59ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ || 1-11/11/2018
Συζήτηση «Το ελληνικό queer σινεμά: μια προφορική ιστορία»
Το μεγάλο αφιέρωμα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στο ελληνικό queer σινεμά, έδωσε την αφορμή για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση με τίτλο «Το ελληνικό queer σινεμά: μια προφορική ιστορία», που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018, στην Αποθήκη Γ’ στο λιμάνι.
Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Ίρις Ζαχμανίδη, Τάκης Σπετσιώτης, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Πάνος Χ. Κούτρας, Άγγελος Φραντζής, Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Χάρης Παπαδόπουλος και Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης, ταινίες των οποίων προβάλλονται στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ.
Την συζήτηση χαιρέτισε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης, λέγοντας ότι για πρώτη φορά ένας επίσημος δημόσιος φορέας αποφασίζει να ασχοληθεί με το ελληνικό queer σινεμά, παρουσιάζοντας συνολικά 38 μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Κωνσταντίνος Κυριακός, Αν. Καθηγητής της Ιστορίας του Θεάτρου και του Ελληνικού Κινηματογράφου (Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πατρών), τον οποίο ο κ. Ανδρεαδάκης ευχαρίστησε θερμά, όπως και όλους όσοι εργάστηκαν για την πραγματοποίηση του αφιερώματος. «Κάποιοι σκηνοθέτες του αφιερώματος δεν βρίσκονται δυστυχώς στη ζωή, αλλά θα είναι πάντοτε στην καρδιά και το μυαλό μας», συμπλήρωσε ο κ. Ανδρεαδάκης, υπογραμμίζοντας επίσης ότι οι ταινίες του Αλέξη Μπίστικα δεν στάθηκε δυνατό τελικά να συμπεριληφθούν στο αφιέρωμα για λόγους παραχώρησης δικαιωμάτων.
Το λόγο πήρε έπειτα ο συντονιστής της συζήτησης και υπεύθυνος προγράμματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο οποίος καλωσόρισε τους συμμετέχοντες και δήλωσε: «Η ιδέα γι’ αυτή τη συνάντηση ήταν να αφηγηθούμε μια ιστορία γύρω από το ελληνικό queer σινεμά από ανθρώπους που το έχτισαν».
Στο ξεκίνημα της κουβέντας, ο Κωνσταντίνος Κυριακός επιχείρησε μια μικρή ιστορική αναδρομή στο ελληνικό queer σινεμά, συνδέοντάς την με πρακτικά ζητήματα του αφιερώματος, όπως την επιλογή των ταινιών και τη θεματολογία τους. Ο ίδιος αναφέρθηκε στο μεγάλο αίσθημα ευθύνης που ένιωσε ως επιμελητής του αφιερώματος, αφού προσπάθησε να δει τον όρο «queer» όχι απλά αποτυπωμένο σε ταινίες που αφορούν στην ομοφυλοφιλική θεματολογία, αλλά και σε όσες εμπεριέχουν μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση και μια γενικότερη αισθητική προσέγγιση που δεν αφορά αναγκαστικά άμεσα το ομοφυλοφιλικό πεδίο. Ο κ. Κυριακός αναφέρθηκε στον Νίκο Κούνδουρο και το φιλμ του Vortex ή Το πρόσωπο της Μέδουσας, μια σχετικά αγνοημένη ταινία όπως χαρακτήρισε, αλλά και τον Ορέστη του Βασίλη Φωτόπουλου, ενώ έπειτα σημείωσε ότι στην πρώιμη μεταδικτατορική περίοδο στην Ελλάδα κύριο μέλημα των δημιουργών ήταν πώς να συνδυάσουν την σεξουαλική με την πολιτική τους ταυτότητα. Τότε υπήρχαν ταινίες που επεξεργάστηκαν δύσκολα πολιτικά θέματα ή ταινίες που συνάντησαν πολλές δυσκολίες στη διανομή τους και τελικά παίχτηκαν μόνο σε Φεστιβάλ. Όπως δήλωσε ο ίδιος «πρόκειται για ταινίες αισθαντικές, που επαναπροσδιορίζουν τη σχέση του φύλου, με το φύλο τελικά να έρχεται στο προσκήνιο». Έπειτα, ο κ. Κυριακός μίλησε για την περίοδο της δεκαετίας του 1980 «με ταινίες που μας εισάγουν σε καιρούς πιο αποκαλυπτικούς, με ό,τι θετικό και αρνητικό μπορεί να περιέχει αυτός ο όρος». Αφού ανέφερε παραδείγματα όπως τον Άγγελο του Γιώργου Κατακουζηνού, συνέχισε με μια νέα σειρά queer ταινιών που όπως είπε «επανεξετάζουν το θέμα της γενεαλογίας, συνδυάζοντας την ιστορία με τον αστισμό ή την ελληνική επαρχία». Όσο για την έκρηξη του λεγόμενου νέου queer ελληνικού σινεμά, ο ίδιος είπε ότι η θεματολογία των ταινιών πλέον αποκτά μεγαλύτερο εύρος είτε επειδή οι σκηνοθέτες τοποθετούνται διαφορετικά είτε επειδή οι ταινίες κερδίζουν περισσότερα βραβεία και κύρος σε φεστιβάλ. Όπως σημείωσε ο ίδιος, στον 21ο αιώνα η θεματολογία διευρύνεται ακόμη περισσότερο με ζητήματα που αφορούν τη μετανάστευση, τη θρησκεία και την εθνική ταυτότητα. «Αυτό που προσπαθήσαμε με αυτό το αφιέρωμα είναι να μην εστιάσουμε μονάχα στην αισθητική, αλλά να φτιάξουμε και μια γενεαλογία στην οποία θα υπάρχει αντιπροσωπευτικότητα, έτσι ώστε οι δημιουργοί να μην νιώσουν τελικά προδομένοι», κατέληξε.
Στη συνέχεια ο λόγος δόθηκε στην σκηνοθέτιδα Ίριδα Ζαχμανίδη, η οποία σημείωσε ότι τόσο εκείνη όσο και πολλοί άλλοι δημιουργοί, εμπνεύστηκαν αρχικά από τους καθηγητές της σχολής Σταυράκου όπου φοιτούσαν, σε μια προσπάθεια να κάνουν φιλμ λιγότερο συμβατικά και πιο πρωτοποριακά τη δεκαετία του ‘70. Η σπουδαστική της ταινία Το Γελεκάκι που προβάλλεται στο αφιέρωμα, γυρίστηκε το 1976 σε φιλμ 35 χιλιοστών και προβλήθηκε στο ΦΚΘ την ίδια χρονιά. «Εκείνη την περίοδο, τρεις από εμάς εκπροσωπούσαν αυτή τη γενιά κινηματογραφιστών: εγώ, ο Τάκης Σπετσιώτης και ο Λεωνίδας Παπαδάκης. Η εποχή που ζούσαμε ήταν αρκετά έντονη. Από τη μία είχαμε τον απόηχο του γαλλικού Μάη του 1968, ενώ από την άλλη τα μεγάλα κινήματα της Αμερικής με τα παιδιά των λουλουδιών. Στην Ελλάδα είχαμε το Πολυτεχνείο. Ήταν μια περίοδος γενικότερης διεκδίκησης της ελευθερίας που μας έδινε την ώθηση να πραγματευτούμε νέα θέματα. Το περίφημο μπαρ της Ράτκας επίσης μας διαμόρφωσε. Εκεί βρισκόμασταν όλοι και συζητούσαμε για ώρες», υπογράμμισε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια στάθηκε σε ορισμένους ανθρώπους τους οποίους χαρακτήρισε ως αληθινούς πυλώνες του queer κινήματος στην Ελλάδα: τον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο (ιδρυτή του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλοφίλων Ελλάδας, εν συντομία ΑΚΟΕ) και την Μπέτυ Βακαλίδου, μια από τις τραβεστί της εποχής που διεκδικούσε κάρτα εκδιδόμενου, τη μοναδική επαγγελματική διέξοδο για αυτά τα άτομα τότε.
Με τη σειρά του, ο Τάκης Σπετσιώτης που συμμετέχει στο αφιέρωμα με τις ταινίες του Η Λίζα και η άλλη (1976), Καλλονή (1977), Στην αναπαυτική μεριά (1981) και Μετέωρο και σκιά (1985), υπογράμμισε ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, όταν ξεκίνησε και η δική του κινηματογραφική καριέρα με μικρά σπουδαστικά φιλμ, η λέξη «queer» ήταν παντελώς άγνωστη. Ο ίδιος χρειάστηκε να περιμένει πάνω από τριάντα χρόνια για να δει τελικά τα έργα του να αναλύονται ακαδημαϊκά, όπως είπε. Και πρόσθεσε: «Ανδρωθήκαμε μέσα στη δικτατορία προσπαθώντας να διεκδικήσουμε ελευθερίες. Το σεξ και η πολιτική ήταν αναγκαστικά τα θέματά μας. Για εμένα η λέξη queer είναι μια μαγική λέξη, καθώς τον όρο αυτό περιβάλλει ένα σκοτάδι». Ο κ. Σπετσιώτης τόνισε επίσης ότι το συγκεκριμένο αφιέρωμα είναι μια ιδιαίτερα τολμηρή προσπάθεια, διότι αφενός εστιάζει σε πολλά μικρού μήκους φιλμ τα οποία αποτελούν ένα γενικότερα αγνοημένο είδος, ενώ επιπλέον προβάλλει μια αθέατη όψη της ελληνικής κοινωνίας με προβλήματα που την απασχολούν σοβαρά, είτε το ομολογεί είτε όχι. Ο ίδιος δήλωσε επίσης ιδιαίτερα χαρούμενος που το αφιέρωμα έχει μεγάλη προσέλευση και επιτυχία.
Τη σκυτάλη πήρε ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, οι ταινίες του οποίου Τρώες (1990), Caught Looking (1991), North of Vortex (1991) και Μια θέση στον ήλιο (1994) προβάλλονται στο αφιέρωμα. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην έννοια queer που, όπως είπε, ξεκίνησε σαν μια βρισιά και έφτασε να αποτυπώνει μια συνειδητή επιλογή του να προσπαθεί κάποιος να διαχωρίσει τη δική του θέση και σεξουαλικότητα μέσα στην ίδια την κοινότητα των ομοφυλοφίλων. «Οι παλιοί γκέι για εμάς φάνταζαν άκρως συντηρητικοί και μπουρζουά. Παρόλα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα με το queer κίνημα: η μεγάλη πρόοδος στα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα έγινε τελικά μέσα από μια πολύ συντηρητική επιλογή της γκέι κοινότητας να προωθήσει ζητήματα συμβίωσης και γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων, εν μέσω μιας εποχής όπου όλοι γύρω μας πέθαιναν από AIDS. Αυτοί κατάφεραν και άλλαξαν τελικά την πολιτική ατζέντα. Το πιο συντηρητικό κομμάτι του γκέι κινήματος άλλαξε ριζικά και παγκόσμια την αντιμετώπιση των γκέι», υποστήριξε. Μιλώντας για το έργο του, ο ίδιος είπε, μεταξύ άλλων, ότι η θεματολογία των ταινιών του διευρύνθηκε μεταγενέστερα προς το μεταναστευτικό ζήτημα. Κάπως έτσι συνδέεται εννοιολογικά το σώμα του ανθρώπου που εκδίδεται με την πολιτική της μετανάστευσης σε μια χώρα που λειτουργεί ως «κυματοθραύστης», διευκρίνισε σχετικά.
Από την πλευρά του, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Παναγιώτης Ευαγγελίδης, η ταινία του οποίου Δίπτυχο-Η αγάπη που δεν λέει τ’ όνομά της (2011) προβάλλεται στο αφιέρωμα, επισήμανε: «Βρίσκομαι για πρώτη φορά σε έναν επίσημο θεσμό που μου δίνει το βήμα να μιλήσω γι’ αυτά τα θέματα. Όσον αφορά τις ταινίες μου, εμένα πάντοτε με ενδιέφεραν οι άλλοι άνθρωποι. Πρωτίστως οι όμοιοί μου, αλλά και οι υπόλοιποι. Με πίκραινε που την ιστορία ορισμένων ανθρώπων δεν την μάθαινε κανείς. Ήθελα λοιπόν να τις μοιραστώ αυτές τις ιστορίες, πρώτα με όσους είναι ίδιοι με εμένα και μετά με όλους τους άλλους. Και ταυτόχρονα, μέσα από αυτούς να δείξω και τη δική μου ιστορία».
Από την άλλη, ο σκηνοθέτης Πάνος Χ. Κούτρας (Η επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, 1999 και Στρέλλα, 2009) στάθηκε ιδιαίτερα στον ρόλο που έπαιξε η νόσος του AIDS στην απόκτηση δικαιωμάτων στην queer κοινότητα. Ο ίδιος δήλωσε ότι ο όρος «queer» είχε πάντοτε μια πολιτική διάσταση, αλλά ουσιαστικά οι θάνατοι ανθρώπων από τον ιό οδήγησαν σε δράσεις που έθεσαν τις βάσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος στη διαφορετικότητα. «Το queer είναι σημαντικό για εμένα γιατί είναι η οριοθέτηση μιας κουλτούρας που εκτείνεται από τον Όσκαρ Ουάιλντ έως τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Όλο αυτό που γίνεται τώρα είναι πολύ σημαντικό και για τους νέους ανθρώπους που μεγαλώνουν αυτή τη στιγμή. Χάρη σε αυτά τα έργα και τα αφιερώματα μπορούν να απευθυνθούν σε μια στοιχειοθετημένη κουλτούρα. Εμείς, από την άλλη, μεγαλώναμε διαφορετικά, καθώς έπρεπε να διεκδικήσουμε την δική μας ιστορία, κάτι που ενίοτε μας έκανε επιθετικούς. Στον queer κινηματογράφο υπάρχει μια γενικότερη διάθεση διεκδίκησης ιδεών με επιθετικό τρόπο. Όλοι όμως όσοι συμμετέχουμε σε αυτό το αφιέρωμα συνδεόμαστε πολύ έντονα μεταξύ μας, αν και σε διαφορετικές χρονικές στιγμές ο καθένας με τον άλλο», συμπλήρωσε.
Με τη σειρά του, ο Άγγελος Φραντζής τόνισε τη σημαντικότητα του αφιερώματος στο ελληνικό queer σινεμά και αναφέρθηκε κυρίως στην κινηματογραφική φόρμα των queer ταινιών. Ο ίδιος υπογράμμισε επίσης τον τρόπο με τον οποίο η φόρμα δημιουργεί έναν queer χαρακτήρα ανεξάρτητα αλλά και σε σχέση με το περιεχόμενο μιας ταινίας. Είπε επίσης ότι η ταινία του Μέσα στο δάσος (2010) θίγει το θέμα της αμφισεξουαλικής ταυτότητας και τόνισε ότι θεωρεί πολύ ενδιαφέρον να καταφέρνει τελικά η φόρμα να δυναμιτίζει το περιεχόμενο ωθώντας ένα φιλμ στα όρια αυτού που ορίζουμε ως σινεμά. «Πάντως ας είμαστε ειλικρινείς: αυτή τη στιγμή μια queer ταινία θεωρείται πια πλεονέκτημα και όχι μειονέκτημα σε ένα Φεστιβάλ», ολοκλήρωσε.
Στη συνέχεια, ο σκηνοθέτης Κυριάκος Χατζημιχαηλίδης επισήμανε ότι, βλέποντας το φιλμ του Οι άνδρες δεν κλαίνε (2001) να προβάλλεται στο αφιέρωμα, είναι ίσως η πρώτη φορά που αισθάνεται ότι έχει κάνει μια queer ταινία. Ο ίδιος επίσης στάθηκε στην επιρροή του περίφημου μπαρ της Ράτκας καθώς και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα που επέδρασε στους σκηνοθέτες της εποχής. Ενώ περνούσαν τις ώρες τους στην πλατεία Κολωνακίου, όπως είπε, έβλεπαν να περνούν από μπροστά τους χαρακτηριστικές queer φιγούρες, όπως η διάσημη τραβεστί Μαρία Κάλλας, κι αυτές οι εικόνες συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης άποψης και αισθητικής. «Οι επιρροές που είχε ο καθένας στην κοινωνική του διάσταση διαμόρφωσαν και το κινηματογραφικό του ύφος, ενώ στο υπόβαθρο άρχιζαν να συμβαίνουν τραγικά πράγματα: οι φίλοι μας να ασχημαίνουν, να νοσηλεύονται και να πεθαίνουν από AIDS. Τελικά, φτάνεις να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που σε ωθεί να γυρίσεις μια queer ταινία. Εμένα με κινητοποίησε εκείνη η στιγμή της αγωνίας, όταν κάποιος μαθαίνει κάτι, όταν πρωτοπαίρνει την πληροφορία ότι πάσχει από τον ιό, για παράδειγμα. Κατά τη γνώμη μου, η κοινωνική διάσταση έπαιξε σημαντικό ρόλο και η πολιτική ίσως ακολούθησε», σημείωσε.
Στο τέλος, το λόγο πήρε ο Χάρης Παπαδόπουλος μιλώντας για την ταινία του με τίτλο Poste Restante – Ομόνοια (1982), η οποία προβάλλεται επίσης στο αφιέρωμα του Φεστιβάλ. Τόνισε ότι το φιλμ είχε μια πολύ δύσκολη υποδοχή από το κοινό, ενώ και τα γυρίσματά του αποδείχτηκαν μια πρόκληση. Αφού υποστήριξε ότι το θέμα της ταινίας το διάλεξε εντελώς «αθώα», στοχάστηκε πάνω στις ομοιότητες και τις διαφορές που έχει η πλατεία Ομονοίας του σήμερα και του τότε: στον ρατσισμό του τότε και του τώρα αλλά και στους ανθρώπους του περιθωρίου της δεκαετίας του 1980 και του σήμερα. Ο ίδιος είπε ότι queer αποσπάσματα μπορεί να διακρίνει κανείς μέσα σε πολλές και ετερόκλητες ταινίες, διαπιστώνοντας ότι «επειδή κάποιος είναι ομοφυλόφιλος, δεν σημαίνει ότι αναγκαστικά θα κάνει queer ή ομοφυλόφιλες ταινίες».