Ο Αλέξανδρος Αβρανάς στο 58ο ΦΚΘ

Αμέσως μετά, η υπεύθυνη επικοινωνίας του Φεστιβάλ Δήμητρα Νικολοπούλου, η οποία συντόνισε τη συνέντευξη Τύπου, καλωσόρισε με τη σειρά της τον έλληνα σκηνοθέτη, δηλώνοντας πως πρόκειται για ένα παλιό γνώριμο και φίλο του Φεστιβάλ, καθώς έχουν προβληθεί στη Θεσσαλονίκη και οι δύο παλαιότερες ταινίες του, Without (2008) και Miss Violence (2013). Στη συνέχεια, αφότου αναφέρθηκε επιγραμματικά στη βασική πλοκή της ταινίας, η οποία βασίζεται σε μία πρόσφατη αληθινή ιστορία πρωτοφανούς σκληρότητας, ζήτησε από τον Αλέξανδρο Αβρανά να εξηγήσει ποιοι ήταν οι λόγοι που τον οδήγησαν να μεταφέρει το συγκεκριμένο βίαιο περιστατικό στη μεγάλη οθόνη.

Ο σκηνοθέτης μίλησε αρχικά για το συμβάν που αποτέλεσε την πρώτη ύλη της ταινίας, ένα άγριο φονικό που συνέβη το 2011, όταν ένα ζευγάρι δολοφόνησε μία νεαρή μετανάστρια, στο πλαίσιο μιας καλοστημένης απάτης, με σκοπό την είσπραξη της αποζημίωσης από μία ασφάλεια ζωής. Ο έλληνας σκηνοθέτης διευκρίνισε, πάντως, πως το φινάλε της ταινίας, καθώς και το εύρημα της παρένθετης μητέρας, αποτελούν ξεκάθαρα στοιχεία μυθοπλασίας, ενώ στην ταινία δεν απεικονίζεται μία ιδιαίτερα βάναυση πτυχή της αληθινής ιστορίας, το γεγονός ότι η νεαρή μετανάστρια απανθρακώθηκε μπροστά στα μάτια του ίδιου της του παιδιού. «Σκοπός μου ήταν να καταδείξω ότι στην εποχή μας ο κόσμος κλείνεται πλέον στο καβούκι του, προσπαθώντας να διαφυλάξει τα όποια κεκτημένα του, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα αποξένωσης, μοναξιάς και απομόνωσης. Η κρίση, φυσικά, έχει διαδραματίσει τον δικό της ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, αλλά δεν έχει υπάρξει ο καθοριστικός παράγοντας αυτού του φαινομένου», δήλωσε ο κ. Αβρανάς.

Στη συνέχεια, μιλώντας για το κατά πόσο είχε ως πρόθεση να θίξει το ζήτημα της μόλυνσης του οικογενειακού κυττάρου ως αντανάκλαση μίας συνολικής κοινωνικής παθογένειας, ο σκηνοθέτης εξήγησε πως αυτή τη φορά δεν είχε κατά νου τόσο την οικογένεια, στην πυρηνική της μορφή, όσο την κατάρρευση των ηθικών αξιών, καθώς και το πώς καταλήγουν να αλλοιώνονται έννοιες όπως ο έρωτας, η αγάπη και η φιλία στους καιρούς που ζούμε. «Τα ηθικά όρια αυτή την εποχή όχι απλώς χαλαρώνουν, αλλά τείνουν να εξαλειφθούν, καθώς έχουμε εγκλωβιστεί στους εαυτούς μας και τις τεχνητές μας ανάγκες, ανίκανοι να συνυπάρξουμε ουσιαστικά με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Από αυτή την κατάσταση πηγάζει και η σκληρότητα της ταινίας, για την οποία είναι πολύ εσφαλμένο να ειπωθεί, κατά τη γνώμη μου, ότι ρέπει προς οποιονδήποτε μισογυνισμό. Ήθελα να ωθήσω τον θεατή της ταινίας να αναλογιστεί ότι καταλήγει να έχει αισθήματα οίκτου και αλληλεγγύης απέναντι σε ένα χαρακτήρα, τον οποίο μέχρι πριν από λίγο θεωρούσε ένα στυγνό δολοφόνο», προσέθεσε χαρακτηριστικά.

Στη συνέχεια, ο κ. Αβρανάς έκανε λόγο για την έννοια της τιμωρίας που διατρέχει την ταινία του, προβαίνοντας μάλιστα σε έναν παραλληλισμό με το μυθιστόρημα Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, όπου ο πρωταγωνιστής Ρασκόλνικοφ επιλέγει να συλληφθεί και να καταδικαστεί για το έγκλημά του, παρόλο που έχει τη δυνατότητα να διαφύγει. Ο σκηνοθέτης εξήγησε πως ο βασικός γυναικείος χαρακτήρας της ταινίας αφήνεται εκούσια σε μία τιμωρία, διότι αναζητεί μία δίοδο προς την εξιλέωση και την προσωπική κάθαρση, μέσα από τον πόνο και την οδύνη. «Η ηρωίδα αφέθηκε και δεν αντιστάθηκε, ούτε κρύφτηκε, μολονότι είχε τη δυνατότητα. Αφέθηκε γιατί πασχίζει να ανακαλύψει τη δική της αλήθεια σε ένα κόσμο όπου πάντες είναι χαμένοι εξαρχής και εκ των προτέρων. Όσο μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε, βιώνουμε ένα συναίσθημα αδικίας για τα όσα νιώθουμε πως αξίζαμε, αλλά ποτέ δεν λάβαμε, και εκτρεπόμαστε προς την αυτοδικία και την αρπαγή. Παράλληλα, πρόκειται και για μια διαδικασία εναπόθεσης ελπίδας και πίστης στον σύζυγό της, ο οποίος την προδίδει ανενδοίαστα. Η προδοσία είναι πολλαπλή και προς πάσα κατεύθυνση στην ταινία», συμπλήρωσε σχετικά.

Επιπλέον, ο σκηνοθέτης μίλησε και για την κομβική έννοια της αγάπης στην ταινία του, η οποία άλλωστε φιγουράρει εμφατικά και στον τίτλο. «Στο Love me Νot, η αγάπη προσεγγίζεται μέσα από την απουσία της. Ο τίτλος της ταινίας είναι σε προστακτική μορφή. Εν ολίγοις, μην με αγαπήσεις, διότι δεν θα είμαι σε θέση να στο ανταποδώσω, να σου δώσω όσα οφείλει να προσφέρει κάποιος που αγαπά», δήλωσε σχετικά.

Απαντώντας στη συνέχεια σε ερωτήσεις του κοινού, ο κ. Αβρανάς αναφέρθηκε και σε μία συγκεκριμένη σκηνή του φιλμ, αυτή της επίσκεψης του πρωταγωνιστικού ανδρικού χαρακτήρα στη θεία του. «Η σκηνή της επίσκεψης, πέρα από τη λειτουργική της αξία, καθώς προσφέρει το άλλοθι στον ανδρικό χαρακτήρα την ώρα που συντελείται ένας φόνος, έχει ως σκοπό να καταδείξει μία ανθρώπινη πλευρά, η οποία είναι όμως φτιαχτή και απορρέει από τους κανόνες της χρηστής συμπεριφοράς. Το Love me Not μοιάζει με σκυταλοδρομία, όπου περνάμε από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο, αλλά πρέπει ανά πάσα στιγμή να μην νιώθουμε ότι έχουμε απομακρυνθεί από αυτόν που μόλις έχουμε αφήσει πίσω μας. Σε γενικές γραμμές, η ταινία προσπαθεί συνεχώς να γκρεμίσει ό,τι έχει μόλις χτίσει. Διαθέτει μία δύσκολη δομή, χωρίς τα εμφατικά γεγονότα που επιφέρουν μία άμεση συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Σκοπός μου είναι να παρακινήσω τον θεατή να είναι συνεχώς υποψιασμένος πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει από αυτό που βλέπει στην οθόνη ως αρχικό ερέθισμα. Ήταν μία πολύ δύσκολη διαδικασία, η οποία ομολογώ πως με κούρασε δεόντως», κατέληξε.

Στο τέλος της συνέντευξης Τύπου, ο λόγος δόθηκε στις δύο ηθοποιούς που ενσάρκωσαν τους δύο βασικούς γυναικείους χαρακτήρες της ταινίας, την Ελένη Ρουσσινού και τη Celestine Aposporis, προκειμένου να περιγράψουν το πώς βίωσαν την εμπειρία των γυρισμάτων του φιλμ. «Όποτε ερωτώμαι για το πώς ένιωσα στα γυρίσματα μιας ταινίας και το πώς προετοιμάστηκα για έναν απαιτητικό ρόλο, ειλικρινά δυσκολεύομαι πολύ να απαντήσω, διότι πρόκειται για μία διαδικασία πολύ βαθιά και προσωπική. Θα αρκεστώ να αναφέρω ότι ήταν απόλαυση για μένα να δουλεύω με ένα σκηνοθέτη που γνωρίζει ακριβώς τι θέλει από κάθε ηθοποιό, ενώ οφείλω να πω ότι η συνεργασία με όλους τους συντελεστές της ταινίας υπήρξε άψογη», δήλωσε αρχικά η κα. Ρουσσινού.

Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε εκ νέου ο σκηνοθέτης, ο οποίος πληροφόρησε το κοινό πως για τον ρόλο που εν τέλει δόθηκε στη Celestine Aposporis είχε προηγηθεί ανοιχτό κάστινγκ, στο οποίο συμμετείχαν 1.100 άτομα. «Όταν διατεινόμαστε πως θέλουμε να κινηθούμε εκτός του κυρίως συστήματος, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε βήμα και σε νέους ανθρώπους, όχι για τον αυτοσκοπό της ανακάλυψης κάποιου νέου αστεριού, αλλά γιατί είναι απαραίτητο να δίνουμε ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους και να μην ενισχύουμε αυτό το σύστημα ανακύκλωσης των ίδιων προσώπων που κυριαρχεί στο ελληνικό σινεμά. Όσο για τη Celestine, μπορώ να πω ότι, όπως πράττουν όλοι οι νέοι άνθρωποι με φιλοδοξίες, όρμησε με πάθος στην ευκαιρία που της δόθηκε», ανέφερε σχετικά. Η Celestine Aposporis πήρε τον λόγο αμέσως μετά, δηλώνοντας πως η συμμετοχή της στο φιλμ θα της μείνει αξέχαστη, καθότι ήταν ο πρώτος ρόλος στην καριέρα της ως ηθοποιού, ενώ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει πως η συνεργασία με τον Αλέξανδρο Αβρανά, αλλά και τους υπόλοιπους ηθοποιούς, υπήρξε υποδειγματική.