα μου σχολίασε ότι ο κόσμος πρέπει να δει την ταινία για να δει πώς μπορεί κάποιος να ‘’ρημάξει’’ τη ζωή του».

Αλλάζοντας κλίμα, η συνέχεια ανήκε στο ντοκιμαντέρ Το σύνδρομο του πανκ, που εστιάζει στο φινλανδικό πανκ συγκρότημα Pertti Kurikan Nimipaivat, τα μέλη του οποίου αντιμετωπίζουν διανοητικά προβλήματα. Ο Τζέι Πι Πάσι, ένας εκ των δύο σκηνοθετών, ο οποίος έδωσε το παρών στη συνέντευξη Τύπου, ανέφερε σχετικά: «Την ταινία έχουμε σκηνοθετήσει εγώ και ο Γιούκα Κάρκαϊνεν, ο οποίος είχε δει τη μπάντα μετά τη δεύτερη συναυλία της σε ένα μικρό σποτ στην τηλεόραση. Νομίζω ότι αυτό που τράβηξε και τους δυο μας στο συγκεκριμένο συγκρότημα ήταν η ενέργεια των μελών του». Ο κ. Πάσι πρόσθεσε: «Υπάρχει κάτι αληθινά θετικό σε αυτούς. Τσακώνονται, ένας από εκείνους έχει αυτοκτονικές τάσεις, υπάρχει πολύ θυμός αλλά και θλιβερές στιγμές, ωστόσο κυριαρχεί η θετική στάση». Αναφερόμενος στη διαδικασία κινηματογράφησης του ντοκιμαντέρ, ο δημιουργός υπογράμμισε: «Ακολουθήσαμε τη μπάντα για περίπου 18 μήνες. Η προσέγγιση ήταν πολύ εύκολη και αρχίσαμε αμέσως τα γυρίσματα. Την επόμενη φορά που τους επισκεφτήκαμε μετά το πρώτο γύρισμα, μας ρώτησαν εάν η ταινία ήταν έτοιμη για να τη δουν». Όσο για την πλευρά της διασημότητας που απολαμβάνει το συγκρότημα, ο σκηνοθέτης επεσήμανε: «Έχουν επίγνωση της δημοφιλίας τους, όμως επειδή ζουν σε ιδρύματα, με τους γονείς τους ή σε ειδικά διαμερίσματα, διαθέτουν περιορισμένη ανεξαρτησία για να χαρούν αυτή τη δημοσιότητα. Είχαμε ξαναβρεθεί στο παρελθόν με άτομα με αναπηρία και ξέραμε ότι κάθε μέρα είναι διαφορετική. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τους Pertti Kurikan Nimipaivat».

Και από τη Φινλανδία, στο Νεπάλ μας ταξιδεύει η ταινία Ποιος θα γίνει Γκούρκα του Κεσάνγκ Τσετέν, με θέμα την ταξιαρχία των Γκούρκα, μια ειδική μονάδα του βρετανικού στρατού όπου επιστρατεύονται οι πιο μαχητικοί νεαροί νεπαλέζοι στρατιώτες. Πώς ήταν η διαδικασία των γυρισμάτων για τον σκηνοθέτη; «Ήταν πολύ εύκολη, παρότι δεν το περιμέναμε. Κανείς δεν είχε ζητήσει άδεια πριν για να κάνει γυρίσματα στο στρατόπεδο όπου γίνεται η επιλογή των Γκούρκα. Δε μας περιόρισαν καθόλου, ωστόσο. Όταν έκανα την προβολή της ταινίας στο Κατμαντού, ήταν παρόντες αξιωματούχοι της βρετανικής πρεσβείας και φοβήθηκα μήπως έχουν αντιρρήσεις, όμως οι θετικές αντιδράσεις τους με εξέπληξαν», παρατήρησε ο σκηνοθέτης. Όσο για τις αντικρουόμενες γνώμες σχετικά με τους Γκούρκα, ο κ. Τσετέν υπογράμμισε: «Δε στηρίζω καμία από τις απόψεις. Οι λόγοι που σχετίζονται με την ύπαρξη των Γκούρκα είναι ιστορικοί και περίπλοκοι. Οι διανοούμενοι του Νεπάλ υποστηρίζουν ότι είναι ντροπή να πολεμάς για ξένο στρατό, αλλά από την άλλη, οι κοινότητες λένε ότι κάποια στιγμή τις έστειλε το κράτος εκεί και δεν βρίσκουν το λόγο να σταματήσουν. Δε θέλησα να αναφερθώ στο θέμα του σωστού και λάθους, απλά ήθελα να δείξω τη σωματική διαδικασία, τη σχέση ισχύος μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, μεταξύ αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου, κατά μια έννοια». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Η διαδικασία επιλογής των Γκούρκα θυμίζει ριάλιτι σόου, όπου τους δίνεται μια ευκαιρία να αλλάξουν εντελώς τη ζωή τους. Οι επιλεγμένοι πηγαίνουν στο Ηνωμένο Βασίλειο, πληρώνονται σαν βρετανοί στρατιώτες και μετά από τέσσερα χρόνια αποκτούν αγγλική υπηκοότητα. Είναι σαν να κερδίζεις το λαχείο. Αντί να γίνουν δικηγόροι ή μηχανικοί, χτίζουν ένα καλό σώμα και προσπαθούν να επιλεχθούν. Είναι μια ιστορία μετανάστευσης κατά κάποιο τρόπο». Κλείνοντας, ο κ. Τσετέν παρατήρησε: «Το σλόγκαν: είναι ‘’κυνηγάμε το χρήμα’’. Παλιά, όταν επιλέγονταν περισσότερα άτομα στη ταξιαρχία, υπήρχε πιθανώς δωροδοκία και παράνομες διαδικασίες. Τώρα υπάρχουν σχολές που εκπαιδεύουν εκατοντάδες ανθρώπους έναντι 20-30 χιλιάδων ρουπίων, προκειμένου να είναι ανάμεσα στους λίγους 120-150 που θα επιλεχθούν».

Οι ταινίες εντάσσονται σε ενότητες που χρηματοδοτούνται, μεταξύ άλλων δράσεων του 15ου ΦΝΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.