ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ
ROUGHCUT / ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ / ΜΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ:
ΜΕ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑ / WELCOME TO THE SHOW
Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ελιάνα Αμπραβανέλ (Roughcut), Δημήτρης Αθυρίδης (Ένα βήμα μπροστά), Κυριακή Μάλαμα (Μια κληρονομιά: Με την ψυχή στο στόμα) και Αλέξης Πόνσε και Κώστας Πλιάκος (Welcome to the Show-Η μουσική κληρονομιά του Παύλου Σιδηρόπουλου).
Αρχικά, τον λόγο πήρε η Κυριακή Μάλαμα, η οποία εξήγησε ότι η ταινία της αποτελεί μέρος της σειράς ντοκιμαντέρ εννέα επεισοδίων της ΕΤ3 με τίτλο «Η Κληρονομιά». Αναφερόμενη στον τρόπο με τον οποίο το ντοκιμαντέρ της Με την ψυχή στο στόμα συνδέει το παρελθόν με το παρόν, η σκηνοθέτιδα σύστησε τα δύο πρόσωπα που εμφανίζονται σε αυτό: τον Κυριάκο Ποιμενίδη, ο οποίος θυμάται όσα έζησε το 1920, όταν πολλές οικογένειες Ελλήνων εξορίστηκαν από τα περίχωρα της Σαμψούντας στο νότο της Τουρκίας, και παράλληλα, έναν άλλο άντρα –στο ντοκιμαντέρ τον ερμηνεύει ο ηθοποιός Ακύλας Καραζήσης-, ο οποίος προσπαθεί να εισχωρήσει σήμερα στον κόσμο του πρόσφυγα. «Υπάρχει μία σχέση καθρέφτη ανάμεσα στον ηθοποιό και τον αφηγητή», εξήγησε η κ. Μάλαμα. Και πρόσθεσε: «Κινητήρια δύναμη για την ταινία υπήρξε η θεατρική πράξη. Ο Ακύλας Καραζήσης κλήθηκε να ερμηνεύσει μέσα από την Οδύσσεια του παππού του τον τρόπο με τον οποίο βιώνει σήμερα ο ίδιος αυτά που ακούει. Μεταφέραμε λοιπόν την αφήγηση στο παρόν δίνοντας νόημα στο τι σήμαινε η Οδύσσεια του '20 όπως καθρεφτίζεται στις σημερινές Οδύσσειες προσφύγων». Σε ερώτηση για το αν η διατήρηση της μνήμης μπορεί να συμβάλει στην αποφυγή λαθών σήμερα, η δημιουργός παρατήρησε: «Η Ιστορία μας διδάσκει ούτως ή άλλως, έτσι ώστε να αποφεύγουμε τα συλλογικά λάθη. Σε άλλα επεισόδια της σειράς διαφαίνεται πιο έντονο το μήνυμα αυτό για το σήμερα. Είτε μιλάμε για τον πόλεμο του '20 είτε για τον σύγχρονο οικονομικό πόλεμο, είναι το ίδιο. Ο πόλεμος είναι πόλεμος».
Σε εντελώς διαφορετική ατμόσφαιρα, η ταινία Roughcut της Ελιάνας Αμπραβανέλ αφηγείται τη συναρπαστική ζωή μιας ασυνήθιστης ηρωίδας, της Μπάμπι, από τις Φιλιππίνες, που δουλεύει ως κομμώτρια στην Αθήνα. Μιλώντας για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξε το θέμα της, η σκηνοθέτιδα εξήγησε: «Για 3,5 χρόνια “μετακόμισα” στις Φιλιππίνες, καθώς το σπίτι μου απέχει λίγα λεπτά από το κομμωτήριο της Μπάμπι. Μπήκα στον όμορφο κόσμο της ηρωίδας, παρακολούθησα τη ζωή της και εντυπωσιάστηκα από το κέφι της. Η Μπάμπι βιώνει τρομερές δυσκολίες επιβίωσης και έναν υφέρποντα ρατσισμό, χωρίς ωστόσο να την καταβάλλει τίποτα. Η ηρωίδα είναι τρανσέξουαλ κι αυτό κάνει την ιστορία της πιο περίπλοκη κι ενδιαφέρουσα». Σε ερώτηση για το εάν ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη ζωή η Μπάμπι θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο, η κ. Αμπραβανέλ απάντησε: «Νομίζω πως ναι. Η Μπάμπι δεν κάνει μαθήματα στον θεατή, αλλά προσπαθεί να επιβεβαιώσει τις δικές της επιλογές. Στον καθρέφτη της βλέπει την οικογένειά της, που είναι κάθε άλλο παρά παραδοσιακή: την αποτελούν μία μαμά – άντρας, ένα υιοθετημένο παιδί κι ένας σύντροφος στις Φιλιππίνες. Ουσιαστικά εκείνη υποδύεται τους ρόλους της μάνας, της κόρης και της συζύγου από μακριά, μέσω Skype. Έχει ωστόσο εκπληκτική ηρεμία και αποφασιστικότητα».
Ο Γιάννης Μπουτάρης, μια ξεχωριστή προσωπικότητα, ιδιαίτερα οικεία στους Θεσσαλονικείς, βρίσκεται στο επίκεντρο της ταινίας του Δημήτρη Αθυρίδη Ένα βήμα μπροστά, η οποία εκτυλίσσεται το 2010, κατά το διάστημα της προεκλογικής εκστρατείας του σημερινού Δημάρχου Θεσσαλονίκης. Αναφερόμενος στο χρονικό των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης εξήγησε: «Δεν με ενδιέφερε τόσο να δώσω την εικόνα του πολιτικού, όσο να αναδείξω την ανθρώπινη πλευρά. Το πολιτικό παιχνίδι είναι εύκολο να καταγραφεί. Προσπάθησα να διατυπώσω τη διαχείριση των συναισθημάτων σε μία προεκλογική εκστρατεία. Έζησα μια ανεξέλεγκτη κατάσταση παρακολουθώντας την προεκλογική εκστρατεία, χρειάστηκε να δουλεύω μέχρι και 12 ώρες την ημέρα, προσπαθώντας να μπω κάπου όπου κανονικά δεν υπήρχε χώρος για μένα κι αυτό ήταν πολύ αγχωτικό». Η σχέση του σκηνοθέτη με τον κ. Μπουτάρη κατά τα γυρίσματα, όπως είπε ο ίδιος, ήταν καλή: «Του πρότεινα να γυρίσω την ταινία και δέχτηκε. Δεν μιλούσαμε πολύ, απλώς ήμουν εκεί που έπρεπε να είμαι. Σταδιακά διαπίστωσα ότι ο Γιάννης Μπουτάρης απολάμβανε την παρουσία μου, είχα γίνει κάτι σαν σκιά του και κάποιες φορές με έψαχνε». Σε ερώτηση για το εάν η εικόνα που είχε ο ίδιος από πριν στο μυαλό του για τον ήρωά του ανατράπηκε μετά την ταινία, ο σκηνοθέτης απάντησε: «Ναι, ανατράπηκε, με θετικό τρόπο. Τον ήξερα όπως όλοι οι Θεσσαλονικείς, ήταν ένα προβεβλημένο πρόσωπο μέσα από τις διάφορες δραστηριότητές του. Στην ταινία ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται είναι και ο τρόπος με τον οποίο τον παρουσιάζουν οι αντίπαλοί του». Όσο για το αν υπήρξαν σκηνές που ο «πρωταγωνιστής» του φιλμ ζήτησε να μην καταγραφούν, ο κ. Αθυρίδης απάντησε: «Ο ίδιος δεν μου ζήτησε ποτέ κάτι τέτοιο, πρόσωπα του περιβάλλοντός του όμως, ναι. Υπήρξαν στιγμές που μου ζήτησαν να κλείσω την κάμερα, αίτημα το οποίο φυσικά σεβάστηκα».
Ένας θρύλος της ελληνικής μουσικής σκηνής, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, είναι ο πρωταγωνιστής της ταινίας Welcome to the Show των Αλέξη Πόνσε και Κώστα Πλιάκου, ενός καθαρόαιμου μουσικού ντοκιμαντέρ. «Δεν μας ενδιέφερε να παρουσιάσουμε ροζ ιστορίες, πράγματα λίγο πολύ γνωστά, αλλά να αναδείξουμε όλη την γκάμα των μουσικών του τότε και του σήμερα. Συμπεριλάβαμε στην ταινία αρκετό αρχειακό υλικό, ποιήματα και animation», εξήγησε ο κ. Πόνσε. Ο κ. Πλιάκος πρόσθεσε: «Μέρος του αρχειακού υλικού μας το παραχώρησε η οικογένεια του Σιδηρόπουλου, ενώ άλλο το βρήκαμε από συνεργάτες του, ξεχασμένο σε συρτάρια - κυρίως κείμενα, φωτογραφίες και ένα μικρό βίντεο. Βασιστήκαμε κυρίως σε αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή, καθώς και άλλων, που πήραν τη σκυτάλη και συνεχίζουν τη μουσική κληρονομιά του». Σύμφωνα με τον κ. Πόνσε, αυτό που έκανε ξεχωριστό τον καλλιτέχνη ήταν ότι «έκανε κάτι επαναστατικό βάζοντας ελληνικό στίχο στη ροκ». Ο ίδιος διευκρίνισε: «Δεν προσπαθήσαμε να ωραιοποιήσουμε το πρόσωπο, να κάνουμε έναν μύθο, αλλά να δείξουμε την πραγματικότητα». Στο σημείο αυτό, ο κ. Πλιάκος συμπλήρωσε: «Ο μύθος του Σιδηρόπουλου, όπως διαμορφώθηκε κυρίως μετά θάνατον, εξηγείται με σαφή τρόπο: ήταν αποτέλεσμα ενός εναλλακτικού μάρκετινγκ. Ο άνθρωπος αυτός πειραματίστηκε με τη δημοτική κουλτούρα, το λαϊκό τραγούδι, τη δεκαετία του '70, όταν δύσκολα γινόταν αυτό από άλλους καλλιτέχνες. Έβαλε με ολοκληρωμένο τρόπο τον ελληνικό στίχο στη ροκ φόρμα». Όσο για το εάν ο Παύλος Σιδηρόπουλος είναι επίκαιρος σήμερα, ο κ. Πλιάκος τόνισε: «Το πνεύμα της πλατείας Εξαρχείων που τροφοδότησε με ενέργεια τις επόμενες γενιές, αναβιώνει σήμερα. Πολύς κόσμος ψάχνει το παρελθόν και ανακαλύπτει αυτούς τους ανθρώπους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Σιδηρόπουλος μιλάει για τον Αλί, μετανάστη από τις αραβικές χώρες, το '87- '88, εποχή που δεν υπήρχε ακόμη μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα, αυτός όμως το έβλεπε ήδη από τότε να έρχεται».
Το σύνολο των ελληνικών ταινιών του προγράμματος του 15ου ΦΝΘ χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων της φετινής διοργάνωσης, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.
Νέα