54ο ΦΚΘ: Συνέντευξη τύπου Κριτικής Επιτροπής

54ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
1-10 Νοεμβρίου 2013
 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 


Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε η κριτική επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τη Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013 στην Αποθήκη Γ’, παρουσία του διευθυντή του Φεστιβάλ Δημήτρη Εϊπίδη. Φέτος, η κριτική επιτροπή, με πρόεδρο τον ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν, αποτελείται από τους Σκοτ Φούντας (βασικός κριτικός κινηματογράφου του περιοδικού Variety), Άντα Σόλομον (παραγωγός), Εντουάρ Ουαϊντρόπ (καλλιτεχνικός διευθυντής στο «Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Καννών) και Κ. Βήτα (μουσικός). Τη συζήτηση συντόνισε ο Γιώργος Κρασσακόπουλος.
 
Τη συνέντευξη Τύπου προλόγισε ο κ. Εϊπίδης λέγοντας: «Είναι μεγάλη χαρά και περηφάνια για εμάς το ότι επιτύχαμε να έχουμε αυτούς τους υπέροχους και διακεκριμένους επαγγελματίες ως μέλη της φετινής κριτικής επιτροπής του φεστιβάλ. Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο πολύ γνωστός Αμερικανός, με ελληνικές ρίζες, σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν. Έχει επισκεφθεί το φεστιβάλ και στο παρελθόν και είμαστε ιδιαίτερα περήφανοι που συμμετέχει στην κριτική επιτροπή, ενώ η νέα ταινία του Nebraska είναι η ταινία λήξης της φετινής διοργάνωσης. Θα ήθελα επίσης να αναφερθώ στον Σκοτ Φούντας, έναν πολύ σημαντικό και αξιοσέβαστο κριτικό κινηματογράφου από τη Νέα Υόρκη, τον οποίο διαβάζουν και σέβονται οι σκηνοθέτες. Επίσης δυσκολεύομαι ακόμη να πιστέψω πώς η Άντα Σόλομον, η πιο διακεκριμένη παραγωγός του ρουμάνικου σινεμά, τιμημένη με διεθνή βραβεία, πείστηκε να βρει το χρόνο να συμμετάσχει στην κριτική επιτροπή - νομίζω ότι η σύνθεση της επιτροπής ήταν ελκυστική και για την ίδια. Ο Εντουάρ Ουαϊντρόπ ήταν κριτικός κινηματογράφου τα τελευταία 26 χρόνια στη γαλλική εφημερίδα Liberation, είναι άνθρωπος δραστήριος σε πολλούς τομείς, καθώς και καλλιτεχνικός διευθυντής του «Δεκαπενθήμερου των σκηνοθετών» στο φεστιβάλ των Καννών. Τέλος, χαίρομαι επίσης που έπεισα τον δικό μας Κ. Βήτα, ένα πολυτάλαντο καλλιτέχνη –μουσικό και ζωγράφο- να βρει το χρόνο να δει τις ταινίες και να τις αξιολογήσει».
 
Ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Αλεξάντερ Πέιν πήρε πρώτος το λόγο, επισημαίνοντας: «Ως μέλος μιας τέτοιας κριτικής επιτροπής με ανθρώπους που καταλαβαίνουν τον κινηματογράφο νιώθω ότι είμαι primus inter pares, δηλαδή πρώτος μεταξύ ίσων. Την Τρίτη έχουμε μία συνάντηση, την Πέμπτη άλλη μία και μέχρι την Παρασκευή θα έχουν παρθεί οι αποφάσεις. Πιστεύω ότι τέτοιες επιτροπές πρέπει να διαθέτουν δύο ματιές: από τη μία να χρησιμοποιούμε όλες τις γνώσεις και την εμπειρία μας και από την άλλη να προσποιούμαστε ότι κάθε ταινία είναι η πρώτη που βλέπουμε στη ζωή μας και να τη βλέπουμε με τα μάτια ενός παιδιού».
 
Μιλώντας για το ίδιο θέμα η Άντα Σόλομον συμπλήρωσε: «Κατ' αρχάς θα ήθελα να πω ότι είναι μεγάλη τιμή μου να συμμετέχω στην κριτική επιτροπή ενός αγαπημένου φεστιβάλ, που βοήθησε τόσο πολύ στην καριέρα μου, όχι μόνο μέσα από το διαγωνιστικό του τμήμα, αλλά και μέσα από την Αγορά του φεστιβάλ. Αισθάνομαι δέος βλέποντας τα υπόλοιπα μέλη της κριτικής επιτροπής. Η στάση μου είναι μάλλον εγωιστική, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία νιώθω ότι εγώ η ίδια γίνομαι πιο πλούσια και είμαι σίγουρη ότι θα μάθω πολλά, επειδή κάθε ταινία μας ταξιδεύει σε έναν άλλο κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό όραμα. Θα έχουμε τις κλασσικές συζητήσεις όπου ο καθένας θα βλέπει τις ταινίες μέσα από το δικό του πρίσμα και αυτό είναι ωφέλιμο για όλους μας. Πιστεύω ότι ο ρόλος μας δεν είναι να βαθμολογήσουμε τις ταινίες, αλλά να γιορτάσουμε τον κινηματογράφο και να δούμε με την ψυχή μας. Το κύρος της συμμετοχής στο φεστιβάλ είναι έτσι και αλλιώς μεγάλο για τις ταινίες. Το ποιες θα βραβευθούν θα εξαρτηθεί από την ευαισθησία και την προσέγγιση της κριτικής επιτροπής, αλλά η κρίση της δεν είναι Ευαγγέλιο. Δε μου αρέσουν τέτοιες ιεραρχήσεις».
 
Από την πλευρά του, ο Εντουάρ Ουαϊντρόπ σημείωσε: «Προσωπικά μιλώντας, είναι πιο εύκολο να βρίσκομαι εδώ, υπό την έννοια ότι στις Κάννες βλέπουμε 700 ταινίες για να ετοιμάσουμε το συνολικό πρόγραμμα, ενώ εδώ θα δούμε 14 ταινίες, όσες δηλαδή συμμετέχουν στο διαγωνιστικό τμήμα. Επίσης, δεν υπάρχει πίεση, μόνο απόλαυση». Ο Σκοτ Φούντας συμφώνησε, προσθέτοντας: «Δεν χρειάζεται να γράψω για τις ταινίες που βλέπω και όντως όταν είχα εργαστεί για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης έπρεπε να δω ταινίες που δεν ήταν πάντοτε ολοκληρωμένες. Εδώ βλέπεις τις ταινίες όπως θέλησε ο δημιουργός να τις δείξει δημόσια και αυτό είναι διαφορετικό. Στο παρελθόν έχω δει μόνο μία από τις ταινίες που πρόκειται να δω στο 54ο Φεστιβάλ και είναι πολύ καλό το ότι ανακαλύπτω νέα φιλμ».
 
Με τη σειρά του, ο Κ. Βήτα ανέφερε: «Είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι στο Φεστιβάλ. Έχω έρθει στο παρελθόν σαν θεατής πολλές φορές. Είναι πολύ σημαντικό που είμαι εδώ με αυτούς τους αξιόλογους ανθρώπους και μοιράζομαι πράγματα. Μέσα από τις ταινίες περιμένω κάθε φορά να επικοινωνήσω με αυτό το συναίσθημα, το χτύπο που υπάρχει παγκοσμίως, σε ολόκληρη τη γη. Μέσα από το σινεμά σπάνε τα σύνορα και δεν υπάρχουν πατρίδες. Μέσα από τις ταινίες βλέπεις τι κοινά υπάρχουν, τι μας χωρίζει, τι μας ενώνει και είναι πολύ ωραία εμπειρία να μαθαίνεις μέσα από αυτούς τους νέους σκηνοθέτες ό,τι έχουν να μοιραστούν, βλέποντας τις ιστορίες τους. Βέβαια αυτό που περιμένω προσωπικά από τον κινηματογράφο –και είναι ένας προβληματισμός μου- είναι να μπορέσει να μετουσιωθεί σε έβδομη Τέχνη πέρα από την ιστορία. Να μπορέσει να “τρυπήσει”, να βγει πίσω από την κεντρική ιστορία και να δημιουργήσει ποίηση».
 
Για τις προσδοκίες τους από τις ταινίες μίλησαν και τα υπόλοιπα μέλη της κριτικής επιτροπής. «Σε ένα διαγωνιστικό τμήμα ελπίζεις να ανακαλύψεις τη νέα γενιά κινηματογραφικών φωνών, όχι μόνο σκηνοθετών αλλά και ηθοποιών, σεναριογράφων και άλλων, καθώς υπάρχουν πολλά βραβεία να απονεμηθούν. Μέχρι τώρα έχω δει 4 ταινίες και διαφαίνεται ότι υπάρχουν συναρπαστικοί νέοι δημιουργοί», είπε ο κ. Φούντας. Ο Αλεξάντερ Πέιν συμπλήρωσε: «Μας αρέσει το σινεμά! Τα φεστιβάλ κινηματογράφου είναι σαν βαφτίσια: Γιορτάζεις μια νέα ταινία που έρχεται στον κόσμο, η οποία εάν είναι καλή θα μείνει μαζί σου για πολύ καιρό. Ωστόσο δε θα υπερέβαλλα να θεωρήσω ότι είμαστε νονοί αυτών των ταινιών». Η κ. Σόλομον υπογράμμισε σχετικά: «Θέλω να κρατήσω την απόλαυση, γι’ αυτό και βλέπω τις ταινίες με τη ματιά του μέσου θεατή. Αν δω τα τεχνικά μέρη, θα χαθεί το παιχνίδι. Προσπαθώ να πάρω πράγματα από τις ταινίες και να τις δω με την καρδιά μου». Από την άλλη μεριά, ο κ. Πέιν εξήγησε ως προς αυτό: «Ωστόσο, εγώ δεν μπορώ να μην εξετάζω τις τεχνικές πτυχές και τα τρία διακριτά στοιχεία –σενάριο, σκηνοθεσία και μοντάζ-, αλλά ταυτόχρονα βλέπω την ταινία σαν να ήμουν παιδί. Εάν ξεχάσω αυτά τα στοιχεία, πάντως, σημαίνει ότι η ταινία είναι πολύ καλή».
 
Σε ερώτηση σχετικά με το νέο κύμα του ελληνικού κινηματογράφου η κριτική επιτροπή τοποθετήθηκε εκτενώς. Ο κ. Ουαϊντρόπ παρατήρησε: «Δε μου αρέσουν οι ‘’ταμπέλες’’. Κρίνω τους σκηνοθέτες μεμονωμένα. Γράφτηκαν στο παρελθόν τόσες ανοησίες για το γαλλικό νέο κύμα που πλέον δε βάζω ταμπέλες. Ναι, στην Ελλάδα υπάρχουν καλοί έλληνες σκηνοθέτες και θα υπάρχουν κι άλλοι, αλλά αυτό μπορώ να πω μέχρι τώρα. Δε θέλω προς το παρόν να μιλώ για “νέο κύμα” στην Αργεντινή, στο Βέλγιο, στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού. Ο  κ. Φούντας συμπλήρωσε: «Πρόκειται για ταινίες που τραβούν σίγουρα την προσοχή. Έχω γράψει, παραδείγματος χάριν, για το ρουμανικό νέο κύμα κινηματογράφου ή τη γερμανική σχολή, όμως όλοι αυτοί οι σκηνοθέτες απορρίπτουν τέτοιους όρους επειδή δεν είναι μέλη κάποιου οργανωμένου κινήματος. Ξέρουμε ότι οι λεγόμενες ‘’ταμπέλες’’ είναι ένας τρόπος με τον οποίο οι κριτικοί διαχειρίζονται αυτό το φαινόμενο. Ο ελληνικός κινηματογράφος προσελκύει έντονα το ενδιαφέρον, πράγμα που ίσως δεν γινόταν δέκα χρόνια πριν, ενώ επίσης έχει αλλάξει η κατάσταση διανομής και αριθμού ταινιών στα διεθνή φεστιβάλ. Οι πόρτες έχουν ανοίξει και μένει να δούμε τι θα γίνει τώρα. Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις ιδιαίτερα ενδιαφέροντες έλληνες σκηνοθέτες αυτή τη στιγμή και περιμένουμε άλλους τόσους ή και περισσότερους ακόμη». 
 
Μιλώντας για τον ανεξάρτητο και τον εμπορικό κινηματογράφο σε σχέση με την οικονομικής κρίση και το πώς έχει επηρεάσει το σινεμά, η κ. Σόλομον τόνισε: «Δεν γνωρίζω αν είναι μόνο η οικονομική κρίση ή μια γενικότερη κρίση στον κινηματογράφο ή οτιδήποτε άλλο. Υπάρχει το σινεμά fast food και το gourmet σινεμά, κάτι σαν slow food, τροφή για σκέψη. Υπάρχουν οι ταινίες που μένουν μαζί σου για πολύ καιρό αφού τις δεις, που σε κάνουν να ενδιαφερθείς για άλλα ζητήματα και νομίζω ότι τώρα το κοινό διψάει για πρωτότυπα πράγματα. Δε θέλει να αρπάξει ένα χάμπουργκερ και να το καταπιεί αμάσητο, αλλά επιδιώκει νέες γεύσεις. Αν όλη σου τη ζωή τρως τηγανητές πατάτες, ανακαλύπτεις το χαβιάρι και τρως λίγο λίγο. Αυτό νομίζω γίνεται με τα φεστιβάλ, τα ειδικά προγράμματα και τις συναντήσεις καλλιτεχνών: καλλιεργούν την αγάπη για τον κινηματογράφο. Η μαζική διανομή δε είναι όπως παλιά, θα γίνει ψηφιακή ή θα εξελιχθεί σε κάποια άλλη μορφή, αλλά έτσι το σινεμά θα συνεχίσει να υπάρχει και εμείς πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που το βλέπουμε».
 
Επάνω σε αυτό το θέμα, ο κ. Φούντας συμπλήρωσε: «Είναι γεγονός ότι στις ταινίες πλέον βλέπουμε και ακούμε άμεσα ή έμμεσα για την οικονομική κρίση. Αυτό γίνεται ακόμη και σε ταινίες του Χόλιγουντ, οι οποίες παλιά έδειχναν μόνο πλούσιους ανθρώπους με επιτυχημένες δουλειές. Για παράδειγμα, στην περσινή ταινία Bridesmaids ο ήρωας δεν έχει χρήματα για να αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο από το Ντιτρόιτ στο Λας Βέγκας, πράγμα που παλιά δε θα το έβλεπες σε ταινία». Από την πλευρά του, ο κ. Ουαϊντρόπ σημείωσε: «Σε κάποιες χώρες ο κινηματογράφος κινδυνεύει λόγω της κρίσης. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα σε ένα βαθμό δε δίνονται πλέον επιχορηγήσεις. Δεν είμαι βέβαιος ότι η κρίση είναι παγκόσμια και έχει πλήξει όλους το ίδιο. Στη Λατινική Αμερική για παράδειγμα, τώρα δίνονται μεγάλες επιχορηγήσεις για τον κινηματογράφο. Κυρίως στη νότια Ευρώπη το σινεμά κινδυνεύει».
 
Η κριτική επιτροπή του 54ου ΦΚΘ σχολίασε επίσης την άποψη ότι το εθνικό σινεμά είναι της μόδας. Ο κ. Ουαϊντρόπ εξήγησε: «Ίσως είναι λίγο εξωτισμός, αλλά ας μην ξεχνάμε και ότι οι εφημερίδες θέλουν να κάνουν πωλήσεις. Το γνωρίζω, το έκανα για 26 χρόνια. Το θέμα είναι να μη μένουμε μόνο στις ‘’ετικέτες”». Σε αυτό το σημείο, ο Αλεξάντερ Πέιν υπογράμμισε ότι οι εθνικές κινηματογραφίες προκύπτουν συχνά για λόγους ιστορικής αναγκαιότητας και ο κ. Ουαϊντρόπ απάντησε: «Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ο γερμανικός κινηματογράφος ήταν εξαιρετικός. Αυτό όμως μπορούμε να το πούμε τώρα. Δε νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είμαστε σε θέση να πούμε ότι ο ελληνικός κινηματογράφος θα εξακολουθεί να είναι σημαντικός σε δέκα χρόνια. Είναι πρώιμο. Θα εκτιμήσουμε στο μέλλον τι πάει καλά και τι όχι. Περιπλέκει το γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης οι νέοι άνθρωποι μπορεί να εξαφανιστούν ή να βρουν νέους τρόπους να δημιουργήσουν. Το μόνο κοινό με τη Γαλλία είναι το ότι ήθελαν οι κινηματογραφιστές να κάνουν διαφορετικές ταινίες από τους πατεράδες τους και είχαν λιγότερους πόρους, άρα βγήκαν στο δρόμο. Δεν ήταν λόγω της κρίσης τότε. Στην Ισπανία ξέρω ότι υπάρχουν σκηνοθέτες που προσπαθούν να φτιάξουν ταινίες με μηδενικό προϋπολογισμό και αυτό πλέον είναι εφικτό με τα ψηφιακά μέσα».
 
Ο κ. Φούντας προσέθεσε: «Είμαι και εγώ κάπως καχύποπτος με τις τάσεις και το κατά πόσο όντως νομιμοποιούνται τέτοια κινήματα, τα οποία κάποιες φορές επινοούνται από τους δημοσιογράφους και τον Τύπο. Αναμφισβήτητα όμως προσελκύεται η προσοχή, όπως στη Ρουμανία, όπου δεν υπήρχε καμία αναφορά και ξαφνικά υπάρχει πάλι ρουμανικός κινηματογράφος και ανάλογο ενδιαφέρον από φεστιβάλ και δημιουργούς. Συμβαίνει και εδώ στην Ελλάδα, ίσως συμβεί και στις Αραβικές χώρες. Δεν ξέρω πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η υπερβολή, αλλά συνήθως μετά από βίαια πολιτικά γεγονότα προκύπτει ενδιαφέρον σινεμά».
 
Με τη σειρά της, η κ. Σόλομον σημείωσε: «Από την εμπειρία μου στη Ρουμανία θα έλεγα ότι είναι σημαντικό να εκμεταλλευόμαστε την προσοχή που τραβούν οι ταινίες, γιατί δεν κρατάει για πολύ. Αυτή τη χρονιά περίπου 20-22 ρουμάνικες ταινίες μεγάλου μήκους προτάθηκαν για το φεστιβάλ των Καννών. Φυσικά δεν είναι όλες αριστουργήματα, ούτε υπογραφές γνωστών σκηνοθετών, όμως οι ταινίες αυτές ταξιδεύουν. Η φωνή αυτών των δημιουργών ακούγεται και αυτό είναι το σημαντικό. Τίποτα δε διαρκεί για πάντα και το ενδιαφέρον θα στραφεί αλλού: στην Ελλάδα, το Μεξικό, τις Αραβικές χώρες. Ο όρος ‘’μινιμαλιστικός’’ για το ρουμανικό κινηματογράφο δεν αφορά μόνο στη φόρμα, αλλά και στους περιορισμένους πόρους που διαθέτουμε. Πρέπει λοιπόν να προσαρμοζόμαστε σε αυτό που έχουμε». Κλείνοντας, η κ. Σόλομον έδωσε μία συμβουλή στους έλληνες σκηνοθέτες: «Μείνετε ενωμένοι. Μη βάζετε την προσωπικότητά σας μπροστά, χρειάζεστε τους άλλους. Η ταινία είναι μία ομαδική δουλειά: δεν είναι μόνο ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί, είναι οι υπέροχοι τεχνικοί, οι σεναριογράφοι και όλοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτή. Πιστεύω ότι εάν παραμείνετε ενωμένοι θα ενισχύσετε τη δουλειά σας, τις μελλοντικές φωνές και θα χτίσετε μια ισχυρότερη φήμη».