Στο πλαίσιο του Docs in Thessaloniki Pitching Forum 2013 του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013 στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, masterclass με τίτλο «Ανατομία της Πράξης του φόνου». Εισηγήτριες του masterclass, το οποίο αποτελεί συν-διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ντοκιμαντέρ EDN και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ήταν η παραγωγός Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν και η αντιπρόσωπος πωλήσεων Φιλίπα Kοβάρσκι.
Αφορμή για το εργαστήριο στάθηκε Η πράξη του φόνου των Τζόσουα Όπενχαϊμερ, Κριστίν Σιν και ανώνυμου σκηνοθέτη, ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα ευρωπαϊκά ντοκιμαντέρ της τελευταίας δεκαετίας, το οποίο προβάλλεται στη φετινή επετειακή διοργάνωση. Οι εισηγήτριες αποτελούν δύο από τους βασικούς συντελεστές που συνέβαλαν στην επιτυχία του φιλμ.
H Πράξη του φόνου έχει προκαλέσει θόρυβο στους κύκλους της διεθνούς βιομηχανίας ντοκιμαντέρ το τελευταίο διάστημα, ενώ απέσπασε το βραβείο κοινού στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου. Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι πρώην εκτελεστές που έδρασαν στην Ινδονησία, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν η κυβέρνηση της χώρας ανατράπηκε με πραξικόπημα, οι οποίοι στο ντοκιμαντέρ αναπαριστούν με τη μορφή ταινίας και θεατρικού έργου τους φόνους που διέπραξαν.
Η παραγωγός και η αντιπρόσωπος πωλήσεων του ντοκιμαντέρ εξήγησαν βήμα-βήμα πώς εργάστηκαν στα διάφορα στάδια της δημιουργίας της ταινίας και στη συνέχεια στην προώθηση και διανομή της στη διεθνή αγορά. Πρόκειται για ένα δυνατό ντοκιμαντέρ, το οποίο όμως δεν «πουλάει» από μόνο του, λόγω της δύσκολης θεματολογίας του και γι’ αυτό χρειάστηκε πολλή δουλειά, όπως επισήμανε στην αρχή της συζήτησης ο εκπρόσωπος του EDN, Όβε Ρίσε Γιένσεν.
H Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν είναι διευθύνουσα σύμβουλος και παραγωγός της εταιρίας Final Cut for Real, που εδρεύει στην Κοπεγχάγη. Όπως εξήγησε η ίδια, η ενασχόλησή της με την ταινία άρχισε πριν από πέντε χρόνια. «Άκουσα για πρώτη φορά για αυτό το ντοκιμαντέρ στο πλαίσιο ενός workshop σε κάποιο φεστιβάλ. Αναζήτησα τον σκηνοθέτη, Τζόσουα Οπενχάιμερ, ο οποίος βρισκόταν στην Ινδονησία, ρωτώντας τον εάν χρειαζόταν παραγωγό. Αυτός ξαφνιάστηκε και μου έστειλε τη διατριβή του, που σχετιζόταν με την κινηματογραφική του δουλειά. Τη διάβασα και του τηλεφώνησα ξανά και πιστεύω ότι η επιμονή αυτή που έδειξα –μου είπε ότι κανείς άλλος εκτός από εμένα και τον ίδιο δεν είχαμε διαβάσει τη διατριβή- τον έκαναν να πιστέψει ότι αξίζει να ασχοληθεί μαζί μου. Αρχίσαμε να μιλάμε, να βλέπουμε το υλικό που είχε συγκεντρώσει και να αναρωτιόμαστε πώς θα λειτουργούσε μια τέτοια ταινία σε ευρύ κοινό. Αυτή ήταν η μεγάλη μας πρόκληση».
Η ταινία είναι συμπαραγωγή Νορβηγίας και Βρετανίας, ενώ υποστηρίχθηκε οικονομικά από τηλεοπτικά κανάλια όπως το ZDF και το ARTE, καθώς και από το Δανέζικο και το Νορβηγικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. «Η διαδικασία των συμπαραγωγών είναι περίπλοκη, δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος για να εξασφαλίσεις χρηματοδότηση για τέτοια μεγάλα πρότζεκτ και να προσεγγίσεις το μεγάλο κοινό», παρατήρησε η κ. Σέρενσεν. Και πρόσθεσε: «Ήταν μία διαδικασία δύσκολη, που κράτησε χρόνια για μία ταινία που δεν έγινε με συνηθισμένο τρόπο. Ήταν δύσκολο να μιλάς για κάτι που ανάλογό του δεν είχε δει κανείς ως τότε». Περίπλοκη ήταν και η στρατηγική που ακολούθησαν οι δημιουργοί του ντοκιμαντέρ όσον αφορά στην προώθησή του. Η κ. Σέρενσεν ανέφερε σχετικά με αυτό το στάδιο: «Λίγο καιρό πριν ολοκληρωθεί το post production, αρχίσαμε να στέλνουμε επιστολές σε αντιπροσώπους πωλήσεων. Για να είμαι ειλικρινής δεν πήραμε πολλές απαντήσεις. Αναζητούσαμε κάποιον που θα καταλάβαινε την ταινία και θα την αγαπούσε, κάποιον που δεν θα ενδιαφερόταν μόνο να την πουλήσει σε τηλεοπτικά κανάλια, αλλά να την προωθήσει και σε φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες. Ήμασταν τυχεροί που βρήκαμε το κατάλληλο πρόσωπο».
Εν προκειμένω, το κατάλληλο πρόσωπο ήταν η Φιλίπα Κοβάρσκι, που πήρε το λόγο αμέσως μετά, στο masterclass. «Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν ήταν από τα πιο εύκολα, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν με ενδιαφέρουν τα εύκολα, δεν ξέρω πώς να τα χειριστώ. Με συγκίνησε όταν σε κάποιο pitching forum ήρθε η Σίγκνε και μου είπε: ‘’αυτό το φιλμ αξίζει να το βάλεις στον κατάλογό σου’’. Κι όταν είδα το DVD –κατά σύμπτωση στη διάρκεια μιας πτήσης- δεν μπορούσα να περιμένω να προσγειωθεί το αεροπλάνο για να αναλάβω δράση. Ήρθα σύντομα σε επαφή με τη Σίγκνε και ξεκινήσαμε αμέσως τις συζητήσεις για τη στρατηγική που θα ακολουθούσαμε για την προώθηση της ταινίας».
Δύο γεγονότα είχαν καίρια σημασία για την ταχύτατη διάδοση της φήμης του ντοκιμαντέρ: η προβολή του στα Φεστιβάλ του Telluride και του Τορόντο. «Το πρώτο είναι ένα σχετικά μικρό φεστιβάλ, που διαρκεί μόλις τρεις – τέσσερις μέρες, σε μία ορεινή περιοχή του Ντένβερ και δεν περιλαμβάνει πάνω από 20 ταινίες. Αν πας όμως εκεί, είναι σίγουρο ότι όλοι θα δουν την ταινία σου. Έτσι, όταν στη συνέχεια βρεθήκαμε σε μία πολύ μεγάλη διοργάνωση, το Φεστιβάλ του Τορόντο, είχαμε αποκτήσει «αποσκευές», καθώς είχε ήδη αρχίσει να υπάρχει μία φημολογία για την Πράξη του φόνου. Όλοι έλεγαν ‘’πρέπει να τη δεις αυτήν την ταινία’’», θυμήθηκε η κ. Κοβάρσκι. Και συνέχισε: «Στο Τορόντο η ταινία είχε να αντιμετωπίσει ισχυρό ανταγωνισμό, μεγάλες παραγωγές που δεν ανήκουν στον χώρο του ντοκιμαντέρ, όπως το Argo, αφίσες του οποίου κυκλοφορούσαν σε όλα τα λεωφορεία της πόλης». Παρά τον ανταγωνισμό, το ντοκιμαντέρ προκάλεσε αίσθηση και πήρε «διαβατήριο» για πολλά ακόμη μεγάλα φεστιβάλ, όπως η Μπερλινάλε, όπου πραγματοποίησε και την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της. «Από εκεί και πέρα, μας καλούσαν παντού», τόνισε η κ. Σέρενσεν, προσθέτοντας πάντως ότι «στο Βερολίνο, ανάμεσα σε τόσο μεγάλες ταινίες και διάσημα ονόματα, νιώσαμε κάπως έξω από τα νερά μας».
Επιπλέον, η κ. Σέρενσεν επεσήμανε ότι για την προώθηση ενός ντοκιμαντέρ όπως η Πράξη του φόνου δεν αρκεί ένα τυπικό «πακέτο», λέγοντας: «Δεν αρκούσε ένα pitching τριών λεπτών. Έπρεπε να εξηγήσουμε όλη την ιστορία του φιλμ». Επάνω στο ζήτημα αυτό η κ. Κοβάρσκι συμπλήρωσε: «Καθώς τόσο ο Τζόσουα Οπενχάιμερ όσο και η Σίγκνε Μπίργκε Σέρενσεν έχουν ακαδημαϊκό υπόβαθρο, είναι σε θέση αν γράψουν πολύ καλά κείμενα, πράγμα το οποίο εκμεταλλευτήκαμε στο σημείωμα της παραγωγής. Φυσικά δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να γράψει έτσι. Υπάρχουν όμως καλοί συγγραφείς παντού. Αν βρείτε έναν καλό συγγραφέα να ξέρετε ότι θα κάνετε καλύτερη εντύπωση στα ΜΜΕ, πράγμα που είναι κρίσιμο για τη διαδρομή μιας ταινίας».
Σε ερώτηση για τις δυσκολίες που συνάντησαν στα γυρίσματα, η κ. Σέρενσεν απάντησε: «Παραδόξως, δεν υπήρξε δυσκολία στο να κάνουμε τον βασικό ήρωα Ανουάρ Κόνγκο και τους φίλους του –όλοι τους μαζικοί εκτελεστές- να μιλήσουν. Συμφώνησαν πρόθυμα να μας πουν τις ιστορίες τους και μάλιστα με υπερηφάνεια. Κανείς δεν μας ζήτησε να βγάλουμε κάποια άδεια και μάλιστα η αστυνομία ήταν πρόθυμη να συνεργαστεί. Δυσκολίες αντιμετωπίσαμε μόνο όταν χρειάστηκε να μιλήσουμε με οικογένειες θυμάτων». Η ταινία έχει ήδη παρουσιαστεί σε ειδικές προβολές στην Ινδονησία. Η κ. Σέρενσεν πρόσθεσε σχετικά: «Ήμασταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και συνεργαστήκαμε με οργανώσεις που εμπιστευόμασταν. Οι αντιδράσεις των θεατών ήταν απρόσμενες. Ο ίδιος ο Ανουάρ, που υποδύεται στην ταινία τον εαυτό του και αναπαριστά τις αποτρόπαιες πράξεις του, συγκινήθηκε στην προβολή. Ο άνθρωπος αυτός είναι διχασμένος, έχει αρχίσει να νιώθει τύψεις για τις πράξεις του. Δεν λέω ότι πρόκειται να δουλέψει σε... ανθρωπιστική οργάνωση, έχει αρχίσει όμως να αλλάζει».