Πώς πραγματοποιείται μια διεθνής συμπαραγωγή; Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να ενδιαφέρει το κοινό διαφορετικών χωρών; Γιατί ένας κινηματογραφιστής να επιδιώξει να βρει εταίρους εκτός συνόρων και τι έχει να κερδίσει από αυτή την εξωστρέφεια; Αυτά είναι ορισμένα από τα ερωτήματα που απάντησε η Μαντλέν Αβραμούση, commissioning director του γαλλικού καναλιού Arte France, στην ενημερωτική συνάντηση με θέμα «Πώς να κάνετε μια διεθνή συμπαραγωγή», που πραγματοποιήθηκε με μέλη της Ένωσης Ελληνικού Ντοκιμαντέρ, την Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018 στην αίθουσα Τάκης Κανελλόπουλος του Μουσείου Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα το Φεστιβάλ τίμησε την κ. Αβραμούση για την προσφορά της στον χώρο και την τέχνη του ντοκιμαντέρ, και ιδιαίτερα για την πολύτιμη στήριξή της στο θεσμό του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης εδώ και πολλά χρόνια.
Αντλώντας παραδείγματα από την πολυετή εμπειρία της στο χώρο των διεθνών συμπαραγωγών, η κ. Αβραμούση ανέλυσε τα διαφορετικά στάδια που χρειάζονται για την ολοκλήρωση μια διεθνούς συμπαραγωγής ντοκιμαντέρ, παρέχοντας παράλληλα στους παρευρισκόμενους πολύτιμες συμβουλές.
Γιατί ένας δημιουργός ντοκιμαντέρ να επιδιώξει το δρόμο της διεθνούς συμπαραγωγής;
«Στη διεθνή αγορά κανείς δεν μπορεί να χρηματοδοτήσει ντοκιμαντέρ μόνος του. Συνεπώς, υπάρχουν δύο δρόμοι: Ο ένας αφορά δημιουργούς που αποφασίζουν να μείνουν στην εγχώρια αγορά, παράγοντας ντοκιμαντέρ μόνο γι’ αυτή και είναι ικανοποιημένοι με αυτό. Τον άλλο δρόμο επιλέγουν οι δημιουργοί που αισθάνονται ότι υπάρχει ευαισθησία, ταλέντο, ποίηση στην Ελλάδα και διακατέχονται από την ανάγκη να μοιραστούν όλα αυτά με όσο δυνατόν περισσότερους ανθρώπους εκεί έξω. Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε το δικό μας λόγο, τη δική μας φωνή μέσα από τα ντοκιμαντέρ. Πιστεύω ακράδαντα ότι η τέχνη είναι όπλο πολιτικό και αισθάνομαι τυχερή που ανατράφηκα στη Γαλλία, σε μια χώρα που δε βλέπει την τέχνη ως προϊόν. Ειδικά στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον με όλους τους κινδύνους που μας απειλούν και τη μετατόπιση των δυνάμεων, θεωρώ ότι είναι πιο επιτακτική από ποτέ η ανάγκη να αφηγηθούμε τις δικές μας ιστορίες», σημείωσε η κ. Αβραμούση.
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που καλείται να κάνει ο σκηνοθέτης ο οποίος ενδιαφέρεται να ακολουθήσει το δρόμο της διεθνούς συμπαραγωγής;
«Αρχικά, γράφει την ιστορία του σε μία περιεκτική σελίδα που να περιλαμβάνει την ουσία της και τους λόγους που πιστεύει ότι πρέπει να ειπωθεί. Δεν αρκεί ένας τίτλος ή μια ιδέα. Ιδέες υπάρχουν παντού. Έπειτα, με την ιστορία καταγεγραμμένη σε αυτήν τη σελίδα προσεγγίζει τον κατάλληλο παραγωγό. Πολλοί κάνουν το λάθος σε αυτό το στάδιο και προσεγγίζουν εμένα, δηλαδή commissioning editors. Αυτό είναι εσφαλμένο βήμα γιατί οι commissioning editors είναι εξειδικευμένοι ως προς τη θεματολογία ανάλογα με τη ζώνη τηλεθέασης στην οποία είναι υπεύθυνοι. Είναι χάσιμο χρόνου το να έρχεται κάποιος σε μένα, που ειδικεύομαι στα πορτρέτα, για παράδειγμα, με ένα ντοκιμαντέρ για την επιστήμη. Συνεπώς, ο δημιουργός πρέπει πρώτα να εντοπίσει τον κατάλληλο παραγωγό που θα είναι ενημερωμένος ως προς τις ζώνες τηλεθέασης, τις περιγραφές τους ως προς το κοινό όπου απευθύνονται και τους εξειδικευμένους commissioning editors».
Ποιος είναι ο ρόλος του παραγωγού;
«Καταρχήν, είναι αυτός που θα εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση για την ανάπτυξη της ιδέας. Πρόκειται για ένα βασικό στάδιο, όπου πραγματοποιείται η έρευνα και η συλλογή του υλικού. Αποφασίζεται η δομή της ιστορίας και αρχίζει το χτίσιμό της. Είναι πολύ σημαντικό να συγκροτούνται ομάδες με παραγωγούς άλλων χωρών που έχουν δυνατότητα χρηματοδότησης, όπως οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Σκανδιναβοί, οι Δανοί. Αυτές οι χώρες είναι ‘ανοιχτές’ και οι παραγωγοί τους έχουν τη γνώση για να προσανατολίσουν τους σκηνοθέτες στους κατάλληλους χρηματοδότες ή άλλους επαγγελματίες. Μια από τις βασικές πτυχές του ρόλου του παραγωγού είναι να βοηθήσει τον σκηνοθέτη να αναγνωρίσει σε ποια ζώνη τηλεθέασης ανήκει θεματικά το ντοκιμαντέρ του και συνεπώς ποιον άνθρωπο πρέπει να πλησιάσει. Μετά την επεξεργασία της ιστορίας, ο παραγωγός είναι αυτός που θα αναλάβει τη διεκπεραίωση του συμβατικού μέρους με το δίκτυο που θα κάνει τη συμπαραγωγή και θα χρηματοδοτήσει το πρότζεκτ. Ο παραγωγός είναι αυτός που θα συνδιαλεχθεί με τη διεύθυνση του καναλιού για το οικονομικό σκέλος της συνεργασίας. Γι΄ αυτό είναι σημαντικό να έχει οικονομικές γνώσεις, να ξέρει πως να προϋπολογίζει έξοδα και να συντάσσει οικονομικό πλάνο».
Με ποιον τρόπο εντοπίζει και προσεγγίζει κανείς τον παραγωγό, ειδικά αν πρόκειται για παραγωγό άλλης χώρας που έχει τη δυνατότητα χρηματοδότησης;
«Καταρχήν σε φεστιβάλ όπως αυτό εδώ. Ειδικά το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είναι τόσο ανθρώπινο που είναι εύκολο μέσα από αυτό να κάνεις γνωριμίες, να χτίσεις επαγγελματικές σχέσεις και να επενδύσεις με τον καιρό σε αυτές. Είναι σπουδαία επίσης η συμβολή εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σχολών, όπως το EuroDoc και το Documentary Campus. Αφενός, οι συμμετέχοντες σε αυτά μαθαίνουν να μιλάνε την ίδια 'γλώσσα'. Αφετέρου, οι επαγγελματίες του κινηματογράφου δικτυώνονται μέσα από αυτά, καθώς γνωρίζουν και δημιουργούν σχέσεις με ομόλογους τους σε πολλές διαφορετικές χώρες. Έτσι αργότερα, όταν αποφασίσουν να κάνουν ένα ντοκιμαντέρ, θα μπορούν να ανατρέξουν σε αυτούς τους ανθρώπους για συστάσεις για παραγωγούς άλλων χωρών».
Με ποιον τρόπο εξασφαλίζεται και η υπόλοιπη χρηματοδότηση ούτως ώστε να ολοκληρωθεί η δημιουργία του ντοκιμαντέρ;
«Όσον αφορά στη χρηματοδότηση, αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία, για παράδειγμα, είναι ότι το τηλεοπτικό δίκτυο που κάνει μια συμπαραγωγή παρέχει το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού. Το επόμενο βήμα είναι να αναζητηθεί και ο επόμενος χρηματοδότης. Σε αυτό το στάδιο αποδεικνύεται η σπουδαιότητα της δικτύωσης κυρίως των παραγωγών, αλλά και των σκηνοθετών. Αυτό που θα κάνει ο ξένος συμπαραγωγός είναι να παρουσιάσει το πρότζεκτ στην αντίστοιχη δημόσια επιτροπή χρηματοδότησης της χώρας του. Πιθανότατα να πετύχει μία χρηματοδότηση της τάξεως των 40.000 ή 50.000 ευρώ. Αυτό το ποσό συνήθως συνοδεύεται με τη δέσμευση να αξιοποιηθούν στην παραγωγή επαγγελματίες της βιομηχανίας της εν λόγω χώρας, για παράδειγμα για τη μουσική επένδυση της ταινίας ή το μοντάζ. Αυτό συμβαίνει στη Γαλλία. Αυτός ο δημιουργικός διάλογος ανάμεσα σε επαγγελματίες διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας μόνο να ευνοήσει μπορεί το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Το επόμενο και τελικό στάδιο χρηματοδότησης αφορά στον ίδιο τον παραγωγό και τον commissioning editor οι οποίοι αναλαμβάνουν το pitching σε άλλες αγορές και τηλεοράσεις».
Ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος του commissioning editor και γιατί έχει τόση σημασία οι παραγωγοί να γνωρίζουν το αντικείμενο του κάθε commissioning editor;
«H δυτική τηλεόραση είναι οργανωμένη σε (slots) χρονικές ζώνες τηλεθέασης. Αυτές οι ζώνες έχουν τις προδιαγραφές τους και είναι σημαντικό να γνωρίζει ο επαγγελματίας – οπωσδήποτε ο παραγωγός - τι είδους ταινίες προβάλλονται σε ποια ζώνη. Κάθε ζώνη έχει τους commissioning editors της και μάλιστα, με απόλυτη θεματική εξειδίκευση. Αυτοί θα επιλέξουν ανάμεσα στα εκατοντάδες πρότζεκτ που φτάνουν στο γραφείο τους και ζητούν συμπαραγωγή, ποια θεωρούν ενδιαφέροντα για να χρηματοδοτήσουν. Ο ρόλος τους δεν είναι να αγοράσουν μία ταινία, αλλά να επιλέξουν την ταινία που θα φτιάξουν κι έπειτα θα την προβάλλουν στη ζώνη τους. Ο παραγωγός είναι πλήρως ενημερωμένος για τις ζώνες τηλεθέασης του κάθε δικτύου, για την ταυτότητα της κάθε ζώνης τηλεθέασης κι έτσι προσεγγίζουν τον κατάλληλο άνθρωπο ανάλογα με το τι είδους ντοκιμαντέρ έχουν στα χέρια τους».
Τι είναι αυτό που κάνει μια ιστορία να είναι διεθνούς ενδιαφέροντος;
«Πάνω από όλα σημασία έχει η ιστορία, η αφήγηση. Συχνά είναι απαραίτητο να δίνεται ένα πλαίσιο αναφοράς, μια περιγραφή που να αφορά ένα πρόσωπο γνωστό στη χώρα του για παράδειγμα αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστό σε κάποια άλλη χώρα. Ακόμη, χρειάζεται να ‘εξηγήσεις’ με κάποιον τρόπο ορισμένα στοιχεία της κουλτούρας ενός λαού που διαφέρουν από μία άλλη κουλτούρα. Χρειάζεται διακριτικότητα για όλα αυτά, καθώς δε θέλουμε να ‘βαρύνει’ η ιστορία. Σε αυτό το σημείο είναι που αποδεικνύεται πολύτιμος ο δημιουργικός διάλογος. Παραγωγοί και επαγγελματίες της ίδιας παραγωγής σε άλλες χώρες, με τη διαφορετική οπτική τους, εντοπίζουν αυτά τα σημεία, προτείνουν λύσεις και δίνουν στην ιστορία τη δυνατότητα να κρατήσει καθηλωμένο στη θέση του και να εμπλέξει συναισθηματικά ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο και πιο ποικιλόμορφο κοινό, ένα κοινό πολλών διαφορετικών χωρών. Με την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ ακολουθούν οι διαφορετικές εκδοχές του για την κάθε διαφορετική χώρα παραγωγής, ενώ υπάρχουν και προγράμματα υποτιτλισμού, ούτως ώστε το ντοκιμαντέρ να είναι έτοιμο για όσο το δυνατόν περισσότερες αγορές».
Ποιο είναι το τελικό στάδιο της συμπαραγωγής; Πότε το ντοκιμαντέρ είναι έτοιμο;
«Ειδικά στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο σημαντική η προώθηση και η διάχυση της πληροφορίας για το ντοκιμαντέρ στις διάφορες ψηφιακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έτσι, τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτω ότι πλέον περίπου το 40% της δουλειάς μου πραγματοποιείται μετά την παραγωγή του ντοκιμαντέρ και αφορά στην αναζήτηση των κατάλληλων ανθρώπων που θα κάνουν το outreach. Ποια είναι η διαδικτυακή κοινότητα – στόχος του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ; Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης για ένα ντοκιμαντέρ καθώς και ένα μεγάλο μέρος της προώθησης του πλέον πραγματοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι άνθρωποι δικτυώνονται μέσω facebook και twitter και προσκαλούν ο ένας τον άλλον στην προβολή ενός ντοκιμαντέρ. Τα ντοκιμαντέρ έχουν δύο ‘ζωές’. Προβάλλονται πρώτα στην τηλεόραση κι έπειτα έχουν μια χρονική περίοδο συνήθως ενός μήνα που μπορεί κανείς να τα δει σε ψηφιακή πλατφόρμα (πχ. catch up tv). Έχουν ένα συγκεκριμένο κοινό τη μέρα της τηλεοπτικής τους προβολής και ένα εν δυνάμει τελείως διαφορετικό κοινό που θα τα παρακολουθήσει στο διαδίκτυο. Δεδομένου ότι ο στόχος παραμένει ένας για όλους τους εμπλεκόμενους, δηλαδή να υπάρξει ένα όσο δυνατόν μεγαλύτερο κοινό για το ντοκιμαντέρ, είναι σημαντικό ο παραγωγός να σκεφτεί από την αρχή σε τι είδους διαδικτυακές κοινότητες μπορεί να απευθυνθεί».
Έχει επηρεάσει την παραγωγή ντοκιμαντέρ το on line streaming και η κυριαρχία του διαδικτύου;
«Το τηλεοπτικό δίκτυο είναι η σημαία, η άγκυρα της παραγωγής. Υπάρχουν πράγματι πολλές ψηφιακές πλατφόρμες που δημιουργούνται κατά περιόδους, αλλά ποια είναι η ταυτότητά τους; Στα 25 χρόνια του Arte έχουμε διαμορφώσει μια ταυτότητα με προγράμματα εκπαιδευτικά και δημιουργικά. Τα τελευταία χρόνια που κάνουμε κι εμείς βήματα σε διαδικτυακές εφαρμογές, έχουμε ανακαλύψει ότι το ποιοτικό περιεχόμενο των προγραμμάτων μας είναι αυτό που δίνει το χαρακτήρα σε αυτές και όχι το αντίθετο. Αυτό που έχει επηρεαστεί είναι η προώθηση και η προσέγγιση του κάθε κοινού – στόχου με τη δημιουργία τρέιλερ ανάλογα με αυτό το κοινό και ανάλογα την ψηφιακή πλατφόρμα ή το μέσο κοινωνικής δικτύωσης».
Ποια συμβουλή θα δίνατε στους Έλληνες δημιουργούς ντοκιμαντέρ;
«Να τολμήσουν να οραματιστούν νέα πράγματα, να ανοιχτούν σε νέους ανθρώπους και νέες ιδέες. Γνωρίζω ότι έχουν συνηθίσει να δουλεύουν μόνοι τους αλλά το ντοκιμαντέρ θέλει συλλογική δουλειά, με αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη και σεβασμό. Σε επίπεδο θεσμικό, αναμένουμε ακόμη από την ελληνική Πολιτεία το αν θα θελήσει να συμμετάσχει στη συνεργασία μας για τις συμπαραγωγές ντοκιμαντέρ. Έχουμε μια πολύ καλή σχέση με πολλές ευρωπαϊκές τηλεοράσεις, την τσεχική, την αυστριακή, την ελβετική, τη φινλανδική, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία συμφωνία μας να συνεργαζόμαστε σε ετήσια βάση. Η κάθε χώρα συμφωνεί να συμμετέχει με ένα ποσό από 50.000 έως 350.000 ευρώ. Έτσι έχουμε ένα μικρό ‘θησαυρό’ με τον οποίον να μπορούμε να κάνουμε ένα ή δυο ταινίες το χρόνο, σε σταθερή συχνότητα. Με αυτό τον τρόπο κάναμε τα τελευταία 10 χρόνια 27 ταινίες με Έλληνες δημιουργούς».
Τι κάνει ένα ντοκιμαντέρ καλό;
«Το περιεχόμενο είναι το κλειδί. Αν τα πρώτα τρία λεπτά της ταινίας σου δε δημιουργούν κάποιο δεσμό με το θεατή, δεν τον συγκινούν ή κερδίζουν την προσοχή του, κατά πάσα πιθανότητα είναι ήδη αργά, τον έχεις 'χάσει'. Η αρχή μιας ταινίας, είναι το σημείο που συνεχώς δουλεύουμε και επεξεργαζόμαστε μέχρι να βεβαιωθούμε ότι βρήκαμε το σωστό ύφος, την κατάλληλη ατμόσφαιρα, τη μουσική που 'δένει' με το θέμα μας. Τα τελευταία 30 χρόνια η δημοσιογραφία μας έχει επηρεάσει πάρα πολύ, το ντοκιμαντέρ έχει χάσει την κινηματογραφική του δύναμη. Προσωπικά είμαι υπέρμαχος της κινηματογραφικής γλώσσας, της πρωτότυπης μουσικής, του ιδιαίτερου ρυθμού. Θεωρώ ότι το ντοκιμαντέρ πρέπει να απομακρυνθεί από τη δημοσιογραφία και το σχολιασμό και να ανακαλύψει ξανά το συναίσθημα. Το ντοκιμαντέρ αποκαλύπτει πράγματα που με το μάτι δεν μπορούμε να δούμε. Ζούμε σε μια εποχή που τα πράγματα και οι σχέσεις έχουν χάσει την ιερότητά τους. Πιστεύω ότι το ντοκιμαντέρ μπορεί να την ανακαλύψει εκ νέου. Είναι μια σπουδή στο τώρα, στο πραγματικό, στη συνειδητότητα».