1-10 Νοεμβρίου 2013
ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ «ΛΑΘΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ»
Το πολυσύνθετο, εξαιρετικά επίκαιρο ζήτημα της μετανάστευσης και η θέση της Ελλάδας στο παγκόσμιο σκηνικό ως πέρασμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ήταν ο κεντρικός θεματικός άξονας της ανοιχτής συζήτησης «Λάθος προορισμός». Η συζήτηση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ Ενδιάμεσος σταθμός / Stop-over του Καβέ Μπαχτιαρί στη φετινή διοργάνωση.
Στο πάνελ της συζήτησης συμμετείχαν ο επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης, ο αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης και ο Γιακούμπ Αλιζάντε, αναγνωρισμένος πρόσφυγας από το Ιράν που ζει στην Ελλάδα. Δεν κατάφερε να παραστεί, λόγω προβλήματος υγείας, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Καβέ Μπαχτιαρί. Τη συζήτηση συντόνισε η Έλενα Χρηστοπούλου, η οποία παρατήρησε ότι το ζήτημα της μετανάστευσης προσεγγίζουν και άλλες ταινίες που προβάλλονται στο 54ο ΦΚΘ, όπως το Κελί από χρυσάφι του Διέγο Κεμάδα – Δίες, η Εξαφάνιση του Μίλος Πούσιτς και τα Γραφεία του Θεού της Κλερ Σιμόν, τιμώμενης δημιουργού του φεστιβάλ.
Το ντοκιμαντέρ Ενδιάμεσος σταθμός (επαναληπτική προβολή: Σάββατο 9 Νοεμβρίου, 15.00, Τζον Κασσαβέτης), επιχειρεί να ρίξει φως στα προβλήματα διαβίωσης και στις δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές διαδικασίες τις οποίες αντιμετωπίζουν μετανάστες που βρέθηκαν στην Ελλάδα, ελπίζοντας να μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αποτέλεσμα πολλές φορές είναι οι απελπισμένες και συχνά επικίνδυνες παράνομες απόπειρες διαφυγής από τη χώρα.
Τη συζήτηση άνοιξε ο κ. Τσιτσελίκης, ο οποίος παρατήρησε ότι η μετανάστευση αποτελεί κεντρικό πολιτικό, κοινωνικό και ανθρωπιστικό ζήτημα στην Ελλάδα από το 1990 ως σήμερα. Ο ίδιος έθεσε μία σειρά ερωτημάτων, ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα μας, τους κανόνες λειτουργίας ενός κράτους δικαίου, τις διαδικασίες ελέγχου και το ρόλο διεθνών οργανώσεων. Αναφερόμενος στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν χιλιάδες μετανάστες στην Αθήνα, όπως οι ήρωες του ντοκιμαντέρ, οι οποίοι ζουν εγκλωβισμένοι σε ένα μικρό διαμέρισμα, ο κ. Τσιτσελίκης τόνισε: «Πού φτάνει η απόγνωση; Σε μία απεργία πείνας; Στο να πληρώνεις μεγάλα ποσά για να φτάσεις στη Δύση ή τελικά να γυρίσεις στην πατρίδα σου; Από το 1990 είχαμε στην Ελλάδα το πρώτο κύμα Αλβανών μεταναστών και στη συνέχεια, από το 2000, ένα δεύτερο κύμα από χώρες όπως το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, λόγω των γεωπολιτικών ζητημάτων στις περιοχές αυτές». Ο κ. Τσιτσελίκης αναφέρθηκε στον όρο «λαθρομετανάστης» επισημαίνοντας ότι περιγράφει «έναν άνθρωπο που δεν έχει καν δικαίωμα να είναι μετανάστης, επειδή περνάει παράνομα τα σύνορα, έναν άνθρωπο–λαθροϋποκείμενο δικαίου, δηλαδή αόρατο». Ο ίδιος πρόσθεσε: «Οφείλουμε να δούμε πώς στο δικό μας σύστημα, όπως διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ, αποσιωπάται το τεράστιο ζήτημα που αφορά όλο το μεταναστευτικό. Το ελληνικό κράτος, εφαρμόζοντας ευρωπαϊκή οδηγία, κρατάει τους ανθρώπους αυτούς για να τους απελάσει».
Στη συνέχεια, ο επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης παρατήρησε ότι βρήκε την ταινία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και συγκινητική και ότι παρακολουθώντας την ο θεατής μπορεί να υποβάλει τον εαυτό του σε ένα ηθικό τεστ. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά, «μας δίνει την ευκαιρία να μπούμε στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων και να αντιληφθούμε τον τρόπο ζωής τους, τους φόβους τους, τα σχέδιά τους, να μετρηθούμε με την πραγματικότητα και τις αγωνίες των “άλλων”, που για κάποιους συμπολίτες μας μπορεί να είναι περιττοί ή οχληροί». Ανάμεσα στα σημαντικά ζητήματα που θίγει η ταινία, σύμφωνα με τον κ. Τάκη, είναι το θέμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και αυτό των συνόρων Ευρώπης και Ανατολής. Ο ίδιος τόνισε: «Γιατί η Αθήνα βρέθηκε να γίνει ένας καταραμένος ενδιάμεσος σταθμός καθήλωσης; Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η πολιτική που ωθεί στην καθήλωση αυτών των ανθρώπων και η οποία δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την επώαση ενός επικίνδυνου αβγού του φιδιού, το οποίο γνωρίζουμε όλοι σήμερα».
Παίρνοντας το λόγο αμέσως μετά, ο κ. Γιακούμπ Αλιζάντε αφηγήθηκε την προσωπική του περιπέτεια, η οποία ξεκίνησε πριν από 13 χρόνια όταν βρέθηκε στην Ελλάδα. «Όταν φτάσαμε με τη σύζυγό μου και το μωρό μας δεν είχαμε διαβατήριο και καταλήξαμε στη φυλακή - αλλού εγώ κι αλλού η σύζυγός μου με το παιδί. Μας έστειλαν στην Αθήνα και μέσα σε μία μέρα αλλάξαμε έξι κρατητήρια. Τελικά βρέθηκα σε ένα μικρό χώρο ανάμεσα σε 500 άτομα, σε σημείο που ούτε όρθιος δεν μπορούσες να σταθείς. Πολλοί από τους κρατούμενους προέρχονταν από το Ιράν και το Αφγανιστάν. Τους περισσότερους τους έστελναν πίσω, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στον Έβρο, μετά στην Τουρκία και πίσω στην πατρίδα τους. Ζήτησα πολιτικό άσυλο και μου είπαν ότι σε δύο εβδομάδες θα έβγαινα από τη φυλακή. Σε τρεις εβδομάδες δεν έγινε τίποτα κι εγώ στο μεταξύ είχα σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μιλούσα ελληνικά, δεν ήξερα πού βρισκόταν η γυναίκα μου και η κόρη μας. Έμεινα εκεί έξι μήνες και στο τέλος έκανα απεργία πείνας επί 24 μέρες. Όταν τελικά βγήκα και συνάντησα τη γυναίκα μου, αυτή δεν με αναγνώρισε γιατί στο μεταξύ είχα χάσει 30 κιλά. Για 24 μέρες έζησα μόνο με νερό και ζάχαρη, αυτό το έμαθα στη φυλακή. Τελικά μου έδωσαν πολιτικό άσυλο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε ο κόσμος στην Ελλάδα, βρήκα πολλούς ανθρώπους που αγάπησαν εμένα και την οικογένειά μου. Θέλουμε να γίνουμε Έλληνες, ακόμη όμως περιμένουμε να λάβουμε υπηκοότητα. Η κόρη μου, που γεννήθηκε εδώ, συχνά με ρωτάει “από πού είμαι; Από την Ελλάδα; Το Ιράν;” Δεν ξέρει ούτε η ίδια. Εγώ λέω ότι όταν δεν έχουμε υπηκοότητα δεν είμαστε άνθρωποι», είπε ο κ. Αλιζάντε.
Ανάμεσα στις ερωτήσεις - παρεμβάσεις που έγιναν από το κοινό, τέθηκε το ζήτημα για το εάν και πώς λειτουργεί στις μέρες μας μία «βιομηχανία» διακίνησης μεταναστών. Στο θέμα αυτό, ο κ. Τάκης απάντησε: «Πρόκειται πραγματικά για μία βιομηχανία, παρόμοια με αυτήν των ναρκωτικών, που καταστρέφει ζωές στοχεύοντας στο υψηλό κέρδος. Το υπόβαθρο για την ύπαρξη τέτοιων συναλλαγών είναι ένα σύστημα αμετακίνητο και υποκριτικό από κάποιο θεσμικό μόρφωμα που χτίζει τοίχους, κάνοντας τα στραβά μάτια σε τρυπούλες μέσα από τις οποίες διέρχεται αυτό το εμπόριο».
Ο κ. Τσιτσελίκης πρόσθεσε πάνω στο ζήτημα αυτό ότι «οι μετανάστες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από εμπόρους κι αυτό είναι ένα θέμα που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Στην εποχή μας πρέπει να αντιδρούμε με όρους ανθρωπισμού και όρους δικαίου». Μία άλλη παρέμβαση από το κοινό συσχέτισε το ζήτημα της μετανάστευσης με το θέμα της φτώχειας, παρατήρηση που βρήκε σύμφωνους τους ομιλητές, οι οποίοι όμως πρόσθεσαν ότι πέρα από τους οικονομικούς παράγοντες πολλοί μετανάστες αναγκάζονται να φύγουν από τη χώρα τους και για πολιτικούς λόγους, όταν για παράδειγμα ζουν σε αυταρχικά καθεστώτα.
Για τις προοπτικές αντίδρασης από τους ίδιους τους πολίτες των δυτικών χωρών με στόχο την επίλυση του μεταναστευτικού προβλήματος, θέμα που τέθηκε επίσης από το κοινό, ο κ. Τάκης παρατήρησε: «Δεν είμαι αισιόδοξος για το πώς μπορούν να συνεννοηθούν οι φωτισμένοι άνθρωποι προκειμένου να δράσουν συλλογικά, καθώς ένα θεμελιώδες αίτιο του προβλήματος είναι και ο τρόπος πολιτικής οργάνωσης των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες. Πρόκειται για πολιτειακές μορφές που με αυταρχισμό εξάγουν εκατομμύρια ανθρώπους κι αυτό το πληρώνουμε ως Δύση. Το θέμα είναι ευρύ και παγκόσμιο, αλλά είναι ανωφελές να ψάχνει κανείς τις αιτίες για να αποδώσει μομφές. Λίγες φορές γνώρισε η ανθρωπότητα μία τόσο μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού, όσο σήμερα. Ο ανθρώπινος φλοιός του πλανήτη μετακινείται κι αυτό δεν θα σταματήσει όποιον τοίχο και να σηκώσουμε. Η συμβίωση με το ξένο είναι κάτι αναπότρεπτο κι αυτό η Δύση δεν μπορεί να το χωνέψει».
Σχετικά με την ελληνική νομοθεσία πάνω στο μεταναστευτικό, ο κ. Τσιτσελίκης παρατήρησε ότι «τα τελευταία 24 χρόνια το ελληνικό κράτος δεν έχει εφαρμόσει πολιτικές ενσωμάτωσης των μεταναστών και με μεγάλη καθυστέρηση έρχεται τώρα ένας νόμος να ρυθμίσει με επιφανειακό τρόπο αυτά τα ζητήματα».
Μιλώντας βάσει των προσωπικών του βιωμάτων, ο Γιακούμπ Αλιζάντε είπε ότι παρότι θα επιθυμούσε να φύγει από την Ελλάδα και να ζήσει στην Αγγλία, βρήκε στη χώρα μας αρκετή υποστήριξη, από πρωτοβουλίες όπως το σχολείο ελληνικής γλώσσας Οδυσσέας. «Είναι πολλοί αυτοί που μας βοηθούν. Στον Οδυσσέα μαθαίνουμε ελληνικά αλλά και άλλες γλώσσες. Τελευταία μάλιστα, λόγω της κρίσης, έρχονται εκεί όχι μόνο μετανάστες αλλά και Έλληνες. Μου αρέσει η Ελλάδα σαν χώρα. Ελπίζω και με την αλλαγή της νομοθεσίας να καταφέρει κάποτε η κόρη μου να πάρει την υπηκοότητα. Για μένα δεν πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί ποτέ».
Η ταινία Ενδιάμεσος σταθμός εντάσσεται στην ενότητα «Ανοιχτοί Ορίζοντες», η οποία χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων δράσεων του 54ου ΦΚΘ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, στο πλαίσιο του ΠΕΠ Κεντρικής Μακεδονίας 2007-2013.