15ο ΦΝΘ: Ανοιχτή συζήτηση «Πρόσβαση στη ζωή»

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
«Πρόσβαση στη ζωή»

Στο πλαίσιο του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 23 Μαρτίου 2013, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, ανοιχτή συζήτηση με τίτλο «Πρόσβαση στη ζωή», με αφορμή την ταινία Φωτιά στο αίμα του Ντίλαν Μόαν Γκρέι, που προβλήθηκε στη φετινή διοργάνωση. Το βασικό θέμα της συζήτησης ήταν η πρόσβαση στα γενόσημα φάρμακα και το πώς τόσο οι φαρμακευτικές εταιρείες όσο και οι κυβερνήσεις της Δύσης την εμποδίζουν συνειδητά. Στη συζήτηση συμμετείχαν ο γιατρός και υπεύθυνος προγραμμάτων στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, Απόστολος Βεΐζης, ο καθηγητής υγιεινής, κοινωνικής ιατρικής και πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας Αλέξης Μπένος, ενώ στο θέμα τοποθετήθηκε και μέσω SKYPE, ο σκηνοθέτης της ταινίας Ντίλαν Μόαν Γκρέι.

Ανοίγοντας τη συζήτηση ο δημιουργός της ταινίας, επεσήμανε ότι κεντρικό ζήτημα στο θέμα των γενοσήμων είναι το μονοπώλιο στην πατέντα, που διατηρούν οι φαρμακοβιομηχανίες. «Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τη διαφορά τιμής. Αν για παράδειγμα η γρίπη των πτηνών εξελιχθεί σε πανδημία οι κυβερνήσεις δεν θα αφήσουν τους πληθυσμούς χωρίς φάρμακο», εξήγησε. Ο κ. Γκρέι σχολίασε την κατάσταση στην Ελλάδα, λέγοντας ότι οι φαρμακοβιομηχανίες καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να δυσφημίσουν τα γενόσημα, για να διατηρήσουν το μερίδιο αγοράς και τα κέρδη τους, και κάλεσε τον κόσμο να μην σκέφτεται ότι οι πολυεθνικές είναι αήττητες.

Σε ερώτηση του κοινού για το πώς αποφάσισε να κάνει την ταινία, ο σκηνοθέτης σημείωσε ότι η ιδέα γεννήθηκε το 2004 όταν διάβασε ένα άρθρο για τα γενόσημα αντιρετροϊκά φάρμακα. Ήρθε σε επαφή με τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο δημοσίευμα, δίχως ωστόσο να έχει πάρει την απόφαση να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ. «Συνειδητοποίησα ότι οι πληροφορίες ήταν ελάχιστες, υπήρχαν μόνο κάποια επιφανειακά δημοσιεύματα και το θέμα έμενε στη σκιά. Η σημασία του όμως με οδήγησε στην απόφαση να κάνω αυτή την ταινία». Όπως υπογράμμισε ο δημιουργός, το εγχείρημα είχε πολλές προκλήσεις, καθώς συνδύαζε θέματα υγείας, πολιτικής, διεθνούς εμπορίου, πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στα ζητήματα των ασθενών με HIV-AIDS υπήρχε έντονη και η κοινωνική διάσταση. Το βασικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε είναι το πόσο επικίνδυνα μπορούν να γίνουν τα μονοπώλια στο χώρο της υγείας. «Οι φαρμακοβιομηχανίες υποστηρίζουν ότι η έρευνα και παραγωγή είναι εξαιρετικά δαπανηρές, αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι φαρμακευτικές εταιρείες επενδύουν περισσότερο σε φάρμακα όπως το βιάγκρα. Το 80% της έρευνας χρηματοδοτείται με δημόσιο χρήμα, για αυτό οι κυβερνήσεις πρέπει να πάψουν να μεταφέρουν μονοπωλιακά δικαιώματα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που δεν εξυπηρετούν το κοινό καλό».

Ενδιαφέροντα στοιχεία για την πρόσβαση των πληθυσμών σε φαρμακευτική αγωγή έδωσε ο γιατρός και υπεύθυνος προγραμμάτων στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ), Απόστολος Βεΐζης. Όπως εξήγησε οι ΓΧΣ δραστηριοποιούνται από το 1971 και σήμερα έχουν παρουσία σε 65 χώρες, παρέχοντας υπηρεσίες υγείας σε 8 εκατομμύρια ασθενείς. Στα ιατρεία των ΓΧΣ λαμβάνουν θεραπευτική αγωγή 200.000 ασθενείς του ιού του HIV-AIDS, 30.000 που πάσχουν από φυματίωση και 50.000 από καλαζάρ. Σύμφωνα με στοιχεία της οργάνωσης το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση σε φάρμακα, καθώς είτε είναι ακριβά είτε σε πολλές περιπτώσεις σταμάτησε η παραγωγή τους καθώς οι βιομηχανίες δεν έκριναν ότι θα τους αποφέρει κέρδος. Το 1996 οι φαρμακοβιομηχανίες αύξησαν τις τιμές των αντιρετροϊκών φαρμάκων για την αγωγή του HIV-AIDS σε 15.000 δολάρια ανά ασθενή το χρόνο. Τότε έγιναν εκστρατείες υπέρ της πρόσβασης στα βασικά φάρμακα και ασκήθηκε πίεση σε κυβερνήσεις και εταιρείες προκειμένου να επενδύσουν στην έρευνα. Σήμερα οι ΓΧΣ χρησιμοποιούν θεραπευτική αγωγή με γενόσημα που κοστίζουν 80 δολάρια ανά ασθενή το χρόνο (με αποτελεσματικότητα 95 έως 98%), ενώ το κόστος των πρωτότυπων φαρμάκων παραμένει 15.000 ετησίως. Το 2003 οι ΓΧΣ πραγματοποίησαν εκστρατεία για τα φάρμακα για “ξεχασμένες ασθένειες”, ώστε δημόσιοι φορείς να πραγματοποιήσουν έρευνα και ανάπτυξη φαρμάκων, για να μην υφίσταται πατέντα. Ο κ. Βεΐζης ανέφερε ως παράδειγμα την έλλειψη έρευνας στη φυματίωση, η οποία διαγιγνώσκεται ακόμα με τη μέθοδο του 19ου αιώνα, ενώ τα εμβόλια κατά της ασθένειας είναι τα ίδια από το 1920 και τα φάρμακα από το 1950. Κάθε χρόνο πεθαίνουν 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι από φυματίωση, ακόμη και στις μέρες μας.

Όπως είπε ο κ. Βεϊζης «σήμερα εξελίσσεται μάχη μεταξύ της ΕΕ και της κυβέρνησης της Ινδίας, μεγάλης παραγωγού γενοσήμων, για να επιτευχθεί ειδική εμπορική συμφωνία. Σε παγκόσμιο επίπεδο δυσκολεύουν τα πράγματα και από το 2016 ακόμα και οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες θα βάζουν αυστηρότερους κανόνες για τις πατέντες. Εν ονόματι της προστασίας της καινοτομίας και εν ονόματι της κρίσης, μειώνονται τα όπλα μας ως γιατρών». Στη συνέχεια ο κ. Βεϊζης κάλεσε το κοινό να συμμετάσχει στην εκστρατεία της οργάνωσης σχετικά με την συμφωνία που επεξεργάζεται η ΕΕ με την Ινδία.

Από την πλευρά του ο καθηγητής Αλέξης Μπένος σχολίασε ότι ακόμα και αν οι φαρμακοβιομηχανίες πληρώσουν πρόστιμα της τάξης του 1,5 δις δολαρίων, όπως συνέβη με τη φαρμακευτική εταιρία Eli Lilly στις ΗΠΑ, τα κέρδη τους είναι πολλαπλάσια.

Μιλώντας για το τοπίο στην Ελλάδα, σχολίασε ότι την τελευταία δεκαετία οι διαδοχικοί υπουργοί υγείας «κατάφεραν να δυσφημίσουν τα γενόσημα. Φωνάζαμε όσο μπορούσαμε υπέρ του γενοσήμου και τότε μας έλεγαν ότι ''τα παίρνουμε'' από τις εταιρείες γενοσήμων. Σε χώρες όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία το γενόσημο θεωρείται αυτονόητο. Τελικά το γενόσημο υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής ελέγχου των δημόσιων δαπανών, αλλά έγινε με λάθος τρόπο. Με βάση τις υπουργικές αποφάσεις οι τιμές στο γενόσημο πρέπει να είναι στο 80% της τιμής του πρωτότυπου. Σήμερα έχουν διαλυθεί πλήρως οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την πραγματική σύσταση και ποιότητα των φαρμάκων».

Το βασικό ερώτημα για τον κ. Μπένο είναι αν το φάρμακο είναι εμπόρευμα ή κοινωνικό αγαθό. Όπως είπε, μπορεί η ελονοσία να αφορά εκατομμύρια ανθρώπους «αλλά η βιομηχανία δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ γιατί η αγορά είναι μικρή. Η φαρμακοβιομηχανία επιθυμεί το κέρδος και για αυτό δημιουργεί νέες ανάγκες, φάρμακα lifestyle για τους καταναλωτές στον δυτικό κόσμο. Από το 1975 έως το 2004 δημιουργήθηκαν 1556 νέα φάρμακα. Μόλις 1,3 από αυτά ήταν για ασθένειες που στοιχίζουν ζωές». Για τον ίδιο, είναι σημαντικό «να έχουμε εθνική φαρμακοβιομηχανία, για τις ανάγκες και όχι για το κέρδος. Αυτό δεν μπορείς να το περιμένεις από μια ιδιωτική εταιρεία αλλά από το δημόσιο σύστημα».

Ένας παρευρισκόμενος, ειδικευόμενος γιατρός παρατήρησε ότι ο ιατρικός κόσμος παραμένει διστακτικός καθώς τα γενόσημα παρουσιάστηκαν ως φάρμακα που δεν περνούν από την ίδια διαδικασία πιστοποίησης (παρά μόνο συγκρίνονται με το πρωτότυπο) και δημιουργήθηκαν αμφιβολίες για το αν πληρούνται οι όροι υγιεινής και τεχνικού ελέγχου επειδή παράγονται σε μη δυτικές χώρες. Πάνω σ’ αυτό, ο κ. Γκρέι σχολίασε ότι οι όροι ελέγχου είναι το ίδιο αυστηροί στην Ινδία με αυτούς που θέτει ο FDA στις ΗΠΑ και ότι σε κάθε περίπτωση τα γενόσημα αντιρετροϊκά φάρμακα χρηματοδοτούνται από παγκόσμιο ταμείο και λαμβάνουν πιστοποίηση από τον παγκόσμιο οργανισμό υγείας πριν εξαχθούν στην Αφρική. «Συχνά δε, οι έλεγχοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί και οι εγκαταστάσεις παραγωγής πολύ πιο σύγχρονες σε σύγκριση με χώρες του αναπτυγμένου κόσμου. Στην Ελλάδα απ’ ότι καταλαβαίνω υπάρχει τεράστια παραπληροφόρηση. Είναι σοκαριστικό που δεν έχει υπάρξει σωστή ενημέρωση για τα γενόσημα», κατέληξε.